
Στο Νίκο Βασιλείου στράφηκαν οι προβολείς στο πρώτο δίμηνο της φετινής χρονιάς. Γνωστός ως ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών και των απαιτητικών ρεπερτορίων (όπως αυτό, στριφνό του 20ού αιώνα), ο αρχιμουσικός έδωσε πρόσφατα δείγματα της ευελιξίας και των πολλών ικανοτήτων του σε τρία εντελώς διαφορετικά προγράμματα σε ισάριθμους βασικούς μουσικούς μας θεσμούς!
Στις 19/2 ο Βασιλείου πρότεινε και διηύθυνε στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Αθηνών "Ολύμπια" ένα θαυμάσιο πρόγραμμα σύζευξης μουσικής και λόγου με τίτλο "Τραγικές ηρωίδες", με τη συμμετοχή μιας ηθοποιού, τριών μονωδών, της Συμφωνικής Ορχήστρας και της γυναικείας Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων. Επρόκειτο στην ουσία για μια ιδιαίτερη μουσικοθεατρική βραδιά, που εστίασε στην "αφήγηση" από εμβληματικές και τραγικές γυναικείες μορφές της μυθολογίας των ιστοριών και παθών τους.
Αρχικά ακούσθηκαν εκτενή αποσπάσματα του μονολόγου της Κλυταιμνήστρας από τη συλλογή "Φωτιές" της Γιουρσενάρ. Με αισθαντικότητα και καθαρή άρθρωση η ηθοποιός Μάρθα Τομπουλίδου έδωσε πειστικά τη δική της οπτική και επιχειρηματολογία στην απολογία της στο δικαστήριο για το φόνο του Αγαμέμνονα. Την εσωτερική σύγκρουση και τον ψυχικό καταναγκασμό που βίωσε η βασίλισσα επέτεινε κατά τόπους, ως μουσική υπόκρουση, η σύντομη, μινιμαλιστική σύνθεση του Περτ "Αυτές οι λέξεις" για ορχήστρα εγχόρδων και κρουστά. Ο τίτλος της παρέπεμπε στα λόγια μιας άλλης βασίλισσας, της Γερτρούδης (από τον σαιξπηρικό "Άμλετ"), η οποία έπαιξε -όπως και η Κλυταιμνήστρα- εξίσου μοιραίο ρόλο στη δολοφονία του συζύγου της…
Ακολούθησαν τρία ερεθιστικά και σπάνια ακουόμενα έργα για φωνή και ορχήστρα ρομαντικών συνθετών, που χάρισαν ευκαιρία απόλαυσης διαφορετικών προσεγγίσεων (κυρίως προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα) του συγκεκριμένου ιδιώματος. Στο πιο σύγχρονο από αυτά, τη γραμμένη το 1975 καντάτα "Φαίδρα" για μεσόφωνο, έγχορδα, κρουστά και τσέμπαλο του Μπρίττεν, η προσεγμένη ενορχήστρωση δεν μπόρεσε να γίνει ευκρινέστερα αντιληπτή λόγω της στεγνής ακουστικής του θεάτρου, ενώ στοίχισε και η μη χρήση του προβλεπόμενου τσέμπαλου. Χωρίς να διαθέτει το τίμπρο κοντράλτο που θα απογείωνε την απαιτητική φωνητική γραφή, η μεσόφωνος Έλενα Μαραγκού απέδωσε το έργο με ακόμη μεγαλύτερη άνεση και σκηνική κομψότητα από ό,τι πριν ενάμιση χρόνο (υπό τη συνοδεία της "Φιλαρμόνιας" και του Γιώργου Ζιάβρα στην ωσαύτως απρόσφορη "Αίθουσα Ι. Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών). Η αίσθηση του ύφους και η κατανόηση του λόγου τής επέτρεψαν να υπογραμμίσει με αξιοπρόσεκτη γλαφυρότητα τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και το αδιέξοδο της Φαίδρας που βίωσε ένα παράφορο ερωτικό πάθος για τον Ιππόλυτο, γιο του συζύγου της Θησέα.

