Η Βικτώρια, η καλή συντάκτρια του "α", μου βρήκε, τελευταία στιγμή, μια πρόσκληση για τη sold out συναυλία των Godspeed You! Black Emperor στην Αθήνα. Όταν τους είχα πρωτοδεί, κάπου στις αρχές του 2000, η Βικτώρια σχεδόν δεν είχε γεννηθεί. Κι εγώ, από τότε, δεν φαίνεται να έχω πολυμεγαλώσει. Μα νομίζω πως ούτε οι Godspeed.
Στην πραγματικότητα, έπαψα να τους ακούω λίγο αργότερα. Τους άκουσα ξανά μέσα στην πανδημία. Ήταν το τέλειο σάουντρακ για εκείνη τη νέα μηχανή θανάτου: "Φίλα με. Αυτές είναι οι τελευταίες μέρες". Όμως, δεν ήταν.
Η κολεκτίβα από τον Καναδά ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη, όταν είχα βρεθεί εκείνο το φθινόπωρο στην πόλη των αμέτρητων μουσείων και της υπόκωφης βίας, για να σπουδάσω: ο υπάλληλος είχε βάλει στο δισκάδικο του πολυκαταστήματος να παίζει το "LiftYourSkinnyFistsLikeAntennastoHeaven", που μόλις είχε κυκλοφορήσει, αφήνοντας ανοιχτό, πάνω στο ηχητικό σύστημα, το εξώφυλλο του CD -δύο κομμένα χέρια, στεφανωμένα από δύο ομόκεντρους κύκλους, με κόκκινες ακτίνες σαν αίμα- και τσίμπησα. Το αγόρασα.
Πέρασα μια ολόκληρη χρονιά ν’ ακούω στη σοφίτα μου το διπλό αυτό άλμπουμ, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, λες και ήταν μια ηλεκτρική συμφωνία για τις μητροπόλεις που ήταν έτοιμες να χαθούν, και όταν ήρθαν στην Αθήνα, έτρεξα να τους δω. Ήταν η καλύτερη ταινία που είχα δει ποτέ.
Στρώσεις από φιλμ 16 χιλιοστών προβάλλονταν πίσω από την μπάντα, εικόνες που δεν συνόδευαν τη μουσική αλλά έπεφταν πάνω στη μουσική, τη χτυπούσαν ανοίγοντας ρωγμές στην επιφάνειά της. Εφόσον η μουσική έχει επιφάνεια. Εφόσον έχει βάθος. Εφόσον έχει διαστάσεις.
Δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου τόσο απλές και τρωτές εικόνες. Τετριμμένες και μελαγχολικές. Πολιτικές και μαζί λυρικές. Αδύναμες και κοκαλιάρικες που όμως σχημάτιζαν μια σφιχτή γροθιά.
Ήταν περίπου οι ίδιες εικόνες που είδα στη συναυλία της Παρασκευής, στο "Floyd": βουνά, δάση, η ομίχλη, ψηλά κτίρια, κόκκινοι αυτοκινητόδρομοι, εργοστάσια σαν πυραμίδες από καπνό, η νύχτα, οι πόλεις, ένα ποτάμι, μια κοκορομαχία σε λούπα μέχρι τελικής πτώσης. Τα χαραγμένα γράμματα στην εμουλσιόν: HOPE. Δυστυχώς, δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος πια. Ήμουν περίπου ο ίδιος.
Με τα χρόνια έγινα πιο κυνικός. Πιο τρυφερός. Πιο βαρύς. Πιο ελαφρύς. Πιο αισιόδοξος. Πιο απαισιόδοξος. Πιο αντιφατικός. Με αποτέλεσμα ν’ απομακρυνθώ από τις αργόσυρτες υφάνσεις μελαγχολίας του συγκροτήματος, οι οποίες πάντα με οδηγούσαν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο που εδώ και καιρό δεν ήθελα πια να επισκέπτομαι.
Ποιο είναι εκείνο το σημείο; Δεν είναι σημείο. Είναι αίσθηση. Η αίσθηση πως είμαστε ήρωες, παρά τις μικρές καθημερινές ήττες, που ακούμε αυτές τις απίθανες ποστ ροκ εκδοχές του "Μπολερό" και φουσκώνει το στήθος μας. Και γιατί όχι; θα έλεγε ένας φίλος που ξετρελάθηκε με τη συναυλία.
Ωστόσο, και τι δεν θα έδινα αν κάποιος θεατής ξαφνικά ξεσπούσε σε δυνατά γέλια και το ανάρμοστο γέλιο του τρυπούσε την αίθουσα, από τη μία γωνία στην άλλη. Ίσως τότε έσπαγε κάποια χορδή. Αλλά καμιά χορδή δεν έσπασε. Οι Godspeed έχουν στρογγυλοκαθίσει στο ίδιο συναίσθημα, βλέποντας τον κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, εδώ και τρεις δεκαετίες, παίζοντας το ίδιο κομμάτι, και δεν σκοπεύουν να κουνηθούν.
Θα μπορούσε να το πεις συνέπεια. Θα μπορούσες να το πεις ακαμψία.
Επιστρέφω σπίτι λιωμένος. Τα πόδια μου πονάνε. Ούτως ή άλλως ήταν μια σκατομέρα. Ανοίγω το ψυγείο, βγάζω μια παγωμένη κόκα κόλα και μετά βάζω το "Storm" στη ψηφιακή δισκοθήκη του Spotify, που θυμίζει περισσότερο μαυσωλείο μουσικής. Κάποτε δάνεισα το CD σ’ έναν γνωστό μου κι ακόμα να μου το επιστρέψει. Από τη μία λυπάμαι. Από την άλλη, καλύτερα έτσι. Το τραγούδι ξεκινά, αναπτύσσεται, προχωράει. Σαν να έρχεται χιονοθύελλα. Σκέφτομαι: "Μελαγχολική μουσική για τριαντάρηδες που έγιναν πενηντάρηδες". Και μετά, χωρίς να το περιμένω, ανατριχιάζω. Υπάρχει ελπίδα; Να ρωτήσω τη Βικτώρια.
Περισσότερες πληροφορίες
Godspeed You! Black Emperor
Η καλλιτεχνική κολεκτίβα-φαινόμενο της διεθνούς post-rock σκηνής έρχεται στην Ελλάδα για μια υπερβατική συναυλιακή εμπειρία. Το ελληνικό κοινό έχει γίνει ήδη "μάρτυρας" του μεγαλείου των GY!BE επί σκηνής. Τα λόγια είναι περιττά για να καταφέρουν να περιγράψουν την εμπειρία μιας συναυλίας της κολεκτίβας από το Κεμπέκ του Καναδά, η οποία ήδη μετρά 30 χρόνια ζωής. Ένας επίμονος "θόρυβος", ένα σεμιναριακό χτίσιμο κάθε αρμονίας και επιβλητικά ουρανομήκη ξεσπάσματα, με το βιολί να λειτουργεί ως μελωδική "γέφυρα" μεταξύ μπάντας και κοινού.