Το residency στο «Hotel Ερμού» βρίσκεται στην τρίτη χρονιά, με την Άννα Βίσση και την big band της να δίνουν ένα μάθημα για το πώς πρέπει ένας mainstream καλλιτέχνης να παρουσιάζει και να ανανεώνει το ρεπερτόριό του.
Εβδομήντα τρία τραγούδια (συν 10 για το ανκόρ) αναγράφονται στο επίσημο setlist του live της Άννας Βίσση στο «Hotel Ερμού», που είναι αναρτημένο στο κοκκινο-μπορντό καμαρίνι της. Εκτός από τις μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών διασκευές («Killing me softly», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Μας υποχρέωσες», «Την αγαπούσα» και δυο-τρία ακόμη που μου διαφεύγουν), όλα τα υπόλοιπα είναι δικά της. Πώς γίνεται να βγάζει μια ολόκληρη βραδιά με τόσα πολλά δικά της τραγούδια, τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κάνουν κοιλιά παρά τη διαφορετική συναισθηματική διάθεση που κουβαλάνε, κι ερμηνευμένα με τόσο πάθος κι ένταση σαν να έχει ανέβει εκείνη φρέσκια μόλις πριν από πέντε λεπτά στη σκηνή;
Ακόμη και αν δεν είσαι «fannatic» (που μία και μόνο δοκιμή αρκεί να σε κάνει), τα τραγούδια της Βίσση είναι κολλημένα στο κεφάλι σου, διότι έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στην pop κουλτούρα κι έχουν συνδεθεί με μια θυελλώδη κι εργατική προσωπικότητα, που κερδίζει το θαυμασμό από συναδέλφους της από κάθε χώρο. Όσο τα αγαπάει το κοινό άλλο τόσο τα αγαπάει κι εκείνη και διασκεδάζει να τα ανακατεύει, προσθέτοντας κάποια που μπορεί να μη δούλεψαν στην κυκλοφορία τους, όμως τώρα πια εξυπηρετούν τη ροή του προγράμματος ή όποια άλλη προσωπική της ανάγκη (όπως το «Ώρα να φεύγω» στην αμετακίνητη οριεντάλ ενότητα με το «Αντίδοτο» και το «Τραύμα»), και αφαιρώντας άλλα που το κοινό σχεδόν ικετεύει να ακούσει ή χάνονται στην ορμητική εξέλιξη της βραδιάς (η «Μεθυσμένη πολιτεία», αν και περιλαμβάνεται στο ανκόρ, έδωσε τη θέση της σε κάποιο άλλο κομμάτι τη βραδιά που βρεθήκαμε εμείς στο «Hotel Ερμού»).
Έπειτα από τρεις σεζόν, η χημεία της Βίσση με αυτήν την πολυμελή μπάντα, που προσγειώθηκε γύρω της από άλλα είδη τραγουδιού, παραμένει ισχυρή και καθοριστική για την επανεφεύρεση και την απογείωση του ρεπερτορίου της. Δίνοντας στα τραγούδια της έναν ήχο πλούσιο, vintage, με λειτουργικά και αυθόρμητα κάποιες στιγμές soli, που αποτινάσσει στοιχεία του παρελθόντος τους (στις πίστες), χωρίς όμως να το αποκηρύσσει, όλοι αυτοί οι μουσικοί την περιβάλλουν (και καμιά φορά μπλέκονται στα πόδια της και μεταξύ τους λόγω του μεγέθους της σκηνής) με κέφι απαράμιλλο.
Την ώρα που οι περισσότεροι συνάδελφοι της Βίσση αναζητούν συνεργασίες, συμμαχίες και «concepts» για να παραμείνουν επίκαιροι, εκείνη έχει φτιάξει ένα ολοδικό της στέκι, ένα goth και posh live stage, περίπου όπως ο χαρακτήρας της, όπου μπορεί να φιλοξενεί τους θαυμαστές της, να παίζει μαζί τους και να τους τσιγκλάει σαν να είναι η ψυχή μιας μεγάλης παρέας, να τους προσφέρει τα τραγούδια της ανανεωμένα για να χορέψουν και να τα αφιερώσουν σε έρωτες που είναι τραύμα ανοιχτό ή τους κάνουν να λάμπουν.