Με δύο πολύ καλές συναυλίες ευρωπαϊκών ορχηστρών, της Βασιλικής Φιλαρμονικής του Λονδίνου υπό τον Βασίλυ Πετρένκο και της "Ουτοπίας" υπό τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ξεκίνησε δυναμικά η φετινή καλλιτεχνική περίοδος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αμφότερες γέμισαν ασφυκτικά τη μεγάλη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" και υπήρξαν υψηλότατου επιπέδου, ανεξαρτήτως της εντελώς διαφορετικής "εικόνας" ορχηστρών και αρχιμουσικών.
Τόσο ο 48χρονος Β. Πετρένκο όσο και ο 52χρονος Κουρεντζής μαθήτευσαν με τον θρυλικό Ίλια Μούζιν στην Αγία Πετρούπολη και αποτελούν επιφανείς εκπροσώπους της νεώτερης γενιάς της ρωσικής σχολής διεύθυνσης ορχήστρας. Οι ομοιότητές τους, πάντως, σταματούν εκεί στο βαθμό που αφενός ο Πετρένκο έχει κάνει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στη Δύση, ενώ ο Κουρεντζής ξεκίνησε από και ανελίχθηκε στη Ρωσία (προτού κατακτήσει ένα σημαντικό μέρος της Κεντρικής Ευρώπης), αφετέρου το στυλ διεύθυνσής τους δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό. Αυτό του Πετρένκο, ακριβές και πιο παραδοσιακό, προσομοιάζει πολύ με αυτό του περίφημου Κοντράσιν, ενώ αυτό του Κουρεντζή, θυελλώδες και πιο ιδιοσυγκρασιακό, προσομοιάζει -χωρίς να αντιγράφει- αυτό του σπουδαίου Σβετλάνοφ. Έτερη διαφορά και παράδοξο: από την καλλιτεχνική διεύθυνση της ορχήστρας του …Σβετλάνοφ παραιτήθηκε προ διετίας ο Β. Πετρένκο, εκφράζοντας ρητά τη διαφωνία του για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ ο -και κάτοχος ρωσικού διαβατηρίου- Κουρεντζής, λόγω της αρνήσεώς του να καταδικάσει δημόσια την πολιτική του Πούτιν, βίωσε τον ουσιαστικό εξοστρακισμό των ρωσικών συνόλων του "MusicAeterna" από τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική ζωή. Στη διασφάλιση της παρουσίας του αρχιμουσικού σε αυτήν στόχευε ουσιαστικά -πέραν αισθητικών στόχων και διακηρύξεων- η ίδρυση το 2022 των πολυεθνικής σύνθεσης συνόλων (ορχήστρας και χορωδίας) "Ουτοπία", που φιλοξενούνται πλέον στο "Funkhaus" του Βερολίνου, στην έδρα δηλ. της ραδιοφωνίας της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας…
Μικρή σημασία, προφανώς, έχουν όλα αυτά για το αθηναϊκό κοινό, το οποίο, έμπλεο εθνικής υπερηφάνειας για τον Κουρεντζή, προκάλεσε αστραπιαίο sold out στις δύο πρόσφατες συναυλίες του (2-3/11). Αθήνα και Μέγαρο αποτέλεσαν τον τελευταίο σταθμό ευρωπαϊκής περιοδείας ορχήστρας και αρχιμουσικού, που έτυχε πολύ θετικής υποδοχής από κοινό και κριτική. Αναμφίβολα, το ακρόαμα στην πρώτη βραδιά της 2/11 πιστοποίησε όχι μόνο την κλάση των μουσικών του συνόλου αλλά και την ώσμωσή τους με τις ερμηνευτικές επιλογές του αρχιμουσικού, αν ληφθεί υπ’όψη το πόσο πολύ και διεξοδικά είχαν δουλευθεί οι ερμηνείες των δύο έργων του προγράμματος.
Ολόκληρο το πρώτο μέρος καλύφθηκε με το 20λεπτης διάρκειας κομμάτι του -παρόντος στην αίθουσα- Γερμανοαμερικανού Τζέϊ Σβαρτς "Πασσακάλια IX για μεγάλη ορχήστρα", παραγγελία της "Ουτοπίας", το οποίο παρουσιάσθηκε σε παγκόσμια πρώτη από τους ίδιους συντελεστές λίγες μέρες νωρίτερα στο Βερολίνο.
