Για τους θαυμάσιους σολίστ και τις υψηλές πτήσεις στο τόσο προσφιλές της ρομαντικό ρεπερτόριο ξεχώρισαν οι δύο πρώτες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών τη νέα καλλιτεχνική περίοδο. Το πολυπληθές κοινό που συνέρρευσε στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" βρέθηκε, πάντως, αντιμέτωπο και με μία …πρωτοτυπία, και όχι μόνο σε ελληνικό επίπεδο: την επί σκηνής (!) παρουσία 4 οθονών, οι οποίες προκάλεσαν -όπως ήταν αυτονόητο- απορίες και τροφή για προβληματισμό.
Στις 18/10, η ΚΟΑ υποδέχθηκε στην εναρκτήρια συναυλία της υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή Λουκά Καρυτινό μία πολυαγαπημένη πιανίστα, τη -γεννημένη στη Γεωργία και κάτοικο πλέον Βιέννης- Ρωσοαυστριακή Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, η οποία ερμήνευσε το 3ο Κοντσέρτο του Μπετόβεν μεταξύ δύο χαρακτηριστικών συνθέσεων του ρομαντισμού.
Η βραδιά άνοιξε με μια γεμάτη ενέργεια ανάγνωση της εισαγωγής στην όπερα "Όμπερον" του Βέμπερ. Η μεγάλη οπερατική εμπειρία του αρχιμουσικού εξασφάλισε τον τόσο αναγκαίο εδώ παλμό, ενώ την αφήγηση χρωμάτισαν μεμονωμένα καλλιεπή σόλι των πνευστών, όπως το κόρνο του Σαλβάνου ή το κλαρινέτο του Κώστα Τζέκου. Πάντως, παρά την ευπρόσδεκτη διαύγεια των υπό την Κ. Χατζηνικολάου εγχόρδων, στις κορυφώσεις οι παρεμβάσεις των χάλκινων "μπούκωναν" τον ήχο της μεγάλης ορχήστρας.
Η πυκνή ηχητική εικόνα του πλήρους ανάπτυξης συνόλου έγινε αισθητή και στην ερμηνεία του 3ου Κοντσέρτου για πιάνο του Μπετόβεν, αντιπροσωπευτικού έργου του κλασικισμού, που ακολούθησε. Την πολύ ορμητική ορχηστρική εισαγωγή στο εναρκτήριο allegro con brio διείπε μια μάλλον ρομαντική οπτική, στην οποία δεν είχε κανένα πρόβλημα να "ενταχθεί" ο μεγάλος ήχος της Λεόνσκαγια, συμβάλλοντας σ’ένα διάλογο γεμάτο ένταση, που κατά τόπους άμβλυναν οι ποιητικές συνεισφορές των ξύλινων πνευστών, όπως το κλαρινέτο του Τζέκου ή το όμποε του Γιάννη Οικονόμου. Αποκορύφωμα υπήρξε μια στιβαρή καντέντσα που οδήγησε το α’ μέρος σ’ένα μαγικό φινάλε.
Στο ενδιάμεσο largo θαύμασε κανείς τη γνωστή θέρμη, εκφραστικότητα και συναισθηματική αμεσότητα του παιξίματος της Λεόνσκαγια. Η υποδειγματική φραστική της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από την προσεγμένη, μαλακή ορχηστρική συνοδεία και τις ωραίες στιχομυθίες με τα ξύλινα (το φλάουτο της Πιλαφτσή, το φαγκότο του Αλέξανδρου Οικονόμου). Πιο απρόσμενα εκτυλίχθηκε το καταληκτικό rondo-allegro, λόγω των σχετικά αργών τέμπι, καθώς η ευπρόσδεκτη προβολή πολλών λεπτομερειών και αποχρώσεων της γραφής απέβη κάπως σε βάρος του αναγκαίου σφρίγους της αφήγησης. Και αν το παίξιμο της σπουδαίας 79χρονης σολίστ διέθετε αρκετά αποθέματα κινητικότητας και καλό έλεγχο των δυναμικών, η εξίσου κρίσιμη εδώ χάρη παρέμεινε ζητούμενο…
Η ενθουσιώδης υποδοχή του κοινού ανταμείφθηκε με το τρυφερό andante από την 16η Σονάτα για πιάνο του Μότσαρτ, την επονομαζόμενη "Sonata facile" ("για αρχαρίους").
