Μια ακόμη σημαντική στιγμή για τα λυρικά μας πράγματα αποτέλεσε η πρεμιέρα, τις προάλλες (10/10), του διπτύχου των "Ιφιγενειών" του Γκλουκ στην Εθνική Λυρική Σκηνή, σε συμπαραγωγή με την Όπερα του Παρισιού και το Φεστιβάλ της Αιξ-αν-Προβάνς, όπου έγινε η πρώτη παρουσίαση τον περασμένο Ιούλιο. Το φιλόδοξο και διόλου αυτονόητο εγχείρημα οδήγησε σε μια παράσταση 5ωρης διάρκειας (συμπεριλαμβανομένου του ωριαίου διαλείμματος)! Η "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" δόθηκε για πρώτη φορά από τη Λυρική, ενώ η "Ιφιγένεια εν Ταύροις" για τρίτη μετά το μακρινό 1946 και το 1988 (πέρσι, πάντως, είχε ανεβεί από τον ΟΠΑΝΔΑ, επί διήμερο, στο θέατρο "Παλλάς").
Η σκηνοθεσία της παραγωγής ανατέθηκε στο διάσημο Ντμίτρυ Τσερνιακόφ, εξέχον μέλος της ομάδας των "ρεβιζιονιστών" Ρώσων σκηνοθετών (π.χ. Σερεμπρένικοφ, Κουλιάμπιν) που είναι περιζήτητοι στα δυτικοευρωπαϊκά θέατρα, λυρικά και μη. Τον Τσερνιακόφ πρωτογνώρισε το ελληνικό κοινό το 2011 με τη σκηνική παρουσίαση στο Μέγαρο -αλλά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, επί Λούκου- της θαυμάσιας δουλειάς του στο Μπολσόϊ πάνω στον "Ευγένιο Ονιέγκιν" του Τσαϊκόφσκι.
Παρά τις αυστηρές κριτικές του εξειδικευμένου τύπου στη Γαλλία και διεθνώς, η παραγωγή των δύο "Ιφιγενειών" ήλθε στην Αθήνα με το πρόσφατα απονεμηθέν βραβείο "καλύτερης νέας παραγωγής της χρονιάς" στο θεσμό "International Opera Awards" του 2024, στο πλαίσιο του οποίου τιμήθηκε και το "Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος" με το βραβείο "Φιλανθρωπίας" για την υποστήριξη της ΕΛΣ (η οποία το 2026 θα έχει ανέλθει στο ποσό των 39 εκατομμυρίων €!). Ας μην ξεχνάμε ότι χάρη στη χορηγία του Ιδρύματος για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της ΕΛΣ μπορούμε να απολαμβάνουμε τέτοιες παραγωγές στην Αθήνα.
Διαθέτοντας σαφείς θεατρικές αρετές και αέναη -υποδόρια ή μη- ένταση, η παραγωγή αποτέλεσε σίγουρα μία από τις καλύτερες τελευταίες δουλειές του Τσερνιακόφ, ο οποίος εδώ και μια δεκαετία δεν έχει υπογράψει, με εξαίρεση έναν ελάχιστα ορθόδοξο, πλην ερεθιστικό "Ιπτάμενο Ολλανδό" του Βάγκνερ στο Μπάυρωυτ (2021), κάποια αξιομνημόνευτη σκηνοθεσία. Κομβική υπήρξε εν προκειμένω η προσπάθεια σύνδεσης και επικαιροποίησης μέσω του "πολέμου" (της Τροίας – και όχι μόνο) των δύο λυρικών έργων, που αναπαραστάθηκαν μέσα σ’ένα παρόμοιο σκηνικό τόπο, με διαφορετικούς όρους, η μεν "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" σαν αστικό δράμα, η δε "Ιφιγένεια εν Ταύροις" σαν μια πολεμική ιστορία, που έλαβε χώρα 20 χρόνια μετά.
Είναι, βέβαια, γνωστό ότι τα ποιητικά κείμενα των δύο έργων δεν βασίζονται στις ομότιτλες τραγωδίες του Ευριπίδη, αλλά σε θεατρικά έργα της εποχής τους. Είναι επίσης γνωστό ότι παρά τη χρονική εγγύτητα τους (1774/1779) οι δύο όπερες παρουσιάζουν πολύ μεγάλες διαφορές. Στην ουσία το μόνο στοιχείο που τις συνδέει είναι η μουσική, υπό την έννοια ότι αποτελούν -διακριτά, πάντως- στάδια στην προσπάθεια του μεταρρυθμιστή Γκλουκ να πάρει αποστάσεις από την δύουσα ιταλική "opera seria", βάζοντας τα θεμέλια της εποχής του κλασικισμού.
