Σαν συνάντηση γνωριμίας κυλούν τα πρώτα λεπτά, όχι τόσο για την ερμηνευτική ποιότητα των καλλιτεχνών –η οποία είναι γνωστή– όσο για μια αναγνώριση ρεπερτορίου, που εκτείνεται σε όλη την γκάμα του λεγόμενου «έντεχνου» – του τραγουδιού που αξίζει να υπάρχει και να τραγουδιέται, θα έλεγα με μεγαλύτερη σαφήνεια εγώ.
Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πόσο καλή τραγουδίστρια είναι η Νάνα Μπινοπούλου, την οποία –από τότε που την πρωτακούσαμε δίπλα στον Νίκο Ξυδάκη, χαιρόμαστε κάθε φορά που τη συναντάμε. Έχει μια εξαιρετική πρόσληψη της ουσίας κάθε τραγουδιού, την οποία εκφράζει με ιδιαίτερη ερμηνευτική ευαισθησία. Ίσως κάποια ντουέτα με τον Δημήτρη Μπάση ήταν μια καλή ιδέα σε αυτό το πρόγραμμα.
Ο Μπάσης απλώς επιβεβαιώνει ότι είναι ένας από τους πληρέστερους και καλύτερους σύγχρονους τραγουδιστές, πράγμα που αποτελεί κοινή συνείδηση εδώ και δύο δεκαετίες. Ευρεία ερμηνευτική γκάμα, λαϊκή και μη, που συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία από κάθε «σχολή» του τραγουδιού μας και σαφώς φωνάρα. Σου κόβει την ανάσα όταν τραγουδάει φέρ’ ειπείν «Άνθρωποι μονάχοι», αλλά ξέρει να σε οδηγεί και σε ένα πραγματικό γλέντι των αισθήσεων όταν, στο καπάκι, λέει τα «Σμυρναίικα τραγούδια». Συν όλα τα δικά του, που αποτελούν ένα ευμέγεθες σύνολο στην τρέχουσα τραγουδιστική μας ροή, της νύχτας, του ραδιοφώνου κ.λπ.
Αν σε αυτά προσθέσουμε τι έχει τραγουδήσει –ή τι προτίθεται να τραγουδήσει– η Ελένη Βιτάλη, τότε με άνεση πάμε για πεντάωρο πρόγραμμα τα Σάββατα στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο». Πραγματική «δύναμη της φύσης», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Διονύσης Σαββόπουλος, ανοίγει το στόμα της και παρασύρει στο διάβα της τα πάντα, (ξε)καθαρίζει (συν)αισθήματα και περιγράφει με ακρίβεια κάθε πτυχή ερωτικής –ή απλώς αγαπησιάρικης– παραμέτρου και διάστασης. Ιδιαίτερες στιγμές στην παράσταση όταν στη φωνή της «κολλάει» το μεγαλειώδες κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου, κεντρικού συντελεστή εδώ.
Στο δεύτερο μέρος το γλέντι θα λέγαμε ότι φουντώνει, με όλες τις επιτυχίες να παρελαύνουν η μία μετά την άλλη, με την Ελένη Βιτάλη και τον Δημήτρη Μπάση αλλά και τους εξαίρετους μουσικούς που απαρτίζουν τους Τζουμ, υπό την επιμέλεια του «μετα-ροκά» Νίκου Ξύδη, να οδηγούν σε αυτό που νοούμε ως πραγματική διασκέδαση – από τις μέρες του ’80 και εντεύθεν. Αν το «Γυάλινο» διέθετε τον απαιτούμενο χώρο, όλοι θα είχαν σηκωθεί και θα χόρευαν· πράγμα που τώρα μπορεί να γίνει μόνο επιτόπου. Όμως αυτό δεν μειώνει την έννοια και τη σημασία του γλεντιού.