Το σαγηνευτικά σκούρο ηχόχρωμα της μεσοφώνου Μαρίας Κατσούρα υπήρξε, αντιθέτως, ιδανικό για τον "Θρήνο της Εκάβης" που έγραψε το 1911 ο Χολστ για κοντράλτο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, βασιζόμενος σε αγγλική μετάφραση των "Τρωάδων" του Ευριπίδη. Όμως, παρά την ένταση του τραγουδιού τόσο της σολίστ όσο και της γυναικείας Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων, η θολή άρθρωση της αγγλικής γλώσσας δεν επέτρεψε τη νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου.
Σχεδόν σύγχρονος του έργου του Χολστ υπήρξε και ο λυρικός μονόλογος "Πενθεσίλεια" για σοπράνο και ορχήστρα του Συμανόφσκι, μολονότι έμεινε στην αφάνεια περίπου για άλλες επτά δεκαετίες! Το ολιγόλεπτο έργο, που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της ηρωίδας/βασίλισσας των Αμαζόνων κατά τον Τρωικό πόλεμο και απευθύνεται στον Αχιλλέα που την τραυμάτισε θανάσιμα, εντυπωσιάζει για την πλούσια ρομαντική ενορχήστρωση με εμφανείς αναφορές και οφειλές στον Ρίχαρντ Στράους και τον Βάγκνερ, που απέδωσαν άρτια ορχήστρα και αρχιμουσικός. Άκρως εντυπωσιακό, ορθοτονικά ανεπίληπτο και γεμάτο αποχρώσεις και ευαισθησία, υπήρξε το τραγούδι -στα πολωνικά!- της υψιφώνου Φανής Αντωνέλου, που δύσκολα θα συνέδεε κανείς εκ πρώτης όψεως με ένα τέτοιο ρεπερτόριο.
Την ιμπρεσιονιστική νότα της βραδιάς και την ευκαιρία να διακριθούν τα ξύλινα της ΣΟΔΑ (ιδίως τα πρώτα φλάουτο και κλαρινέτο) χάρισε στη συνέχεια το τρίτο μέρος ("Η προσμονή της Μήδειας") από την ορχηστρική σουίτα "Μήδεια" που άντλησε ο ντ’Εντύ από τη σκηνική μουσική που έγραψε το 1898 για το ομώνυμο έργο του Μεντές.
Το πρωτότυπο, ενδιαφέρον και άκρως συνεκτικό πρόγραμμα έκλεισε ιδανικά με το φινάλε της τρίτης από τις τέσσερις πράξεις της λυρικής τραγωδίας "Δηιάνειρα" του Σαιν-Σανς, που πρωτοπαρουσιάσθηκε το 1911 και αφηγείται την ιστορία της γυναίκας, η οποία ευθύνεται για το τραγικό τέλος του μεγαλύτερου ήρωα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, του Ηρακλή. Μία έξυπνη και "ψαγμένη" επιλογή, που επέτρεψε -μεταξύ άλλων- να συμπράξουν επί σκηνής και οι τρεις μονωδοί, η Μαραγκού (ως Δηιάνειρα) και οι Κατσούρα και Αντωνέλου (ως Φοινίκη και Ιόλη αντίστοιχα).

Κατά την ίδια ουσιαστικά χρονική περίοδο ο Νίκος Βασιλείου υπήρξε ένας εκ των πρωταγωνιστών και της νέας παραγωγής της δημοφιλούς οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη "Θέλω να δω τον Πάπα!" στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (31/1 έως 16/2). Αυτή προτάθηκε ακριβώς μια δεκαετία μετά το σκηνικό ανέβασμα του έργου από τη Λυρική στα "Ολύμπια", το οποίο ακολούθησε την πρώτη -μετά το 1946!- σύγχρονη παρουσίασή του "κοντσερτάντε", συνοδεία πιάνου και με αρκετές περικοπές, ένα χρόνο νωρίτερα, στο Φουαγιέ του θεάτρου, στα πλαίσια των πολύτιμων κυριακάτικων απογευματινών εκδηλώσεων που επιμελείτο τότε ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, πρώην διευθυντής και νυν υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής.
