"Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης".
Αυτό είπε στον Μίμη Πλέσσα η μητέρα του, κάποτε που, ως παιδί, της ανακοίνωσε ότι ήθελε να σπουδάσει μουσική όταν θα μεγαλώσει –σύμφωνα με όσα διηγήθηκε ο ίδιος το 2020, στον Γιάννη Πανταζόπουλο. Και κατά έναν τρόπο το τήρησε, γιατί, πράγματι, όταν έφτασε ο καιρός των σπουδών πήγε στο Χημικό. Φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι το διδακτορικό.
Όμως έμαθε πιάνο, μόνος του. Και με κάθε ευκαιρία που προέκυπτε δινόταν στην αγάπη του για το πεντάγραμμο. Ευτυχώς για όλους μας, δηλαδή, γιατί διαφορετικά θα χάναμε μια σπουδαία μορφή των εγχώριων μουσικών πραγμάτων. Διότι έτσι οφείλουμε να αποχαιρετήσουμε τον Μίμη Πλέσσα, τώρα που έφυγε μέρες πριν κλείσει τα 100 του χρόνια. Κάτι που ίσως δεν είναι, πάντα, όσο διακριτό έπρεπε να είναι. Γιατί ενώ τα λαϊκά του τραγούδια του παραμένουν πολύ αγαπητά, ενώ η θέση του στην ιστορία της ελληνικής τζαζ έχει πλέον αναγνωριστεί από όσους γράφουν στα σοβαρά για τον χώρο, το όνομά του δεν συγκαταλέγεται σε εκείνα που πέφτουν συνήθως στο τραπέζι, όταν η κουβέντα πάει στους "μεγάλους συνθέτες".
Είθισται, όταν πεθαίνει κάποιος σαν τον Μίμη Πλέσσα, να παραθέτουμε τους τίτλους όσων έργων του άφησαν έντονο αποτύπωμα στη μνήμη. Είναι κατανοητό, αν και όχι πάντα ουσιαστικό. Στη δική του περίπτωση, όμως, αν σταθούμε –απλώς ενδεικτικά– στα "Θα Πιώ Απόψε Το Φεγγάρι" (Γιάννης Πουλόπουλος, 1968), "Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου" (Στράτος Διονυσίου, 1970), "Crazy Girl" (Αλέκα Κανελλίδου, 1967), "Οι Θαλασσιές Σου Οι Χάντρες" (Δημήτρης Χορν, 1960), "Τόσα Καλοκαίρια" (Δάκης, 1968), "Αν Σ' Αρνηθώ Αγάπη Μου" (Κώστας Χατζής, 1961), "Αν Είναι Η Αγάπη Αμαρτία" (Τζένη Βάνου, 1974), "Σταμάτησε Του Ρολογιού Τους Δείκτες" (Ρένα Κουμιώτη, 1970), "Βρέχει Πάλι Απόψε" (Γιάννης Πουλόπουλος, 1966), "Όπως Φεύγουν Τα Καράβια" (Στράτος Διονυσίου, 1969) και "Σε Βλέπω Στο Ποτήρι Μου" (Τζένη Βάνου, 1975), αν προσθέσουμε σε αυτά τον υπέροχο και μοσχοπουλημένο δίσκο "Ο Δρόμος" (1969), το τόσο κομβικό "Greece Goes Modern" (1967), τα ολοκληρωμένα OST που ανέδειξε τα τελευταία χρόνια η B-Other Side ή το άλμπουμ με την philicorda (1966) που έμαθε σε μας τους νεότερους το περιοδικό Jazz & Τζαζ (χάρη στη "Rare Jazz Grooves" έκδοση, 2005), τότε αρχίζουμε, πράγματι, να ατενίζουμε την πλήρη εικόνα.
Αυτή, λοιπόν, αποκαλύπτει έναν πολυπράγμονα συνθέτη. Ο οποίος ήταν σε θέση να βουτήξει στην εντοπιότητα γράφοντας σε λαϊκό και πιο ελαφρό ύφος, να δημιουργήσει ολοκληρωμένα scores για ταινίες διαφορετικών στυλ, ειδών και στοχεύσεων, αλλά να "πιάσει" και τα κελεύσματα της αμερικάνικης τζαζ, να στήσει γέφυρες με τις νεανικές pop/rock εξελίξεις (ιδιαίτερα με χορευτικές τους εκφάνσεις σαν π.χ. το τουίστ και το σέικ), να αγγίξει ακόμα και τον πιο latin και bossa nova εξωτισμό που συνεπήρε για ένα διάστημα τόσο τη Δύση, όσο και τη χώρα μας. Ίσως γιατί το διάστημα που έζησε στις Η.Π.Α., στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1950 –λίγο για σπουδές, λίγο για τις επαγγελματικές υποθέσεις της οικογένειάς του, λίγο για τα μουσικά– ήταν σε θέση και να αφουγκραστεί, μα και να κατανοήσει τα ερεθίσματα που του προσφέρθηκαν, χωρίς παρωπίδες. Πριν 10 χρόνια, μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2014, στις συναυλίες που έδωσε τότε στο θέατρο "Παλλάς" με τον Γιάννη Πλούταρχο, μας διηγήθηκε ότι κάποτε που ξαναβρέθηκε στην Αμερική τον έκατσαν κάτω ο Quincy Jones με τον Dizzy Gilespie, ώστε να του δείξουν πώς θα έκανε τα πνευστά να μην ηχούν "ασπρουλιάρικα".
Ο Μίμης Πλέσσας είχε καταστήσει σαφές ότι ήταν πια συμφιλιωμένος με την ιδέα του θανάτου. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν μειώνει τη συγκίνηση για το γεγονός ή την αίσθηση αποχαιρετισμού σε μια ολόκληρη εποχή, εκείνη των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών με τις οποίες συνδέθηκε όσο κανείς άλλος συνθέτης –ειδικά από όσους ταύτισαν τη νιότη τους με τις μεγάλες του δημιουργίες. Όμως αυτές θα είναι για πάντα εδώ, ως μια πολύτιμη εγχώρια κληρονομιά. Και για όσους την ξέρουν ήδη και για όσους μέλλει να την ανακαλύψουν.