Η παράσταση αντανακλούσε τη γνωστή σύγχρονη σκηνοθετική τάση κατανόησης και αποκωδικοποίησης των βασικών αξόνων της πλοκής, αλλά και της "διαφορετικής" έκθεσης και επικαιροποίησης της αφήγησης μέσα από μία διεξοδικά επεξεργασμένη δραματουργία. Διέθετε εύλογα όλα εκείνα τα φορμαλιστικά, θα λέγαμε, στοιχεία που αποτελούν σήμα κατατεθέν του Τσερνιακόφ.
Πρώτα απ’ όλα το μονοτοπικό σκηνικό που συνίστατο στο περίγραμμα/σκελετό ενός σπιτιού, υπερβολικά φωτισμένου και καλυμμένου με γάζες στην περίπτωση της "Αυλίδας", υπερβολικά σκοτεινού παρά τις λεπτές μπάρες "νέον" φωτισμού στην περίπτωση της "Ταυρίδας". Η επιλογή -το γυμνό σπίτι ως τόπος εγκλωβισμού αλλά και δημόσιας έκθεσης συναισθημάτων- προφανώς υπηρέτησε καλύτερα το πρώτο έργο παρά το δεύτερο, μολονότι σε κανένα εξ αυτών δεν διευκόλυνε την κίνηση των μονωδών (στην δε περίπτωση της "Αυλίδας" ούτε και το τραγούδι τους), ενώ επέβαλε μία γενικότερη στατικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα σύγχρονα κοστούμια, αστικά και πολύχρωμα στην "Αυλίδα", στρατιωτικά και σκουρόχρωμα στην "Ταυρίδα". Ακολούθως, η -συχνά ενδιαφέρουσα- δραματουργική αξιοποίηση σιωπών/ακινησίας ή ακόμη των ονείρων (κατά σειρά του Αγαμέμνονα στην "Αυλίδα", της Ιφιγένειας και του Ορέστη στην "Ταυρίδα"), που συγκαταλέγονταν στις ωραιότερες σκηνές. Τέλος, αμφότερα τα έργα έτυχαν ενός μυστηριώδους – αινιγματικού φινάλε, διόλου συμβατού με τα λιμπρέτα. Σ’αυτό της "Αυλίδας", αντί της -ματαιωθείσας- θυσίας της Ιφιγένειας αναπαραστάθηκε, με μηντιακούς όρους και ενώπιον ενός ανυπόκριτα χαρούμενου (!) πλήθους και της …-σκεπτικής- Ιφιγένειας, η θυσία της …Αρτέμιδος (οπτικοποιημένης ως alter ego της πρωταγωνίστριας). Η θεά ως … "νεομάρτυρας" (επειδή ακύρωσε -παρά τη βούληση των Ελλήνων- τη θυσία) ή μήπως έμμεση προαναγγελία του ζοφερού μέλλοντος της Ιφιγένειας; Στο φινάλε της "Ταυρίδας", η Ιφιγένεια δεν φεύγει μαζί με τον Ορέστη και τον Πυλάδη, αλλά προτιμά να …μείνει με τους Σκύθες και τα -πράσινα πλαστικά- παιχνίδια του αδερφού της, που έφερε από τις Μυκήνες, αναμνήσεις μιας ανέφελης παιδικότητας!
Η συνειδητή παράκαμψη έως αποεξιδανίκευση των δεδομένων του αρχαιο-ελληνικού μύθου (πχ. το προγαμήλιο πάρτυ του Αχιλλέα, ο "εμπαιγμός" της θείας χάριτος) αλλά και των ιστορικο-ιδεολογικών συμφραζόμενων της εποχής του Γκλουκ (που υποκαταστάθηκαν από διδακτικού χαρακτήρα αναφορές στην πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, τη βία, την εξουσία, τη θυσία, και εν τέλει το θρίαμβο του "κακού") συνοδεύθηκε και από την -ατελέσφορη- προσπάθεια να δοθεί έμφαση στην "ψυχολογία" των χαρακτήρων ή μάλλον στην …οριοθέτησή της! Αυτό έγινε και πάλι σαφέστερο στην στυλιζαρισμένη "Αυλίδα": η νεαρή Ιφιγένεια παρουσιάζεται αθώα αλλά και συνειδητοποιημένη, ο Αχιλλέας φανφαρόνος και άξεστος, η Κλυταιμνήστρα αποστασιοποιημένη και υπολογίστρια, ο Αγαμέμνονας αντιμέτωπος με διλήμματα μεταξύ καθήκοντος και πατρικών αισθημάτων. Στην εξπρεσιονιστική "Ταυρίδα" πάλι, τα συναισθήματα αναδύθηκαν με απρόσμενη ένταση και βία, είτε λόγω παρελθόντος (οι τύψεις του Ορέστη) είτε λόγω παρόντος (ο παραληρών, σε μεταπολεμικό τραυματικό στρες Θόας) είτε λόγω παραίτησης (Ιφιγένεια) ή ψυχολογικής κατάρρευσης (Πυλάδης). Η μεγάλη σκηνική πείρα και η προσεγμένη υπόκριση των μονωδών επέτρεψαν μεν την υλοποίηση, όχι όμως και τη …δικαίωση μιας τέτοιας προσέγγισης!
