
Η "Λουτσία ντι Λαμερμούρ" του Ντονιτζέτι, εμβληματικό αριστούργημα του ρομαντικού μπελ-κάντο, βασίζεται σ’ ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, τη "Νύφη των Λάμερμουρ" του σερ Ουόλτερ Σκοτ. Από το 1835, έτος της απόλυτα επιτυχημένης πρεμιέρας της στο θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης, μέχρι σήμερα, η όπερα παραμένει από τις πιο αγαπημένες του ρεπερτορίου.
Η υπόθεση αφορά τον έρωτα της Λουτσία για τον Εντγκάρντο του οίκου των Ρέιβενσγουντ, για τον οποίο ο αδελφός της, λόρδος Ενρίκο Άστον, αισθάνεται άσβεστο μίσος. Αποφασισμένος να αποτρέψει τη σχέση, ο Ενρίκο οργανώνει το γάμο της αδελφής του με τον Αρτούρο Μπάκλο. Την ώρα της τελετής καταφθάνει ο Εντγκάρντο, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση καταριέται την Λουτσία. Εκείνη χάνει τα λογικά της, στη συνέχεια φονεύει τον Αρτούρο και καταρρέει. Πληροφορούμενος το θάνατο της αγαπημένης του, ο Εντγκάρντο αυτοκτονεί.

Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, "ανορθόδοξη" και αμφιλεγόμενη παραγωγή της Κέιτι Μίτσελ, που συγχρηματοδοτήθηκε από τη Λυρική, πρωτοανέβηκε στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου στο Κόβεντ Γκάρντεν την άνοιξη του 2016 και είναι ήδη γνωστή στους φιλόμουσους –στην αρχική της εκδοχή– από την κυκλοφορία της σε DVD.
Όπως συνέβη στην Αγγλία, η προ επταετίας παρουσίασή της στην ΕΛΣ δεν άφησε αδιάφορο ούτε το ελληνικό κοινό, λόγω της αιχμηρής, σύγχρονης, βαθιά "φεμινιστικής" ματιάς της. Αντί μιας ιστορικά πιστής παρουσίασης ενός γοτθικού μελοδράματος, η επιλογή μεταφοράς της δράσης στο αστικό περιβάλλον της βικτωριανής εποχής (κατά την οποία γράφτηκε η όπερα), δηλαδή στην ατμόσφαιρα έργων όπως αυτά των αδελφών Μπροντέ, έδωσε την αφορμή στη Μίτσελ να εστιάσει στη θέση των καταπιεσμένων τότε γυναικών, ιδίως επειδή συνειδητοποίησε ότι –παρά την ισχυρή παρουσία της κεντρικής ηρωίδας– ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος και στο συγκεκριμένο έργο.

Τη συνοχή της αφήγησης, έστω και μέσα από μια "γυναικεία" οπτική, και την προσπάθεια ψυχολογικής εμβάθυνσης των χαρακτήρων, διευκολύνει, πέρα από την άρτια θεατρική καθοδήγηση, μια έξοχη οπτικοποίηση. Τα σκηνικά και κοστούμια της Βίκι Μόρτιμερ αναπαριστούν υποδειγματικά και καλαίσθητα την εικόνα και τις ατμόσφαιρες της εποχής, ενώ οι υποβλητικοί φωτισμοί διατηρούν την τόσο κρίσιμη για το συγκεκριμένο έργο μελαγχολική αχλή. Κομβική σημασία έχει η διχοτόμηση του σκηνικού χώρου, καθώς φέρνει σε συνεχή διάλογο/αντιπαράθεση το δημόσιο με το ιδιωτικό, τον κόσμο των ανδρών με εκείνον των γυναικών.
Η πρωταγωνίστρια σκιαγραφείται ως μια γυναίκα αποφασισμένη να αναλάβει δράση σ’ ένα πλαίσιο ερμητικών σχέσεων εξουσίας. Η εξέλιξη της ψυχολογίας της παρέχει τα κλειδιά για την κατανόηση της περίφημης σκηνής της τρέλας, έστω μέσω τολμηρών και συχνά βίαιων "επιλογών" (εγκυμοσύνη, φόνος, αποβολή, αυτοκτονία!) που ξένισαν, εύλογα, την πιο συντηρητική πτέρυγα του οπερατικού κοινού.

Η υψηλής αισθητικής παραγωγή θα δοθεί σε 9 παραστάσεις (6, 8, 10, 12, 23, 27 και 29 Απριλίου, 4 και 11 Μαΐου), σε αναβίωση σκηνοθεσίας από τον Ρόμπιν Τέμπατ και μουσική διεύθυνση του πολύπειρου Λουκά Καρυτινού, με διπλή διανομή καταξιωμένων Ελλήνων και ξένων μονωδών για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ως γνωστόν, οι φωνητικές απαιτήσεις του ρομαντικού μπελ-κάντο δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες από πλευράς ύφους, αισθητικής τραγουδιού, αλλά και δεξιοτεχνίας. Στη συγκεκριμένη όπερα, αυτό ισχύει κυρίως για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λουτσία, έναν από τους ομορφότερους και δυσκολότερους του ρεπερτορίου.
Αυτόν θα αναλάβει η πάντοτε αξιόπιστη κολορατούρα σοπράνο Βασιλική Καραγιάννη, με την εξαίρεση των δύο πρώτων παραστάσεων (6 και 8/4) όπου θα απολαύσουμε –για πρώτη φορά στην Ελλάδα και την ΕΛΣ– την Τζέσικα Πρατ. Η λαμπρή καριέρα της διάσημης Αυστραλής υψιφώνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη Λουτσία, ρόλο που έχει ερμηνεύσει σε 40 διαφορετικές παραγωγές και περισσότερες από 117 παραστάσεις ανά τον κόσμο! Για όσους είχαν την τύχη ν’ ακούσουν live την Πρατ, έχει μείνει αξέχαστη η απαστράπτουσα τεχνική της. Η ισχυρής έκτασης φωνή συνδυάζεται με μεγάλη γκάμα αποχρώσεων και μια απολύτως πλήρη δεξιοτεχνική παλέτα (διανθίσεις, τρίλιες, κλίμακες), που αυξάνουν την εκφραστικότητα του τραγουδιού και την πλαστικότητα διαμόρφωσης του μουσικού κειμένου.

Πλάι τους, στο ρόλο του Εντγκάρντο, εναλλάσσονται ο Ισπανός τενόρος Ισμαέλ Τζόρντι (6, 8 & 10/4) και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Τον Ενρίκο ενσαρκώνει ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, ενώ τον Ραϊμόντο ερμηνεύουν oι βαθύφωνοι Πέτρος Μαγουλάς και Τάσος Αποστόλου.