Η νέα παραγωγή ευτύχησε από κάθε άποψη, πρωτίστως γιατί συνδύασε γόνιμα, χωρίς να εκπέσει στο κιτς, νοσταλγία και ευπρέπεια με χιούμορ και χαμόγελο, θυμίζοντας ότι η οπερέτα υπήρξε μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του ‘60 στενά συνδεδεμένη με τη διασκέδαση της εγχώριας αστικής τάξης. Λίγους μόλις μήνες μετά από μία καλαίσθητη ημι-σκηνική παρουσίαση του μπετοβενικού "Φιντέλιο" (στην ελληνική γλώσσα) στο θέατρο "Ολύμπια", η Νατάσα Τριανταφύλλη υπέγραψε ακόμη ένα λιτό, πλην έξυπνο και απολύτως λειτουργικό ανέβασμα της δημοφιλούς οπερέτας, αξιοποιώντας το ευέλικτο σκηνικό της Τίνας Τζόκα (που κινήθηκε από την αρχική παραδοσιακή, εξωστρεφή και ανάλαφρη όψη ενός αρθρωτού παβιγιόν προς ένα σύμπαν περισσότερο ανθρώπινο και οικείο), κυρίως όμως μια ουσιαστική θεατρική διδασκαλία, τόσο κομβική για ένα έργο του οποίου η πρόζα καλύπτει σχεδόν τα 2/3 (!). Ως γνωστόν, το λιμπρέτο του συνθέτη βασίσθηκε σε δημοφιλή φάρσα του Ενεκέν που σχολιάζει καυστικά την επισφαλή αστική οικογενειακή ευτυχία. Τον ρυθμό της παράστασης διασφάλιζε συνεχώς το κέφι και το καλό δέσιμο μεταξύ της ομάδας των έμπειρων μονάδων, όπως και η φροντισμένη κινησιολογία (Δήμητρα Μητροπούλου).
Μεγάλη ικανοποίηση άφησε η παράσταση και στο μουσικό επίπεδο. Αφενός λόγω της άρτιας απόδοσης από ένα ολιγομελές ορχηστρικό σύνολο υπό την ανάλαφρη και ρυθμομελωδικά ακριβή μουσική διεύθυνση του Βασιλείου (που συνέπραξε και …στο σύντομο ρόλο του ενωμοτάρχη) της έξοχα επιμελημένης από τον μουσικολόγο Γιάννη Μπελώνη παρτιτούρας, που επέτρεψε να γίνει για ακόμα μία φορά ορατό το γόνιμο και ευφάνταστο πάντρεμα αρκετών και διαφορετικών μουσικών ειδών από τον Σακελλαρίδη.
Αφετέρου λόγω της ιδιαίτερης ευχαρίστησης από το τραγούδι μιας ισορροπημένης διανομής, η οποία διέθετε ένα πολύ καλό -και επιτέλους νεανικό!- πρωταγωνιστικό ζευγάρι που έφερε αβίαστα σε πέρας τις περισσότερες μουσικές σελίδες (ντουέτα, άριες/τραγούδια) του έργου. Ο τενόρος Νικόλας Μαραζιώτης υπήρξε ένας υποκριτικά και φωνητικά φερέγγυος Ανδριανός, ενώ στο ρόλο της Άννας εντυπωσίασε η υψίφωνος Χρύσα Μαλιαμάνη, όχι μόνο για την ικανότητα ανταπόκρισης στις κωμικές απαιτήσεις του συγκεκριμένου ρεπερτορίου όσο και κυρίως για την πολύ μεγάλη φροντίδα και σε βάθος λεπτομέρειας επεξεργασμένη απόδοση της βασικής της άριας (την οποία κάθε θεατής σιγοτραγουδά και μετά το τέλος της παράστασης).
