Έχουν «γράψει» χιλιόμετρα ρεπερτορίων τραγουδώντας για πόνους, χαρές, έρωτες και απογοητεύσεις, επανακαθορίζοντας, η κάθε μια από το πόστο της, τη θέση της γυναικείας φωνής στο νυχτερινό πάλκο. Από το Σάββατο 25 Ιανουαρίου όμως, και κάθε Σάββατο στις 10.30μμ και Κυριακή στις 7μμ, οι σπουδαίες φωνές τους θα ενώνονται ξανά στις «Γραμμές», 14 χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση. Λίγο πριν την πρεμιέρα τους, μιλούν στο «α» για τις επερχόμενες εμφανίσεις τους, γεμάτες με διαχρονικά τραγούδια τους, αλλά και στάσεις σε εμβληματικές δημιουργίες σπουδαίων καλλιτεχνών, για μια διαδρομή στα σημαντικότερα κομμάτια της ιστορίας του ελληνικού λαϊκού, με τελικό σταθμό μια απ’ τις σπουδαιότερες δημιουργούς του: την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Πείτε μας δυο λόγια για το πρόγραμμα: έρχεστε στις «Γραμμές» με πολύ βαριές αποσκευές σε ό,τι αφορά τα ρεπερτόρια, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν θα είναι μόνο αυτός ο σκελετός…
Μελίνα Κανά: Το πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο Στέλιος Φωτιάδης, εκτός από τα μέρη που τραγουδάμε η κάθε μία τα τραγούδια της, έχει και ένα μέρος όπου φιλοξενούμε τραγούδια των τραγουδοποιών της Θεσσαλονίκης – του Νίκου Παπάζογλου, του Σωκράτη Μάλαμα, του Γιώργου Ζήκα, αλλά και του Μανώλη Ρασσούλη που, παρ’ ό,τι δεν ήταν Θεσσαλονικιός, συνεργάστηκε με αυτούς τους ανθρώπους και επηρεάστηκε πολύ από αυτήν την «σχολή», ας το πούμε. Είναι τραγούδια αγαπημένα και γνωστά σε όλους. Επιπλέον, όμως, στο τέλος του προγράμματός μας έχουμε ένα αφιέρωμα στα μεγάλα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Γλυκερία: Η Θεσσαλονίκη είναι τροφοδότρα! Η Θεσσαλονίκη έζησε πολύ μεγάλους πολιτισμούς και μείξεις. Όλα αυτά, μαζί με αυτήν την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πόλη, έχουν μπολιάσει όλους αυτούς τους δημιουργούς κι έγραψαν σπουδαία τραγούδια. Για μένα αυτή η εποχή ήταν πολύ σημαντική για το λαϊκό μας τραγούδι – το ποιο άσχημο απ’ όλα είναι ότι κανείς δεν το βοήθησε να εξελιχθεί και να συνεχίσει. Ο κόσμος το αγκάλιασε εκείνη την εποχή, αλλά αυτό δεν αρκεί: δεν βοηθήθηκε από τα Μέσα, τα οποία για μεγάλη μερίδα του κόσμου παίζουν σημαντικό ρόλο ως προς το ποια μουσική διαδίδεται και ποια όχι.
Για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ποιο θα εντοπίζατε ως δυνατό χαρτί της, χάρη στο οποίο κατάφερε να σημαδέψει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού;
ΜΚ: Νομίζω ότι είναι η πυκνή και πολύ όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιεί, γεμάτη όμορφες και άμεσες εικόνες. Πολύ καλά ελληνικά, καθημερινή γλώσσα, αλλά ποιητική συγχρόνως και πολύ συμπυκνωμένη σε αυτά που εκφράζει: έχει τραγουδήσει τον πόνο, τον έρωτα, τη θλίψη του ανθρώπου, τη χαρά, τις αναμνήσεις, τα όνειρα… Γι’ αυτό είναι και διαχρονική.
Γ: Είναι τραγούδια στα οποία και σήμερα καταφεύγουμε όταν θέλουμε να καλύψουμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Τις διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας. Τη χαρά μας, τη λύπη μας, την απογοήτευση και τον ενθουσιασμό, η Παπαγιαννοπούλου τα πήρε όλα αυτά και τα έβαλε σε δυο λόγια: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό και πριν να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα», λέει, και τραγουδά την ιστορία μιας ζωής ολόκληρης μέσα σ’ ένα τετράστιχο. Πολύ μεγάλο πράγμα.
«Η Θεσσαλονίκη είναι τροφοδότρα! Η Θεσσαλονίκη έζησε πολύ μεγάλους πολιτισμούς και μείξεις. Όλα αυτά, μαζί με αυτήν την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πόλη, έχουν μπολιάσει όλους αυτούς τους δημιουργούς κι έγραψαν σπουδαία τραγούδια».
