Στη συνεργασία με τον Σταύρο Κουγιουμτζή ανατρέχει ο Γιώργος Νταλάρας με μια σειρά τεσσάρων εμφανίσεων στην «Ακτή Πειραιώς» από την Παρασκευή 15/4. Μ’ αυτή την αφορμή μας μιλάει για τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του έργου του Κουγιουμτζή και την επίδρασή του στο ελληνικό τραγούδι.
Ποια είναι η σημασία των τραγουδιών του Σταύρου Κουγιουμτζή για εσάς αλλά και στη σημερινή εποχή;
Είναι αυτονόητο ότι αυτά τα τραγούδια καθώς και ο ίδιος ο Κουγιουμτζής είναι ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι τόσο της μουσικής όσο και της συναισθηματικής μου ζωής, ιδιαίτερα σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της αθωότητας. Νομίζω όμως γενικά ότι τα τραγούδια του έχουν σημασία και ουσία και για όλους τους άλλους, κοινό και νέους μουσικούς και τραγουδιστές. «Κάπου νυχτώνει και ο ήλιος παγώνει», «Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο», «Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές»… Ποιος ακροατής, ανεξάρτητα ηλικίας και ποιος νέος μουσικός δεν θα χαιρόταν να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια; Ή τους στίχους που εμπνεύστηκε από τη δημοτική ποίηση: «Άνοιξ’ το παραθύρι σου ξανθέ βασιλικέ μου», «Τα ματόκλαδά σου κλείνεις, να περάσω δεν μ’ αφήνεις», «Αχ να ’μουν στο φουστάνι σου»…
Ποια θέση έχει ο Κουγιουμτζής στο τραγούδι και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του έργου του που το κάνουν να ξεχωρίζει;
Έχει σίγουρα μεγάλη θέση. Και ξεχωριστή. Για όσους γνωρίζουν καλά το έργο του, αλλά και για πολλούς που γνωρίζουν τα τραγούδια χωρίς να συνειδητοποιούν πολλές φορές ότι είναι δικά του. Τον κάνει να ξεχωρίζει η αρμονικότατη σχέση του με τη δημοτική ποίηση και το παραδοσιακό τραγούδι. Η τεράστια αγάπη του για το ρεμπέτικο και ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε αυτό το είδος στα δικά του τραγούδια. Κι ακόμη το ότι, επειδή ο ίδιος έγραφε πολλούς από τους στίχους των τραγουδιών του μέσα από τις αγωνίες του και τη δική του έμπνευση, με τον ίδιο τρόπο επέλεγε στίχους και ποιήματα άλλων συνεργατών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν έγραφε ποτέ τραγούδια της μόδας και απέφευγε τους πομπώδεις και ιδιαίτερα συνθηματικούς στίχους. Τέλος, είχε απίστευτη και ολοκληρωμένη, σε όλα τα επίπεδα, κλασική μουσική παιδεία και κατάρτιση. Και αυτό αναγνωρίστηκε ιδιαίτερα σ’ ένα από τα τελευταία έργα του, τους «Ύμνους αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων», όπου κατά ομολογία των ειδικών είχε αυτό το άρτιο μουσικά, εκτός από το συγκινησιακά φορτισμένο, αποτέλεσμα.
Πώς έχει επηρεάσει το έργο σύγχρονών του και μεταγενέστερων συνθετών;
Έγραφε μεστά, αλλά πολύ δουλεμένα τραγούδια, πάλευε, όπως λέει ο Ελευθερίου, με τις μουσικές και τους στίχους σαν τον άρρωστο με πυρετό που παλεύει με τα σεντόνια του. Θυμάμαι ήμουν έφηβος ακόμα, όταν ο Μάνος (Λοΐζος), μου λέει μια μέρα «τι ωραίο τραγούδι το “Δεν έχω μάτια να σε δω” του Σταύρου, με εμπνέει και θα γράψω και εγώ μια τέτοια μπαλάντα». Και έγραψε το υπέροχο «Αχ χελιδόνι μου» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που δεν μοιάζει βέβαια με το άλλο, αλλά είναι της ίδιας αισθητικής. Ξέρω επίσης ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας έχουν επηρεαστεί πολύ από τα τραγούδια του. Και ο Νίκος ο Πλατύραχος τελευταία, στα «Άστεγα», έχει ωραία, λιτά, ατόφια λαϊκά τραγούδια, που θυμίζουν τραγούδια του Σταύρου.