Έτερο πόλο του ακροάματος αποτέλεσε η όσο έπρεπε σπιρτόζα Ρίτα της μεσοφώνου Μαρισίας Παπαλεξίου, ενώ στους ρόλους όπου κυριαρχούσε η πρόζα ευχαρίστησαν τόσο το ζεύγος του κυρίου και της κυρίας Λατρούδη που σκιαγράφησαν με κωμική φλέβα και ευπρόσδεκτο μέτρο ο βαρύτονος Βαγγέλης Μανιάτης και η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου (έστω και ταλαιπωρημένη από κρυολόγημα στην παράσταση της 15/2 που παρακολουθήσαμε), όσο και ο χαρακτήρας του Βαρονά, που ενσάρκωσε με μεγάλη άνεση και καθαρή εκφορά του λόγου ο τενόρος Δημήτρης Σιγαλός. Τέλος, ο ηθοποιός Αντώνης Κυριακάκης απέδωσε πειστικά και με καλή αίσθηση του ρυθμού τον καρατερίστικο ρόλο του Δημοσθένη, που ανέλαβε στη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση -ελέω και της παρεμβολής κάποιων σύντομων σύγχρονων κειμένων "ανασχολιασμού" των δρώμενων- και ρόλο agent provocateur.
Μία ευθύβολη και απολαυστική δουλειά, η οποία ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει έναυσμα για την πιο συστηματική επαναφορά της οπερέτας στην ΕΛΣ και ειδικά στην Εναλλακτική Σκηνή της! Ας μην ξεχνάμε ότι το συγκεκριμένο είδος αποτελεί ιδανική ευκαιρία για να αναδειχθούν οι ικανότητες και το μουσικοθεατρικό ταλέντο νέων τραγουδιστών, που -δυστυχώς- έχουν ελάχιστες ευκαιρίες να δοκιμασθούν και αξιοποιηθούν στο πλαίσιο του -ούτως ή άλλως- μικρού αριθμού λυρικών παραστάσεων στη χώρα μας…

Πολύ περισσότερο διαφωτιστική ως προς τις ικανότητες του Βασιλείου ως αρχιμουσικού υπήρξε η μουσική του διεύθυνση στην πρώτη τακτική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για το 2025, που δόθηκε (10/1) σε μια κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με αφορμή τη φετινή επέτειο 50 χρόνων από το θάνατο του Σοστακόβιτς και αυτήν -…οριακά περσινή!- 90 χρόνων από την γέννηση του Σνίτκε. Και τούτο γιατί το ομοιογενές και λίαν απαιτητικό πρόγραμμα παρουσιάσθηκε σε ένα χώρο εξαίσιας ακουστικής από ένα σύνολο δεδομένης υψηλής ποιότητας.
Τη βραδιά άνοιξε το υποβλητικό "Κοντσέρτο για βιόλα" του γερμανοεβραϊκής καταγωγής Σοβιετικού Σνίτκε, στο οποίο απολαύσαμε μετά από πολύ καιρό ως σολίστ τον εξαιρετικό Ηλία Σδούκο, κορυφαίο βιολίστα της Ορχήστρας της ΕΛΣ. Ο ωραίος, ζεστός, ορθοτονικά άψογος ήχος της βιόλας του επέτρεψε να μεταδοθεί ο λυρισμός και η ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση της μουσικής, ιδίως στα ακραία αργά, ελεγειακά μέρη, ενώ η εξαιρετικά πλαστική φραστική και η προβολή λεπτομερειών συνέβαλαν στην κατανόηση του περίτεχνου, συχνά εγκεφαλικού μουσικού συντακτικού, ιδίως στο ενδιάμεσο allegro molto, ενδεικτικό του "πολυστυλιστικού" ιδιώματος του Σνίτκε. Κυρίως, όμως, θαύμασε κανείς ένα παίξιμο με σαφείς αφηγηματικές αρετές, τόσο κρίσιμες για τη δικαίωση του σκοτεινού έργου, που ανταποκρίθηκε, πάντως, με άνεση και στον ιδιότυπο διάλογο με μια καλά προετοιμασμένη -και, όταν έπρεπε, σβέλτων ανακλαστικών- ορχήστρα, και δη άλλοτε με τα -χωρίς βιολιά!- έγχορδα, άλλοτε με διάφορα πνευστά (όπως πχ. τα τρομπόνια με σουρντίνα) ή ακόμη με το θαυμάσιο πιάνο του Γουβέλη.