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με την 1η Συμφωνία του Σούμαν, την επονομαζόμενη "της Άνοιξης", έργο γνωστό στην ΚΟΑ, που έχει αναμετρηθεί μ’αυτό αρκετές φορές κατά την τελευταία δεκαετία. Σ'αυτόν τον ύμνο στην αναγέννηση της φύσης (και εμμέσως στη σημασία της ελπίδας στην ανθρώπινη ζωή) διακρίνονται οι ενορχηστρωτικές πρωτοτυπίες και οι εναλλαγές ύφους μιας πρώιμα ρομαντικής γραφής.
Βασιζόμενη σε εξαιρετικά γρήγορες ταχύτητες, που έφερναν συχνά την ορχήστρα -και δη τα έγχορδα- στα όριά τους, ειδικά στα γρήγορα μέρη (το δεύτερο μισό του πρώτου μέρους και το φινάλε), η ερμηνεία που διέπλασε ο Καρυτινός έσφυζε από ζωντάνια και ωστικό παλμό. Η προσέγγιση με την ίδια σβελτάδα και του -σχετικά αργού- larghetto διασφάλισε, πάντως, ωραία και σφιχτή ροή της μουσικής αφήγησης, που διάνθισε το εξαιρετικό κουαρτέτο των κορυφαίων των ξύλινων. Τα ξύλινα (ειδικά τα όμποε των Γιάννη Οικονόμου και Παντελίδου) έλαμψαν και στο χαρακτηριστικής δροσιάς σκέρτσο, όπου μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπισαν τα υπό τον Σαλβάνο κόρνα.
Σε γενικές γραμμές, παρά την καλά οργανωμένη εκτύλιξη των συμφωνικών θεμάτων και τη ρυθμική ακρίβεια, παρά την ευπρόσδεκτη ευφορία της εκτέλεσης, τις εντυπώσεις σκίασε η προβληματική "ενσωμάτωση" του ήχου των χάλκινων με αυτόν της ορχήστρας, ενώ και η υπέρμετρη τραχύτητα στα τύμπανα (Δεσύλλας) αλλοίωνε ενίοτε τις ισορροπίες των διαθέσεων της παρτιτούρας.
Πολύ επιτυχέστερη συνολικά πρόβαλε η επόμενη τακτική συναυλία της ΚΟΑ στις 8/11 υπό τον Λιονέλ Μπρενγκιέ. Ήταν η δεύτερη φορά που ο καταξιωμένος Γάλλος αρχιμουσικός (ο οποίος δεν έχει επιβεβαιώσει διεθνώς τις μεγάλες προσδοκίες που τον συνόδευαν στο ξεκίνημα της καριέρας του) διηύθυνε το αθηναϊκό σύνολο, μετά από μια συναυλία τον Ιούλιο του 2022 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Είναι γνωστό ότι οι επιδόσεις της ΚΟΑ ποικίλλουν ανάλογα με τους αρχιμουσικούς που την διευθύνουν. Στην περίπτωση του -ίσως όχι ιδιαίτερα "χαρισματικού" στο πόντιουμ- Μπρενγκιέ, η χαλαρότητα και ηρεμία της μπαγκέτας του εκμαίευσε το καλύτερο δυνατό από τους μουσικούς και μάλιστα σ’ένα απατηλά "βατό" πρόγραμμα.
Έτσι, λίγοι ίσως πίστευαν ότι θα άκουγαν μιαν ερμηνεία αναφοράς του πανέμορφου "Κοντσέρτου για βιολί" του Μπρίττεν, 8 χρόνια μετά τη συναρπαστική του απόδοση στην ίδια αίθουσα από την Τιάνγουα Γιανγκ. Και θα ήταν άδικο να γίνονται συγκρίσεις μεταξύ της εκλεκτής Κινέζας σολίστ (που θα ήταν ευχής έργο να ξανακούγαμε σε συναυλία της ΚΟΑ) και του διακεκριμένου Θεσσαλονικιού βιολιστή Ανδρέα Παπανικολάου.
Κι όμως! Όχι μόνο η ερμηνεία του δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από (δεξιο)τεχνικής και εκφραστικής πλευράς σε σχέση με αυτήν της Γιανγκ, αλλά έτυχε και μιας εξαιρετικής συνοδείας από την ΚΟΑ, που είναι πλέον μια πληρέστερη ορχήστρα.
