Είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστείς, μπαίνοντας στο Nox. Οι ιθύνοντες του ολοκαίνουριου χώρου φαίνεται να έχουν σκεφτεί και να έχουν φροντίσει κάθε μικρή λεπτομέρεια, με την όλη εμπειρία να ξεκινά ήδη πριν την είσοδό σου· όσοι έρχονται στο Γκάζι με δικό τους αυτοκίνητο, το συνειδητοποιούν στον τρόπο λειτουργίας του πάρκινγκ. Είναι ωστόσο το εσωτερικό που κόβει την ανάσα, ειδικά για αυτούς που θυμούνται ότι στο ίδιο μέρος βρισκόταν μέχρι πρότινος η Ιερά Οδός, μαγαζί με τη δική του ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα. Οι άνετοι κόκκινοι καναπέδες που έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ορατότητα στη σκηνή από κάθε σημείο, ο εξώστης, το μπαρ, το άρωμα που φτιάχτηκε ειδικά για το Nox, σε κάνουν να νομίζεις ότι μπήκες σε μεγάλο club κάποιας παγκόσμιας μητρόπολης.
Αλλά πιο σημαντικό είναι ότι όλα τούτα δεν φτιάχτηκαν απλά για το θεαθήναι: πίσω τους εξυφαίνεται μια ολόκληρη φιλοσοφία περί διασκέδασης, στην οποία πατάει μάλιστα και ο Αντώνης Ρέμος, γενόμενος επικεφαλής ενός προγράμματος διαφορετικού από τα συνηθισμένα, με την υπογραφή του Γιώργου Λύρα στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Κι αυτό το αντιλαμβάνεσαι ήδη πριν τον δεις να βγαίνει, γιατί το άνοιγμα στο Nox δεν το αναλαμβάνει κάποιο δεύτερο όνομα πλαισίωσης του σταρ, αν εξαιρεθεί ο Στέφανος Κορκολής –τον οποίον ακούμε να παίζει πιάνο κι αναγνωρίζουμε μόνο από τη σκιά του, που προβάλλει ασπρόμαυρη στα παραβάν τη σκηνής. Αντιθέτως, πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι που στη συνέχεια λαμβάνουν τις θέσεις των μουσικών ή των συνοδευτικών τραγουδιστών, παρέχοντας στο κοινό μια "γεύση" της δεξιοτεχνίας τους, ίσως κι ένα "παράθυρο" προς τις προσωπικές τους μουσικές ανησυχίες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο διάλειμμα.
Με φόντο λοιπόν μια σειρά επιλεγμένων βιντεοπροβολών, παρακολουθήσαμε (μεταξύ άλλων) τον Κώστα Μηλιωτάκη να αναδύεται από το δάπεδο με την άρπα του, θαυμάσαμε τα φωνητικά προσόντα του Αντώνη Βλάχου ενώ τον βλέπαμε παράλληλα σε ένα σόου με απρόσμενες ενδυματολογικές επιλογές κι ακούσαμε το κλαρίνο του Θανάση Βασιλόπουλου και το σαξόφωνο του Samuel Marlieri. Στο δε διάλειμμα είδαμε και εντυπωσιακές χορογραφίες (συμπεριλαμβανόταν και air dancing), ενώ παράλληλα υψώθηκε κι ένας DJ πύργος στο μέσον της σκηνής, από τον οποίον ο Αντώνης Δημητριάδης εξαπέλυε ηλεκτρονικά beats με 1990s ταυτότητα. Κάπως έτσι, δημιουργείται στο Nox μια εναλλαγή χρωμάτων, ήχου και κίνησης, αλλά κι ένα πλαίσιο στο οποίο χώρεσαν αρμονικά flamenco πινελιές και ελληνικές αναφορές (η Μαρινέλλα λ.χ. ή το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου") με το "The Rhythm Of The Night" των Corona και το γιουροβιζιονικό "Mata Hari".
Ο Αντώνης Ρέμος δεν ανέτρεψε το κλίμα αυτό, όταν έφτασε η ώρα να εμφανιστεί. Ίσα-ίσα, μέσα σε φώτα, πανδαισία και συνοδευόμενος από μπαλέτο μπήκε με το "Μέχρι Το Τέλος Του Κόσμου", δένοντας αρμονικά τους ποπ ρυθμούς του με τους ήχους που ήδη επικρατούσαν, πριν καλησπερίσει κεφάτα, λέγοντας να μην ανησυχούμε για τίποτα, καθώς "ο γιατρός είναι εδώ". Μέχρι να φτάσουμε στα "Σπασμένα Κομμάτια Της Καρδιάς" ("το θυμόμαστε;", ρώτησε χιουμοριστικά) ο κόσμος είχε πλήρως συντονιστεί, δημιουργώντας παλμό απ' άκρη σ' άκρη στο Nox στα κομμάτια "Όλα Δικός Σου" και "Η Καρδιά Με Πηγαίνει Εμένα". Επιπλέον, ο Ρέμος αναφέρθηκε διακριτικά στην απουσία του Μανώλη Καραντίνη από τη φετινή του ορχήστρα, υποδεχόμενος όμως τον γιο του Ανδρέα Καραντίνη στο μπουζούκι.