Στη συνέχεια ακούσθηκε μία από τις τελευταίες δημιουργίες του Σοστακόβιτς, τα "6 ποιήματα σε ποίηση της Μαρίνας Τσβετάγιεβα" στην εκδοχή για κοντράλτο και ορχήστρα δωματίου (20 έγχορδα, από δύο ζεύγη φλάουτων, φαγκότων, κόρνων και κρουστών, και τσελέστα). Η ακριβής, συναισθηματικά νηφάλια διεύθυνση του Βασιλείου και η πολύ καλή απόδοση των μουσικών της ΚΟΑ φώτισαν έξοχα την προσεγμένη ενορχήστρωση, μολονότι τα τέμπι υπήρξαν πολύ αργά, ίσως για να διευκολυνθεί το τραγούδι της σολίστ Μαρίας Κατσούρα. Το πλούσιο, αλλά κάπως "βαρύ" τίμπρο της (μεσοφώνου πλέον) με τη θερμή χαμηλή περιοχή και η ιδιωματική άρθρωση επέτρεψαν να αναδειχθούν με επάρκεια αλλά και μια κάποια ομοιομορφία οι διαφορετικές διαθέσεις των έξι κομματιών.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με την απολαυστική σουίτα "Γκόγκολ" που διαμόρφωσε ο διάσημος αρχιμουσικός Γκενάντι Ραζντιέστβενσκυ με θέματα από τη σκηνική μουσική που έγραψε ο Σνίτκε για τη -βασισμένη σε έργα του Γκόγκολ- θεατρική παραγωγή "Λίστα επιθεώρησης" του σκηνοθέτη Γιούρι Λιουμπίμοφ. Λαμπρό δείγμα της πολυστυλιστικής γραφής του συνθέτη, με τις συνήθεις, ποικίλες παραπομπές σε ετερόκλητες μουσικές πηγές και εξαιρετικά ευφάνταστη -και ευφυή- ενορχήστρωση (που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, προετοιμασμένο πιάνο, τσέμπαλο, κόντρα-φαγκότο, τούμπα, γκλόκενσπηλ, flexatone!), το έργο απαιτεί νεύρο, σβελτάδα και λαμπρές σολιστικές συνεισφορές. Η εκτέλεση υπήρξε καταφανώς δουλεμένη διεξοδικά, υφολογικά συνεπής και διέθετε το αναγκαίο χιούμορ και ειρωνεία, ώστε να δικαιώσει τον πνευματώδη, στα όρια του γκροτέσκου -όσο και ιδιότυπα νοσταλγικό- τρόπο σάτιρας δια μουσικής χαρακτήρων και καταστάσεων. Ενίοτε, πάντως, ηχούσε αρκετά αναλυτική και εκ του ασφαλούς, χωρίς τις διακινδυνεύσεις σε ταχύτητες και τις περισσότερες αιχμές που θα προσέθεταν μεγαλύτερη γλαφυρότητα και κυρίως θεατρικότητα στην αφήγηση. Η πιο συστηματική τριβή της ΚΟΑ με το συμφωνικό έργο πχ. του Σοστακόβιτς θα επέτρεπε την ταχύτατη βελτίωση και σ’αυτό το επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, μία από κάθε άποψη ευπρόσδεκτη και επιτυχημένη συναυλία!
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Υπό τη συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων και του Νίκου Βασιλείου, η μεσόφωνοι Έλενα Μαραγκού (πρώτη από δεξιά) και Μαρία Κατσούρα και η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου (πρώτη από αριστερά) ερμηνεύουν το φινάλε της τρίτης πράξης της όπερας "Δηιάνειρα" του Σαιν-Σανς, με το οποίο ολοκληρώθηκε η μουσικοθεατρική βραδιά "Τραγικές ηρωίδες" στο θέατρο "Ολύμπια" (19/2) © Γιώργος Σακελλαρίου