Στο σκηνικό του «Petrogazi», το οποίο παραπέμπει αφηρημένα σε παλιά κέντρα διασκέδασης, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης προτείνει ένα χορταστικό πρόγραμμα με πολύ ευχάριστη ροή και επίκεντρο το λαϊκό τραγούδι. Πρώτη καλεσμένη η άψογη Ελένη Τσαλιγοπούλου.
Καλωσορίζοντας στο «Petrogazi» τον κόσμο που κάθεται γύρω από τραπέζια στρωμένα με blue black τραπεζομάντιλα και ακουμπάει τα ποτήρια του σε πλαστικοποιημένα σεμεδάκια, η Ελένη Τσαλιγοπούλου λέει: «Συνέχεια με ρωτάνε γιατί έγινα τραγουδίστρια κι εγώ απαντώ επειδή μου αρέσουν τα ελληνικά τραγούδια και η ελληνική μουσική». Την ίδια αγάπη για την εγχώρια μουσική και δη του παρελθόντος τρέφει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ως μαέστρος της «Συνοικίας ασμάτων» (αυτός είναι ο τίτλος του προγράμματος που παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο) την εκφράζει τόσο με συναισθηματικό τρόπο όσο και με μια επιμορφωτική διάθεση.
Η ιδέα του να εμπλουτίσει την «Κόλαση» του Γιώργου Ζαμπέτα με τραγούδια των συνθετών που ο μέγιστος του μπουζουκιού συναντά σε μια φανταστική του βόλτα στην κόλαση, δίνει μια ανατριχιαστική χροιά σ’ αυτό το ιδιότυπο αφηγηματικό τραγούδι σε στίχους Νίκου Μπακογιάννη που θα χαρακτηρίζαμε, πολύ ελεύθερα, ρεμπέτικο… ραπ. Από την άλλη, δύο μικρές ενότητες, εκείνη στην έναρξη με τραγούδια που περιέχουν τη λέξη «ρολόι» («Σταμάτησε του ρολογιού τους δείκτες», «Το παλιό ρολόι», «Της ταβέρνας το ρολόι», «Ρολόι κομπολόι») κι εκείνη στο μέρος του πάλκου όπου κάνουν την εμφάνισή τους… πουλερικά («Το κοκοράκι», «Το πετεινάρι», «Η κότα η στρουμπουλή», «Το κοκοράκι», «Στου παιδιού μου τη χαρά») είναι ένα δείγμα της προσπάθειας του Μιχαηλίδη να ταξινομήσει με ανάλαφρο τρόπο τη γνώση μας γύρω από το λαϊκό ρεπερτόριο.
Η προσπάθειά του αυτή γίνεται περισσότερο εμφανής καθώς ανακαλύπτεις τραγούδια που σου έχουν ξεφύγει, όπως το «Κάιρο» του Νίκου Γούναρη, που ερμηνεύει υποβλητικά και υπνωτιστικά η Τσαλιγοπούλου. Η πρωταγωνίστρια της βραδιάς, που λες πως δεν μπορεί να φτάσει παραπάνω στην εκτίμησή μας κι όμως κάθε της νέα εμφάνιση μας κάνει να τη θαυμάζουμε όλο και περισσότερο, είναι άψογη τόσο στα παιχνιδιάρικα λαϊκά τύπου «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες» και «Σάμπα μου ξηγιέσαι» όσο και στη μάγκικη «Παξιμαδοκλέφτρα».
Πρωταγωνιστές επίσης είναι τα δύο μπουζούκια, ο Βαγγέλης Ζαρμπούτης και ο Αλέξανδρος Καραμπίλας που παίζουν πρίμο σεκόντο, απογειώνοντας τον ήχο από την πρώτη στιγμή που κάνουν την εμφάνισή τους στο «Στου Όθωνα τα χρόνια». Ο Άγγελος Ανδριανός, η Δήμητρα Σταθοπούλου, η Μαίρη Δούτση και ο Ανδρέας Λάφης υπηρετούν με επάρκεια φωνητική και υποκριτική (όπου το απαιτεί η διακριτική σκηνοθετική γραμμή) την ευρεία γκάμα που έχουν να καλύψουν από το ’60 ως τις αρχές του ’90 τραγουδώντας από Νέο Κύμα μέχρι Ξύλινα Σπαθιά και τον «Λευτέρη».
Την ατμόσφαιρα των παλιών κοσμικών κέντρων μεταφέρει χωρίς μιμητισμούς η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου τοποθετώντας στους τοίχους του χώρου που στέγαζε παλιότερα το «Πηνελόπη και Μνηστήρες» άδεια ταμπλό με κοκκινο-κεραμιδί βελούδο, κρόσια κατά μήκος του κάτω μέρους του μπαρ, και τριάδες «καλών» ποτηριών πάνω σε σεμεδάκια στην ατμοσφαιρικά φωτισμένη ραφιέρα πίσω από την μπάρα, αλλά και κάνοντας μια καταπληκτική δουλειά στα ενδύματα, που δεν αναπαριστά αλλά υπονοεί την εποχή στην οποία ήταν μόδα.