Τα τρία κορίτσια, όπως αποκαλεί η Μαρινέλλα τον εαυτό της και τις συνεργάτιδές της, χωρίς να σηκώνει καμία αντίρρηση για το χαρακτηρισμό («Δεν κατάλαβα, δηλαδή, κορίτσια δεν είμαστε;» ρωτάει καλωσορίζοντας το κοινό για να επιβεβαιώσει το κέφι και την όρεξη της τριάδας), ανασύρουν από τα φωτογραφικά άλμπουμ τους στιγμιότυπα της ζωής τους, που φτιάχνουν ένα μεγάλο εισαγωγικό βίντεο, καθώς και τραγούδια που έχουν σημαδέψει την καριέρα τους για να γεμίσουν ένα πρόγραμμα διάρκειας τρεισήμισι ωρών. Η θύελλα ενθουσιασμού που σηκώνει η Μαρινέλλα αλωνίζοντας τη μεγάλη σκηνή («Δεν παίζεσαι! Είσαι θεά! Δεν υπάρχεις!» της φωνάζουν από κάτω) αλλά και η Ελένη Βιτάλη και η Γλυκερία με ατόφιο το χρώμα της φωνής τους απλώνεται στην πλατεία, όπου στήνονται εδώ κι εκεί χορευτικά «πηγαδάκια» ανάμεσα ακόμη και σε άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους ενωμένους από το «Με μπουνάτσες και μποφόρια», το «Παίξε Χρήστο επειγόντως» και το «Κρίμα το μπόι σου», και φτάνει μέχρι πάνω-πάνω στον εξώστη αυτού του θεόρατου μαγαζιού.
Το μεγάλο παρελθόν των τριών ερμηνευτριών αλλά και το παρελθόν γενικώς (το λαϊκό μέρος παρουσιάζεται σε ένα σκηνικό ταβέρνας με προβολές αποσπασμάτων από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και έργα σχεδόν αποκλειστικά του Γιάννη Τσαρούχη) είναι η κινητήριος δύναμη του γλεντιού που στήνεται, επιβεβαιώνοντας ότι στις μέρες μας η νοσταλγία βρίσκεται σε τέλεια θετική συνάφεια με τη διασκέδαση – όχι απαραίτητα στο κοινό μεγάλης ηλικίας, αν και αυτό υπερείχε το κυριακάτικο απόγευμα που παρακολουθήσαμε το πρόγραμμα. Εδώ μπορεί να μη χωρούν πολλές εκπλήξεις, αλλά όταν αυτές συμβαίνουν κάνουν ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση. Όσοι γνωρίζουν το «Να σταθώ στα πόδια μου» του Λεωνίδα Μπαλάφα, θα αναρωτηθούν γιατί επιλέχθηκε ως το δεύτερο τραγούδι του προγράμματος, το οποίο τραγουδούν και οι τρεις μαζί – ίσως για το στίχο «Έχω πείσμα και γερό το στομάχι». Επίσης θα εκτιμήσουν την επιλογή της Μαρινέλλας να πει σε ένα διάλειμμα του γενικώς ξέφρενου πρώτου της προγράμματος δυο συνθέσεις του Κραουνάκη, το «Σε θέλω» της Βίκυς Μοσχολιού και το «Πάω να πιάσω ουρανό» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη.
Η μεγάλη, δεκατετραμελής –αν μέτρησα σωστά– ορχήστρα είναι αξιότατη και δίνει ένα συναυλιακό αίσθημα στην παράσταση, ενώ οι προβολές, που προσπαθούν να κυριολεκτούν συνοδεύοντας όσα ακούγονται, στα πρώτα μέρη των τριών ερμηνευτριών είναι μια συρραφή άσχετων μεταξύ τους και με τους στίχους εικόνων – εξαίρεση η σκηνή από αμερικανικό μιούζικαλ με ναύτες που πέφτει πάνω στο «Βίρα τις άγκυρες» και κάνει τη Μαρινέλλα να αλληλεπιδρά με την προβολή.