Το έργο αποτελεί κατά τον συνθέτη "μία μουσική θεματοποίηση του αέναου ζητήματος της περιπλάνησης ως μετανάστευσης, ξενιτιάς και αναζήτησης ταυτότητας". Αυτή προφανώς ταυτίσθηκε εν προκειμένω μ’έναν κυκλικό "πλου" του ήχου, από τη γέννησή του μέχρι το τελικό σβήσιμο και τη σιωπή, με αφετηρία κάποια -αχνώς αντιληπτά από αρμονικής πλευράς - μέτρα από το τραγούδι του Σούμπερτ "Du bist die Ruh". Χρησιμοποιώντας ως κινητήριους μοχλούς ή ως "σταθερό βάσιμο" όργανα όπως το τρομπόνι, το κλαρινέτο (Σπύρος Μουρίκης) ή ακόμη τα κόρνα, η περιπλάνηση αυτή δόθηκε μέσα από ένα ατέρμονο δίκτυο από γκλισσάντι των εγχόρδων, που συνέβαλαν στη σταδιακή πύκνωση του ήχου μέχρι την κορύφωση με τη συμμετοχή όλων των οργάνων. Η αέναη αυτή κίνηση του ήχου, σε συνδυασμό με το έξυπνο παιχνίδι με τις δυναμικές, νοηματοδότησε γλαφυρά την σαφή, κινηματογραφική δραματουργία της καλογραμμένης σύνθεσης.
Μια διαφορετική και απείρως απαιτητικότερη μουσική περιπλάνηση αποτέλεσε μετά το διάλειμμα η συγκλονιστική 5η Συμφωνία του Μάλερ. Κομβική προϋπόθεση της γλαφυρότητας της αφήγησης συνιστά εν προκειμένω η εμφατική ανάδειξη των διαφορετικών διαθέσεων όλων των μερών του έργου, στα οποία τα θέματα του έρωτα, της ζωής και του θανάτου αποτελούν ευδιάκριτα στοιχεία του μουσικού νοήματος. Πολλώ δε μάλλον που η συμφωνία αυτή παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα της συνύπαρξης δύο τονικοτήτων, της σκοτεινής ελάσσονος των δύο πρώτων μερών (που γράφτηκαν πριν ο συνθέτης γνωρίσει την μετέπειτα σύζυγό του Άλμα Βέρφελ) και της φωτεινής μείζονος των τριών τελευταίων (που γράφτηκαν εξ ολοκλήρου μετά το γάμο του).
Αυτή ακριβώς η διαφορά αποτυπώθηκε έντονα στην ερμηνεία, αποτελώντας και την …αχίλλειο πτέρνα της, στο βαθμό που τα δύο πρώτα μέρη αποδόθηκαν με τη γνωστή μανιέρα του Κουρεντζή, ο οποίος εστίασε στον πρωτοφανή τονισμό των -σαφέστατα υπαρκτών- αντιθέσεων, με μεγάλες εναλλαγές σε ταχύτητες (από τα πιανίσσιμι μέχρι τα φορτίσσιμι!) και δυναμικές, κυρίως δε μέσα από την ελάχιστα "φυσική", πλαστική διαδοχή αργών και γρήγορων παραγράφων. Οι πρώτες παίχθηκαν εξαιρετικά αργά, οι δεύτερες εξαιρετικά γρήγορα, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί ο ειρμός και η συνοχή της συμφωνικής αφήγησης αλλά και να "αλλοιωθεί" το έντονα δραματικό και συναισθηματικά φορτισμένο περιεχόμενο της μουσικής. Τα τόσο κρίσιμα εδώ περάσματα ηχούσαν επιτηδευμένα, ενώ έλειψε και μια πιο φροντισμένη προβολή του καντάμπιλε της γραφής ειδικά στο πρώτο μέρος. Όλα δε τούτα παρά το εξαιρετικό ορχηστικό παίξιμο της "Ουτοπίας" (τα περισσότερα μέλη της οποίας έπαιζαν όρθια), με προεξάρχουσα την τρομπέτα του Μίρο Πέτκοφ στα αρχικά μέτρα.
Αντιθέτως, τα υπόλοιπα τρία μέρη υπήρξαν ανεπιφύλακτα απολαυστικά! Στο ενδιάμεσο εκτενές σκέρτσο η ίδια προσέγγιση υπερβολικού τονισμού των αντιθέσεων μεταξύ των διαφόρων επεισοδίων δούλεψε πολύ περισσότερο σε συνδυασμό με τον πολύ ευέλικτο λικνιστικό βηματισμό (τόσο στα βαλς όσο και στα λέντλερ), ενώ η συμφωνική δραματουργία χρωματίσθηκε από το θεσπέσιο παίξιμο των ξύλινων, με κορυφαίο και πάλι το α-λα-κλέτσμερ κλαρινέτο του Μουρίκη, αλλά και των χάλκινων (το κόρνο του Ντέηβιντ Κούπερ)!
Στο κοσμαγάπητο Adagietto καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μεταξένια έγχορδα αλλά και η ευγένεια του συναισθήματος, που ουδέποτε ήχησε υπερβολικά γλυκερό. Η μουσική κυλούσε συνεχώς με αβίαστη ροή και αμεσότητα. Εντυπωσιακότερο όλων, όμως, υπήρξε το δύσκολο πλην αισιόδοξο, φωτεινό φινάλε, το οποίο αποδόθηκε απνευστί, με έξοχη ανάδειξη της αντίστιξης.