Σε αυτό το σημείο δίνεται η ευκαιρία να τονιστεί ότι οι μουσικοί που είχε μαζί του ήταν ένας κι ένας. Μια παρατήρηση που ίσως δεν γίνεται πάντα σαφής στους χώρους στους οποίους εμφανίζονται τέτοια ονόματα, όμως στο Nox αποτυπώθηκε στην εντέλεια, χάρη σε ένα ηχοσύστημα που επέτρεπε να ακούς καθαρά τις λεπτομέρειες των παιξιμάτων. Τα δε φώτα –σε σχεδιασμό του Περικλή Μαθιέλλη– είναι μάλλον τα εντυπωσιακότερα σε όλη τη νυχτερινή Αθήνα. Πότε τα κόκκινα που ντύνουν τον Ρέμο όταν τραγουδά "Εκατό Φορές Κομμάτια", πότε τα μωβ στα οποία βυθίζεται η σκηνή καθώς ξεκινά το "Δεν Τελειώσαμε", πότε τα πορτοκαλί να δίνουν έξτρα λάμψη στο φρέσκο σουξέ "Όταν Σε Ρωτήσανε". Πάνω επίσης από την πλατεία κρέμονται φωτάκια με τη δυνατότητα να ανεβαίνουν ή να χαμηλώνουν, λειτουργώντας σαν φαναράκια για τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του προγράμματος, λ.χ. το "Όταν Είσαι Εδώ": ένα τραγούδι του 2011 γραμμένο από τον Αντώνη Βαρδή, που ο Ρέμος δεν λέει συχνά.
Αναμενόμενα, βέβαια, το κοινό αντέδρασε με πανζουρλισμό όταν ήρθε η σειρά επιτυχιών σαν το "Μόνος Μου", το "Τι Ήμουνα Για Σένα" ή το "Έκρυψα Το Πρόσωπό Μου" –που έπρεπε νομίζω να παίζεται στην ολότητά του και όχι αποσπασματικά. Ωστόσο το πρόγραμμα είχε μεγάλη ποικιλία, φιλοξενώντας και εκπλήξεις: αφού ακούσαμε λ.χ. ντουέτα με την Τάνια Μπρεάζου και τη Χριστίνα Ράλλη, ο Ρέμος καλησπέρισε τη Μελίνα Ασλανίδου που είχε βρεθεί στο Nox με την παρέα της, προσκαλώντας τη να πουν παρέα το "Τετάρτη Βράδυ". Για το δε δεύτερο μέρος διάλεξε και τραγούδια πέρα από το φάσμα της δικής του καριέρας, ενώ έκαναν την είσοδό τους και τα πρώτα καλάθια με γαρίφαλα, στα οποία "λούστηκε" και ο ίδιος. Στο τμήμα αυτό ο Θεσσαλονικιός σταρ φόρτσαρε, οδηγώντας την παράσταση στην απογείωση με την ένταση και το πάθος που έβαλε σε κομμάτια σαν το "Στα 'Δωσα Όλα" της Δέσποινας Βανδή, το "Τέσσερις" του Γιώργου Μαζωνάκη, το "Χαμένα" της Καίτης Γαρμπή ή το "Απόψε Θέλω Να Πιώ" της Χάρις Αλεξίου.
Κάπως έτσι, ο Ρέμος εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις εντυπωσιακές προδιαγραφές του Nox, πραγματώνοντας τη φιλοδοξία του να ανεβάσει επίπεδο ό,τι ξέρουμε ως "νύχτα στις πίστες": η φετινή παράσταση ισορροπεί σωστά μεταξύ μεγάλης πίστας και διεθνούς, πολυτελούς club, ενώ στο πρώτο ειδικά μέρος ο ίδιος στέκεται στη σκηνή περισσότερο σαν μπροστάρης μιας μπάντας, παρά σαν αστέρας της λαϊκής νύχτας. Αλλά κι όταν μεταμορφώνεται τελικά σε τέτοιον, παραμένει ένας μοντέρνος σταρ. Είναι αυτές ακριβώς οι διαβαθμίσεις που κάνουν την εμπειρία του Nox ξεχωριστή, πείθοντάς σε πως δεν είναι μόνο η γκράντε πρόσοψη του καινούριου χώρου, αλλά ότι έχει πέσει σκέψη και για το περιεχόμενο.