«Γιατί γίνατε τραγουδίστρια;» «Γιατί κάνετε δίσκους; Πουλάνε;» «Θεωρείτε ότι είστε ευρέως γνωστή ή δημοφιλής;» «Έχετε να μας πείτε κάτι επικό;» Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που απευθύνει ο «αόρατος» Μίνως Θεοχάρης σε απολαυστικά οιστριονικό, ελαφρώς άξεστο ύφος στην Ελεωνόρα Ζουγανέλη στη μουσική παράσταση «Οντισιόν». Μέσα απ’ αυτή την ιδέα, σε κείμενα και σκηνοθεσία του Θεοχάρη, η Ζουγανέλη έχει την ευκαιρία να ανθολογήσει με χρονολογική σειρά την καριέρα της από το πρώτο τραγούδι της, το «Μια βροχή» που της έγραψαν οι Κώστας Τσίρκας και Γεράσιμος Ευαγγελάτος για το ντεμπούτο της στη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου το 2004, μέχρι τα «Δεύτερα κλειδιά» των Γιώργου Καραδήμου και Sunny Μπαλτζή, τα οποία «ξεκλειδώνουν» τον ήχο και το ύφος του επερχόμενου δίσκου της, με ενδιάμεσες στάσεις στη ζωντανή ηχογράφηση «Είπα στους φίλους μου…», στο δίσκο «Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε» και, φυσικά, στην Εντίθ Πιαφ από την παράσταση στο Εθνικό.
Αυτή η «Οντισιόν» εξυπηρετεί τρεις σκοπούς. Ο πρώτος, ο προφανής, είναι να διασκεδάσει τους θαυμαστές της ερμηνεύτριας, οι οποίοι απαντούν με ένα βροντερό «Ναι!» όταν ο Θεοχάρης τη ρωτάει αν την αγαπά ο κόσμος αλλά και κάνουν διαρκώς παραγγελιές για αγαπημένα τους τραγούδια (κρίμα που δεν αποδέχτηκε την παραγγελιά της διπλανής μας για το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», η οποία μάλιστα προσπάθησε να με χρησιμοποιήσει ως μέσο για να εισακουστεί). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η «Οντισιόν» λειτουργεί ως εξομολόγηση και αποτίμηση. Η Ζουγανέλη, περισσότερο ίσως από άλλους καλλιτέχνες, χρησιμοποιεί τις μουσικές παραστάσεις της για να εκφράσει ανοιχτά ανησυχίες και σκέψεις, τόσο καλλιτεχνικές όσο και προσωπικές. Το προσωπικό/ψυχολογικό στοιχείο ήταν έντονο στην περσινή μουσική παράσταση στο «Anodos», όπου η Ζουγανέλη δίνοντάς της τον τίτλο «Χωρίς εξηγήσεις» αποδεχόταν τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της. Εδώ, σε στιγμές λαμπρής ειλικρίνειας, δηλώνει ότι δεν της αρέσει καμία Ελληνίδα ερμηνεύτρια γιατί τις ζηλεύει όλες, αλλά και αυτοσαρκάζεται. Το τρίτο επίπεδο ανάγνωσης της «Οντισιόν» το δίνει ο Θεοχάρης, ο οποίος με τη στριφνάδα και τις εκρήξεις υστερίας ενός υποθετικού καλλιτεχνικού διευθυντή μουσικού προγράμματος επιβεβαιώνει ότι είναι μοναδικός σχολιαστής των παρασκηνίων των εγχώριων μουσικών πραγμάτων.
Όλα αυτά τα επίπεδα διαπλέκονται σε ένα ψυχαγωγικό μουσικό πρόγραμμα το οποίο η Ζουγανέλη βγάζει από την αρχή μέχρι το τέλος με άψογη και αβίαστα εκφραστική φωνή και με μπρίο (κάποια στιγμή φοράει μια πολύχρωμη εσάρπα και χορεύει φλαμένκο), καταλήγοντας σε ένα απελευθερωτικό (για εκείνη και για το κοινό) λαϊκό ποτ πουρί με «Μπαξέ τσιφλίκι», «Ο μήνας έχει 13», «Η Λιλή η σκανταλιάρα» και «Φωτιά στα σαββατόβραδα».