Εν τέλει, ούτε η επιλογή του πολέμου ως θεματικού κέντρου βάρους αμφότερων των έργων λειτούργησε συνεκτικά στην παράσταση, αφού δεν έτυχε της οποιασδήποτε δραματουργικής/αφηγηματικής επεξεργασίας. Στην "Ταυρίδα" οι σχετικές αναφορές έμειναν σε επίπεδο οπτικοποίησης, ενώ στην "Αυλίδα" η απουσία του ήταν ευδιάκριτη, εκτός εάν ήθελε θεωρηθεί ότι σε αυτόν παρέπεμπαν οι -λανθάνουσες ακόμη- ενδοοικογενειακές έριδες των Ατρειδών ή η ανεμελιά των Ελλήνων πριν από την -θεωρητικά σύντομη και εύκολη- εκστρατεία στην Τροία…
Ευτυχώς, η παράσταση υπήρξε πολύ υψηλού επιπέδου από μουσικής πλευράς, κυρίως λόγω της εξαιρετικής, υφολογικά ανεπίληπτης μουσικής διεύθυνσης του έμπειρου Γερμανού αρχιμουσικού Μίχαελ Χόφστεττερ. Προσεγγίζοντας το έργο υπό το αισθητικό πρίσμα της εποχής του, προδρομικής του κινήματος "Θύελλα και ορμή" (που διατήρησε την αιχμηρότητα του μπαρόκ, χωρίς να εκτρέπεται διόλου προς τον ρομαντισμό), ο διευθυντής του Φεστιβάλ Γκλουκ της Νυρεμβέργης διασφάλισε ένα ιστορικά ενημερωμένο ακρόαμα, όσο έπρεπε κλασσικό, αλλά σφριγηλό, ρευστό, που στήριζε και προωθούσε διαρκώς το δράμα. Προς τούτο αξιοποίησε μια κυριολεκτικά μεταμορφωμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ, οι μουσικοί της οποίας -ειδικά τα έγχορδα- είχε κανείς συχνά την εντύπωση ότι έπαιζαν σε όργανα εποχής! Πέρα από την ευκρίνεια του ήχου και την πλαστικότατη φραστική, ιδιαίτερη μνεία πρέπει στα εξαιρετικά καλλιεπή όμποε των Ντμίτρυ Σαφαριάν-Σιμονένκο (στην "Αυλίδα") και Πέτρου Μαυρομμάτη (στην "Ταυρίδα").
Εξίσου επιτυχημένη υπήρξε και η διεθνής διανομή αμφοτέρων των έργων, απαρτιζόμενη σε συντριπτικό βαθμό από σπουδαίους Γάλλους τραγουδιστές (οι οποίοι συμμετείχαν και στην πρεμιέρα της Αιξ) και εκλεκτούς Έλληνες μονωδούς, που έδωσαν, αξιέπαινα, έμφαση στον αδόμενο λόγο. Τις δύο Ιφιγένειες ερμήνευσε η διεθνώς ανερχόμενη Αμερικανίδα υψίφωνος Κορίν Γουίντερς, η οποία ευχαρίστησε περισσότερο με τη συγκεντρωμένη και συχνά ηλεκτρική σκηνική παρουσία της (από νεανίδα/θύμα σε μεσήλικα/θύτης) παρά με τις φωνητικές της επιδόσεις, άκρως απαιτητικές στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις". Αν η φωνή άνθιζε στην υψηλή περιοχή, οι ανισορροπίες στα υπόλοιπα ρεζίστρα, η έλλειψη περισσότερων αποχρώσεων και η ανεπαρκής νοηματοδότηση της γαλλικής γλώσσας μετρίασαν τις εντυπώσεις από μία σίγουρα ακανθώδη -λόγω και της ανάγκης σχεδόν μόνιμης παρουσίας επί σκηνής- ανάθεση, που έφερε σε πέρας με γενναιότητα!