Από το εναρκτήριο moderato con moto έγιναν ορατές τόσο η στέρεη ορθοτονία, η προσεγμένη φραστική και οι αποχρώσεις δυναμικής του σολίστα, όσο και η εξαιρετική στάθμιση των ισορροπιών του ήχου του με αυτόν της ορχήστρας, που οφειλόταν εν πολλοίς στην αξιοποίηση του εξαιρετικά μαλακού και εστιασμένου ήχου των υπό τον Γραμματικόπουλο εγχόρδων. Ο λυρισμός της ορχηστρικής συνοδοιπορίας συνέβαλε καθοριστικά στο να δικαιωθούν στο έπακρο το μυστήριο και η νυχτερινή ατμόσφαιρα του α’ μέρους.
Με μεγάλη πλαστικότητα έγινε το πέρασμα στο δαιμονικό κεντρικό σκέρτσο. Με πιο γωνιώδη άρθρωση ο Παπανικολάου επέδειξε και τις δεξιοτεχνικές του αρετές (ειδικά σε μια διεξοδικά επεξεργασμένη καντέντσα) και την ικανότητα αντιπαράθεσης με μια ορχήστρα με σβέλτα αντανακλαστικά (θαυμάσια τα πίκκολι των Ραμού και Γιάρκε). Ο Μπρενγκιέ μερίμνησε ώστε η κλιμάκωση της ορχηστρικής έντασης να γίνεται χωρίς υπερβολές, αυξάνοντας την εκφραστικότητα της ερμηνείας.
Στην τόσο απαιτητική καταληκτική Πασσακάλια προκάλεσε θαυμασμό η ώσμωση του ήχου των χάλκινων (των κόρνων υπό τον Σίσκο, των τρομπετών υπό τον Καραμπέτσο, τον τρομπονιών υπό τον Αυγερινό ή ακόμη της τούμπας του Ραράκου) στον ορχηστρικό ήχο αλλά και ο μεγάλος έλεγχος των κορυφώσεων. O τονισμός με νηφαλιότητα και ευγένεια συναισθήματος της στοχαστικής διάθεσης της γραφής στο συγκινητικό andante lento ολοκλήρωσε μιαν από κάθε άποψη ανεπίληπτη εκτέλεση μιας από τις ωραιότερες συνθέσεις για βιολί και ορχήστρα του 20ού αιώνα!
Εκτός προγράμματος, ο Παπανικολάου προσέφερε την "Γκαβότα σε ροντό" από την 3η Παρτίτα για σόλο βιολί του Γ.Σ. Μπαχ.
Χωρίς να φθάσει στο ίδιο, υψηλότατο επίπεδο, εξίσου ευχαρίστησε, μετά το διάλειμμα, και η ερμηνεία της 2ης Συμφωνίας του Μπραμς, της αποκαλούμενης και "Ποιμενικής" συμφωνίας του μεγάλου Γερμανού ρομαντικού συνθέτη. Το πολύ γνωστό στην ΚΟΑ έργο σπάνια έχει αποδοθεί με τέτοια επάρκεια, ίσως γιατί παλιότερα τα έγχορδα του συνόλου δεν μπορούσαν να νοηματοδοτήσουν τη μελωδικότητα και τον πηγαίο λυρισμό του.
Η συγκεκριμένη συμφωνία διαθέτει, βέβαια, μιαν αρκετά ανήσυχη δραματουργία, που ο Μπρενγκέ ανέδειξε με ρευστές ταχύτητες και γλαφυρότητα αφήγησης, αξιοποιώντας τη θαυμάσια φόρμα του συνόλου: το μεγάλης ηχητικής διαφάνειας, εκφραστικό και συντονισμένο παίξιμο των εγχόρδων με ξεχωριστή μνεία στα -υπό τον Τιμ. Γαβριηλίδη-Πέτριν- βιολοντσέλα, τις μοναδικής ομορφιάς παρεμβάσεις των κορυφαίων των ξύλινων (Πιλαφτσή, Βάμβας, Μουρίκης, Αλέξ. Οικονόμου) που δεν χρωμάτιζαν απλώς, αλλά εκτύλισσαν συνεχώς τη συμφωνική αφήγηση, την καλλιέπεια των χάλκινων, με προεξάρχοντα τα κόρνα υπό τον Σίσκο, που κυριολεκτικά "κέντησε" στις σολιστικές του παρεμβάσεις!