Σε κάθε περίπτωση, η οπωσδήποτε ιδιοσυγκρασιακή πλην βαθιά ρομαντικής αισθητικής εκτέλεση υπήρξε εξαιρετικά ερεθιστική και σίγουρα μία από τις καλύτερες που έχει προσφέρει τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα ο Κουρεντζής. Αν συνυπολογισθούν αφενός η οπτικο-ακουστική εμπειρία που συνιστά κάθε συναυλία του λόγω και της πλαστικότητας της σωματικής κίνησης και του μαγνητισμού της προσωπικότητάς του, αφετέρου ο πρωτοφανής βαθμός ανταπόκρισης στα κελεύσματά του και του συγκεκριμένου ad hoc ορχηστρικού συνόλου, τότε γίνεται ευκολότερα αντιληπτό το εύρος του αντικτύπου από τη συγκεκριμένη βραδιά.
Μολονότι μετά από μια τέτοια εμπειρία δύσκολα θα ταίριαζε κάποιο ανκόρ, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο αρχιμουσικός, ως αντιχάρισμα στις -αναμενόμενα, εντονότατες- επιδοκιμασίες του κοινού, αποφόρτισε τη σωρευθείσα ένταση με ένα …χορωδιακό απόσπασμα ("Jesus bleibet meine Freude") από την "Καντάτα BWV 147" του Γ.Σ. Μπαχ, που αποδόθηκε με χορωδούς τα …μη συμμετέχοντα στη συγκεκριμένη συναυλία μέλη της ορχήστρας!
Πολύ θετικές εντυπώσεις, αλλά και αντίστοιχες -αν και διαφορετικού τύπου- ενστάσεις είχε αφήσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα (13/10) η συναυλία της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου υπό τον μουσικό διευθυντή της Βασίλυ Πετρένκο, ακριβώς δύο χρόνια μετά την προηγούμενη κοινή ελληνική τους εμφάνιση στο Μέγαρο της συμπρωτεύουσας. Η Αθήνα αποτέλεσε και πάλι τον τελευταίο σταθμό περιοδείας στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Από τότε (2021) που ανέλαβε τα ηνία του λονδρέζικου συνόλου που ίδρυσε ο σερ Τόμας Μπήτσαμ, ο Ρωσο-βρετανός αρχιμουσικός έχει βελτιώσει σημαντικά την απόδοσή του, μετά από αρκετά χρόνια κάμψης. Αυτό για το οποίο διακρίνεται σήμερα η -ανανεωμένη- ορχήστρα είναι πρωτίστως ο εξαιρετικά καλλιεργημένος, σχεδόν παστέλ, θα έλεγε κανείς, ήχος της. Κατά τα λοιπά, όπως κάθε αξιόπιστη ευρωπαϊκή ορχήστρα, διαθέτει ισορροπία και ποιότητα σε όλες τις ορχηστρικές υπoομάδες αλλά και μεγάλη στυλιστική ευελιξία. Αν οι αρετές αυτές επιβεβαιώθηκαν και στο άκρως ενδιαφέρον πρόγραμμα με έργα από το ρομαντισμό και το μεσοπολεμικό μοντερνισμό, οι προσφερθείσες ερμηνείες αποκάλυψαν ενίοτε και τα όρια του συνόλου.
Η κινητικότητα, η ηχητική διαφάνεια και η ρυθμική σβελτάδα του παιξίματος της Φιλαρμονικής αξιοποιήθηκαν εύλογα στο πρώτο έργο της βραδιάς, την εισαγωγή "Καρναβάλι" του Ντβόρζακ, η ερμηνεία της οποίας ξεχώρισε για το λυρισμό και τις ποιητικές συνεισφορές των ξύλινων πνευστών. Όμως, ο κεντροευρωπαϊκός ρομαντισμός και η λανθάνουσα δραματικότητά του ακόμη και σε τόσο "ζωηρά"/αισιόδοξα έργα δικαιώνονται εντελέστερα από μία πιο μεστή ηχητική παλέτα, περισσότερο ιδιωματικά πνευστά, μεγαλύτερη χρήση του ορχηστρικού ρουμπάτο και διακινδυνεύσεων.
Αντιθέτως, ο μαλακός ήχος του συνόλου και η πολύ προσεγμένη διεύθυνση του Β. Πετρένκο έκαναν θαύματα στο επόμενο έργο της βραδιάς, το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Σοπέν. Παρότι κατά γενική ομολογία τα σοπενικά κοντσέρτα δεν φημίζονται για την εμπνευσμένη ενορχήστρωσή τους, η ακρίβεια και η ευαισθησία της ορχηστρικής συνοδείας επέτρεψε εν προκειμένω την εστίαση στο παίξιμο του σολίστ, του ταχύτατα ανερχόμενου, μόλις 20χρονου Γιούντσαν Λιμ, του πιο νέου προ διετίας νικητή στο διεθνή διαγωνισμό πιάνου "Βαν Κλάιμπερν".