Στην "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" την παράσταση έκλεψε η διάσημη Γαλλίδα υψίφωνος Βερονίκ Ζανς, Κλυταιμνήστρα αριστοκρατικής σκηνικής κομψότητας και σαφούς φωνητικής πληρότητας τόσο στη δραματική εξαγγελία όσο και στη γραμμή του τραγουδιού. Πολύ καλός ήταν στο σκηνικό ντεμπούτο του ως Αγαμέμνων ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, που ηχογράφησε πρόσφατα -εξαίρετα- το ρόλο. Παρά το διστακτικό ξεκίνημα, η εμπειρία του στο γαλλικό ρεπερτόριο και η αίσθηση του ύφους επέτρεψαν να αποδώσει αρκετά πειστικά την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του βασιλιά. Ο Άγγλος τενόρος Άντονυ Γκρέγκορυ υπήρξε ένας μουσικοδραματικά φερέγγυος Αχιλλέας. Απόλυτα αξιόπιστοι ήσαν στους μικρότερους ρόλους των Κάλχα και Αρκά δύο Έλληνες μονωδοί, ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς και ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου, ο οποίος διέθετε ευκρινέστερη εκφορά της γαλλικής από τον εμπειρότερο συνάδελφό του.
Στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις", πέρα από την πρωταγωνίστρια, σημαίνοντα φωνητικά και υποκριτικά ρόλο έχει το δίδυμο Ορέστη-Πυλάδη, οι χαρακτήρες των οποίων σκιαγραφήθηκαν εν προκειμένω σκηνοθετικά με εξόχως εξπρεσιονιστικό τρόπο. Την επιλογή αυτή υποστήριξε πληρέστερα ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, ενσαρκώνοντας τον Ορέστη με θεατρικότητα, που συνοδεύθηκε από καλή φωνητική φόρμα και αξιοπρόσεκτα λαγαρή άρθρωση του κειμένου. Η διαρκής ένταση ταίριαξε ίσως λιγότερο στο ρόλο του Πυλάδη, που απέδωσε όμως υποδειγματικά από πλευράς τραγουδιού και άκρως εκφραστικά ο ηδύφωνος Γάλλος τενόρος Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ. Ένας εξίσου σημαντικός Γάλλος μονωδός της νεώτερης γενιάς, ο βαρύτονος Αλεξάντρ Ντυαμέλ σκιαγράφησε με αδόκητη σκηνική και φωνητική τραχύτητα τον Θόα, προφανώς σε σύμπνοια με τη σκηνοθετική σύλληψη.
Και στις δύο όπερες το σύντομο ρόλο της Αρτέμιδος διεκπεραίωσε με άνεση και ισχυρό τίμπρο η Ελληνοκαναδή υψίφωνος Σούλα Παρασίδη (πρωταγωνίστρια πέρσι στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις" του ΟΠΑΝΔΑ).
Πολύ φροντισμένο, ευπρόσδεκτα μαλακό και με εκλεπτύνσεις ήχησε το τραγούδι της Χορωδίας της ΕΛΣ, το οποίο, όμως, ουσιαστικά αμβλυνόταν έως και …δεν ακουγόταν στις περιπτώσεις τοποθέτησής της πίσω από τη σκηνή (π.χ. στην αρχή της Γ’ πράξης της "Αυλίδας" ή στην αρχή της "εν Ταύροις").
Οι παραστάσεις του διπτύχου, που κανένας φιλόμουσος δεν πρέπει να χάσει, συνεχίζονται μέχρι τις 30/10.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Το αινιγματικό φινάλε της όπερας "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" του Γκλουκ (ΕΛΣ-ΚΠΙΣΝ, "Αίθουσα Στ. Νιάρχος" - πρεμιέρα 10/10) με τη θυσία της -αναπαρασταθείσας ως Ιφιγένειας- …Αρτέμιδος (Σούλα Παρασίδη) ενώπιον των Αγαμέμνονα (Τάσης Χριστογιαννόπουλος), Κάλχα (Πέτρος Μαγουλάς), Αχιλλέα (Άντονυ Γκρέγκορυ) και Κλυταιμνήστρας (Βερονίκ Ζανς) © Ανδρέας Σιμόπουλος