Βλέπετε να υπάρχουν επίγονοί του ανάμεσα στους Έλληνες συνθέτες;
Νομίζω ναι. Εκτός από τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα, ο Ορφέας Περίδης φαίνεται ότι αγαπάει τον Κουγιουμτζή και ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Γιώργος Καζαντζής και ο Θοδωρής Κοτονιάς – αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που ζήτησα στον τελευταίο να είμαστε μαζί σ’ αυτές τις συναυλίες. Αλλά και ο Σταύρος είχε αδυναμία στους νέους. Όταν άκουσε τη διασκευή τού «Ένας κόμπος η χαρά μου» που τραγουδήσαμε με τον Μπάμπη όταν συνεργαστήκαμε με τους Πυξ Λαξ, του άρεσε πολύ.
Υπάρχουν κάποιες στιγμές απ’ αυτήν τη συνεργασία που θυμάστε ιδιαίτερα;
Πιο πολύ θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση, όταν έβαλε τα μαγικά του χέρια στο πιάνο να μου παίξει τραγούδια. Ήμουν 18 χρόνων. Το έχει περιγράψει και ο ίδιος στον Γεραμάνη. Κοιταχτήκαμε και προσπάθησα μετά τη διδασκαλία του να τραγουδήσω κάποιες νότες. Ξέραμε απ’ την αρχή και οι δύο ότι αυτή η στιγμή ήταν μοιραία. Κάτι που δεν έχω ξαναπεί είναι πως, παρότι ήμουν πολύ μικρός εκείνα τα δύσκολα χρόνια, αν δεν είχα αυτή την τύχη να συναντήσω τον Σταύρο, να με εμπιστευτεί και να μου δώσει φωνή, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχα συνεχίσει το τραγούδι.
Ποια είναι τα πέντε αγαπημένα σας τραγούδια του Κουγιουμτζή;
Ευτυχώς είναι σχεδόν όλα! Ας πω όμως πέντε: «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Κάπου νυχτώνει», «Ντύλαν Τόμας», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι», «Του κάτω κόσμου τα πουλιά». Συμβαίνει κάτι σπάνιο με το έργο του Σταύρου όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή δισκογραφία. Αν ανατρέξετε στα τραγούδια του που έχουν γίνει επιτυχίες, θα υποθέσετε ότι είναι μέσα από 15, ας πούμε, δίσκους. Τόσες πολλές είναι οι επιτυχίες του. Κι όμως! Αυτά τα τραγούδια προέρχονται από μόλις 5 δίσκους.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι τα πέντε τραγούδια που μου αναφέρατε υπάρχουν σίγουρα στο πρόγραμμα.
Ασφαλώς!
Εκτός από εκείνα της συνεργασίας σας, ποια άλλα θα μας πείτε στην «Ακτή Πειραιώς»;
Εγώ ήμουν ο τυχερός, αλλά είπαμε πως ήταν μοιραία αυτή η συνάντηση. Ο Σταύρος όμως έγραψε υπέροχα τραγούδια και για άλλους τραγουδιστές κι έχουμε κάνει μια επιλογή απ’ αυτά.
Γιατί επιλέξατε για τίτλο των εμφανίσεών σας τον πρώτο στίχο από το «Ένας κόμπος η χαρά μου»;
Γιατί λατρεύω αυτό το τραγούδι και είναι αυτή η φράση «και τα τραγούδια που αγαπώ τα παραπονεμένα» που με συγκινεί και μου θυμίζει πόσο μας λείπει ο Σταύρος Κουγιουμτζής.
Πώς έγινε η επιλογή των συνεργατών σας, δηλαδή του Κοτονιά, της Βασιλικής Καρακώστα και της Ασπασίας Στρατηγού;
Με τον τρόπο που συνηθίζω και ιδιαίτερα με τον τρόπο που διάλεγε και ο Σταύρος συνεργάτες. Νέους ανθρώπους πρώτα απ’ όλα, με καλές φωνές, που θα μεταφέρουν με το δικό τους συναίσθημα και τη δική τους δροσιά τα τραγούδια στο σήμερα.