Ο εξαιρετικά εσωστρεφής Νοτιοκορεάτης πιανίστας εντυπωσίασε με την (δεξιο)τεχνική αρτιότητα και την εκφραστικότητα του παιξίματός του. Ο κρυστάλλινης καθαρότητας αλλά και λεπταίσθητων αποχρώσεων ήχος, η πλαστικότητα της φραστικής και το ρυθμικό σφρίγος οριοθέτησαν μιαν εκτέλεση από την οποία δεν έλειπε η σε βάθος επεξεργασία δομής και λεπτομερειών της ρομαντικής γραφής. Ταυτόχρονα, το παλλόμενο από νεανική ζωντάνια παίξιμο διέθετε αίσθηση του ύφους και δη της μπελκαντίστικης μελωδικότητας της μουσικής, κυρίως όμως ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια συναισθήματος. Ο χρόνος θα φέρει και ωριμότητα και μεγαλύτερο βάθος στις ερμηνείες του.
Καταχειροκροτούμενος, ο Λιμ ολοκλήρωσε την εμφάνισή του, με μιαν εκτός προγράμματος -εξίσου πειστική- απόδοση μιας άριας από τις "Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ" του Γ.Σ. Μπαχ.
Εκεί όμως, που, η διαύγεια και ευγένεια ήχου της λονδρέζικης ορχήστρας αλλά και η εν γένει ποιότητά της εκτιμήθηκαν περισσότερο ήταν στο "Κοντσέρτο για ορχήστρα" του Μπάρτοκ, ένα από τα σημαντικότερα έργα που γράφτηκαν τον 20ό αιώνα. Η δυσκολία του έγκειται στο ότι η κατά βάση "σολιστική" αντιμετώπιση από τον Ούγγρο συνθέτη των επιμέρους "οικογενειών" των μουσικών οργάνων της ορχήστρας συνοδεύεται από μια συναισθηματικά φορτισμένη μουσική δραματουργία.
Η ακριβής αλλά και ευέλικτη διεύθυνση του Β. Πετρένκο επέτρεψε την ακριβή αποκωδικοποίηση των σαγηνευτικών μαιάνδρων της εμβληματικά μοντερνιστικής σύνθεσης, ενώ, παρά τις γρήγορες ταχύτητες, οι μουσικοί ανταπεξήλθαν αρτιότατα -με εξαίρεση κάποιες αστοχίες στα τρομπόνια- στις τεράστιες απαιτήσεις της, ιδίως στο παροξυστικό, χορευτικό φινάλε. Το εστιασμένο και τόσο καλλιεπές παίξιμο των εγχόρδων χρωματίσθηκε από τις δραματουργικά καίριες παρεμβάσεις των πνευστών, ξύλινων και χάλκινων, π.χ. στα παιχνίδια τους σε ζεύγη στο δεύτερο μέρος.
Και οι διαφορετικές διαθέσεις της γραφής αναδείχθηκαν επαρκώς, ίσως περισσότερο η ιδιότυπη ποιητική και νοσταλγία των μυστηριωδών/ατμοσφαιρικών, οιονεί ιμπρεσιονιστικών παραγράφων, όπως π.χ. της νυχτερινών κλιμάτων "Ελεγείας". Στις πιο γρήγορες, πάλι, παρά την έμφαση στη συνεχή εγρήγορση, τη ρυθμική ακρίβεια και τη φροντίδα στις δυναμικές, έλειψε ένας πιο αιχμηρός, τραχύς ορχηστρικός ήχος, που θα νοηματοδοτούσε πληρέστερα την αίσθηση του δραματικού επείγοντος.
Άνισες εντυπώσεις άφησαν και τα δύο ανκόρ. Αν ο δημοφιλέστατος 1ος Ουγγρικός χορός του Μπραμς δόθηκε πολύ συγκρατημένα, με σχετικά αργά τέμπι και αρκετά βαρύ βηματισμό, απείρως καλύτερα, με τη δέουσα αιχμηρότητα ήχησαν οι τρεις τελευταίοι από τους έξι "Ρουμάνικους λαϊκούς χορούς" στη μεταγραφή του Μπάρτοκ για μικρό ορχηστρικό σύνολο.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η Ορχήστρα "Ουτοπία" υπό τον Θ. Κουρεντζή ερμηνεύει την 5η Συμφωνία του Μάλερ στο πλαίσιο συναυλίας στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (2/11) © Χάρης Ακριβιάδης