Η προφανής ερώτηση είναι αν υπάρχει κάποιος που να εκφράζει αυτά τα πράγματα σήμερα, μέσα εκεί όμως κρύβεται και άλλη μια ερώτηση: υπάρχει σήμερα τέτοια ένταση συναισθημάτων και αγωνιών για να περιγραφεί;
Γ: Σήμερα βιώνουμε πιο μεγάλες αγωνίες. Εντάξει, πέρασαν πολύ δύσκολες εποχές αυτοί οι άνθρωποι, αλλά σήμερα οι κρίσεις είναι εκτεταμένες σε όλα τα επίπεδα. Μακάρι να βρισκόταν ένας στιχουργός που να μπορούσε μέσα από το τραγούδι να εκφράσει την εποχή μας, αλλά βλέπετε, μέσα από την προπαγάνδα προσπαθούν να παρασύρουν τον κόσμο σε έναν λόγο επιφανειακό, που δεν λέει ποτέ τίποτα για να μην σκέφτεται τα αληθινά του προβλήματα. Από την άλλη, άνθρωποι που έχουν πράγματι την ικανότητα να γράψουν για κάποια πιο σημαντικά πράγματα, πλατειάζουν - λένε πολλά λόγια, πάρα πολλά. Πρέπει να ακούσεις δεκαπέντε στίχους για να βγάλεις μισό νόημα. Η ουσία είναι να γράψεις δυο τετράστιχα και να περιγράψεις τα πάντα. Μπορείς;
ΜΚ: Η αμεσότητα της Παπαγιαννοπούλου δεν υπάρχει, δυστυχώς. Είναι ζητούμενο. Η απλότητα, η αμεσότητα και η μεστότητα με την οποία έγραφε τα τραγούδια της.
Και οι δυο έχετε ερμηνεύσει τραγούδια που έχουν αυτήν την συναισθηματική πυκνότητα - που αντηχούν τον αχό της ψυχής του ανθρώπου. Παρακολουθώντας η μια την διαδρομή της άλλης, μπορείτε να ξεχωρίσετε ένα ή δυο κομμάτια που ζηλεύετε η μια απ’ την άλλη;
ΜΚ: Εννοείται, πάρα πολλά. Το «Πάρε με Απόψε, Πάρε με», το «Μέχρι να Γίνουμε Άγγελοι»… είναι πάρα πολλά τραγούδια της που αγαπώ.
Γ: Εγώ τα ζηλεύω όλα της Μελίνας! Το «Ανάβω μια Φωτιά» είναι ένα εκπληκτικό ζεϊμπέικο ας πούμε, αλλά και η «Μοιραία» μ’ αρέσει πολύ.
Θα τα δώσετε η μια στην άλλη εδώ;
ΜΚ: Εννοείται, θα μοιράσουμε πράγματα.
Γ: Μοιράζουμε πολλά πράγματα εδώ, γιατί γίνεται με συνεργασία.
Ξεκινάτε σε ένα μαγαζί που επανήλθε πέρσι στα πράγματα, εδραιώνοντας με τον τρόπο του μια νέα τάση στην αθηναϊκή σκηνή, που είναι τα Κυριακάτικα απογεύματα – κάτι που θα κάνετε και εσείς εδώ.
Γ: Ναι! Μα η Κυριακή για τους Έλληνες, είναι παραδοσιακά μια μέρα χαράς. Το κυριακάτικο τραπέζι, η Κυριακή της Λαμπρής… η Κυριακή είναι μια γλυκιά μέρα γιατί, παρ’ όλο που είναι και θλιμμένη επειδή την ακολουθεί η Δευτέρα, είναι και μια μέρα που συμβολίζει την οικογένεια και το σμίξιμο.
ΜΚ: Ναι, και νομίζω είναι πάρα πολύ ωραίο και για τον κόσμο επίσης, που θα γυρίσει σπίτι του νωρίς την Κυριακή, για να πάει στη δουλειά του τη Δευτέρα. Αλλά και για εμάς, βέβαια, που γλιτώνουμε ένα ξενύχτι – για μένα, για παράδειγμα, το ξενύχτι είναι πάρα πολύ δύσκολο πια.
Πάνε 14 χρόνια από την προηγούμενη φορά που βρεθήκατε μαζί στη σκηνή. Όταν ξανασμίξατε, υπήρξε μια σκέψη ή ένα συναίσθημα που κυριάρχησε;
Γ: Μόνο χαρά! Εγώ χαίρομαι πάρα πολύ.
ΜΚ: Ναι κι εγώ το ίδιο. Επιπλέον, μαζί της στη σκηνή αισθάνομαι πολύ χαλαρή - χαλαρώνω όταν τραγουδάμε μαζί. Μου ήρθαν βέβαια και αναμνήσεις από την πρώτη φορά: θυμήθηκα το πάλκο, τα καμαρίνια, τις δεύτερες φωνές που σου έκανα..
Γ: Και τα αγόρια μας, τον Κώστα Μακεδόνα και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, τα αστεία που κάναμε… Περνούσαμε ωραία γιατί διασκεδάζαμε και στη σκηνή και εκτός σκηνής. Κι έτσι ωραία θα περάσουμε κι εφέτος είμαι βέβαιη!