Η προσεγμένη ανάδειξη της ενορχήστρωσης μέσω της πεντακάθαρης προβολής της αντιστικτικής γραφής (πχ. στο μορφολογικά και αρμονικά δύσκολο adagio non troppo) φώτισε το περίτεχνο μουσικό συντακτικό (έστω με μικροολισθήματα και απώλεια ειρμού στο φινάλε), ενώ η πλαστικότατη φραστική επέτρεψε την "οργανική" και σε βάθος λεπτομέρειας ανάγνωση της παρτιτούρας, χωρίς εκπτώσεις στη συνολική της εποπτεία.
Μολονότι ο 38χρονος Γάλλος αρχιμουσικός παρέβλεψε κάπως τις νησίδες φθινοπωρινής μελαγχολίας του έργου, εστιάζοντας στην ανάδειξη της λυρικής, φωτεινής και αισιόδοξης διάστασής του, θα ήταν άδικο να παραβλεφθεί η συναισθηματική θέρμη της εκτέλεσης, που έτυχε -δίκαια- της έντονης επιδοκιμασίας του κοινού…
Και αυτή η συναυλία διεξήχθη με την παρουσία 4 γιγαντιαίων οθονών επί σκηνής, δύο τοποθετημένων -εκ δεξιών και εξ ευωνύμων- στο επίπεδο της ορχήστρας και δύο αντίστοιχα αλλά ψηλότερα τοποθετημένων, στο επίπεδο του εκκλησιαστικού οργάνου. Αντίθετα από την εναρκτήρια συναυλία (όπου επί σκηνής βρέθηκαν και 6 κάμεραμεν, βιντεοσκοπώντας ζωντανά), στη δεύτερη οι λήψεις έγιναν από δύο πλάγια θεωρεία, με πιο παραδοσιακό τρόπο.
Δεν είναι κατανοητό σε τι εξυπηρετεί η συγκεκριμένη επιλογή της διεύθυνσης της ΚΟΑ. Αν πρόθεση είναι η "διευκόλυνση" της παρακολούθησης, τότε παραβλέπεται το ότι μία συμφωνική συναυλία αποτελεί ένα ζωντανό παραστατικό γεγονός, που βασίζεται πρωτίστως στην ακρόαση και δευτερευόντως στη θέαση. Η πρόσληψη της μουσικής γίνεται με το αυτί, όχι -και- με το μάτι. Εξάλλου, είναι εξαιρετικά κουραστικό για κάθε φιλόμουσο να προσπαθεί να συντονίζει οπτικά την live παρακολούθηση σολίστ και ορχήστρας με την παρακολούθηση άλλων -ενδιαφερόντων ή ενδεχομένως άσχετων- στιγμιοτύπων (όπως π.χ. λεπτομερειών του προσώπου ή των χεριών του σολίστ ή εικόνες μουσικών και αρχιμουσικού), κάτι που εν τέλει υπονομεύει την ουσία και της δικής του "παρουσίας" και -ιδιότυπα ζωντανής- "συμμετοχής" στο συναυλιακό γεγονός. Το αυτό ισχύει και για τους ακροατές των θεωρείων πάνω και πίσω από την ορχήστρα, καθώς η όποια "διευκόλυνση" π.χ. στα κοντσέρτα μεταλλάσσεται στη μηχανική παρακολούθηση ενός "μαγνητοσκοπούμενου" γεγονότος!
Η σημερινή ΚΟΑ είναι μια πολύ αξιόπιστη, ευρωπαϊκού επιπέδου ορχήστρα, οι συναυλίες της οποίας αξίζει να βιντεοσκοπούνται και να προβάλλονται (π.χ. στο κανάλι της στο YouTube). Η επί σκηνής παρουσία οθονών, όμως, που αποτελεί και διεθνή -απ’όσο γνωρίζουμε- πρωτοτυπία, πρέπει να σταματήσει πάραυτα. Ας μας επιτραπεί να αντιστρέψουμε τη ρήση του Ταλλεϋράνδου: "Αυτό δεν είναι λάθος, είναι έγκλημα!".
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια ερμηνεύει το 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν, συνοδευόμενη από την ΚΟΑ υπό τον Λουκά Καρυτινό ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 18/10) © Μαργαρίτα Νικητάκη