Άλλη μία βραδιά ήδη από καιρό sold out για τη Μαρίνα Σπανού, με το νεανικό πλήθος που έμελλε να κατακλύσει την Τεχνόπολη να σχηματίζει ουρά έξω από τον χώρο, δείχνοντας από πολύ νωρίς τις διαθέσεις του: πριν καν εμφανιστεί κίνηση πάνω στη σκηνή, δηλαδή, απλά και μόνο επειδή έσβησαν τα φώτα, ακούστηκαν διαπεραστικές ζητωκραυγές.
Ο ενθουσιασμός αυτός θα έμενε ζωντανός καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας, δίνοντας βροντερό παρών σε πολλές ακόμα περιστάσεις. Μια τρανή απόδειξη της απήχησης της Αθηναίας τραγουδοποιού, η οποία ανά στιγμές έμοιαζε με κάτι σαν ...Marinomania, όπως λ.χ. στην έναρξη, όταν φάνηκε ενώπιόν μας με την κόκκινη ενδυμασία της, λουσμένη στα μπλε/κίτρινα φώτα της Τεχνόπολης, κι άρχισε να λέει την "Πλάκα": "να σας ακούσω!", ζήτησε σε κάποιο σημείο από μικροφώνου –και ο κόσμος, σαν σώμα ένα, απάντησε με χέρια ψηλά και ρυθμικά παλαμάκια.
Κατόπιν, η Σπανού ζήτησε από τους παριστάμενους να μετατρέψουν τη βραδιά σε γιορτή για το αποκαλόκαιρο, ρίχτηκε σε περαιτέρω βόλτες ανά την πόλη τραγουδώντας τα "Ψυρρή" και "Κυψέλη", παράλληλα, όμως, τόνισε και ότι κομμάτια σαν κι αυτά αντιπροσωπεύουν μόνο μία της πλευρά: η άλλη ξεδιπλώθηκε ευθύς αμέσως, με μια διασκευή του "Στη Ντισκοτέκ", την οποία ακολούθησε η "Λόλα" του Κωστή Μαραβέγια. Δεν ξέρω γιατί η Σπανού διάλεξε να πει τη "Ντισκοτέκ" στην εκδοχή των Ημισκουμπρίων και της Ελπίδας –κατανοώ ότι από εκεί την έμαθε, αλλά βρήκα την απόπειρά της να ραπάρει τα σχετικά μέρη εντελώς αποτυχημένη. Επιπλέον, μου προξένησε αλγεινή εντύπωση το πάντρεμα με τη "Λόλα". Σαν η όλη της ποπ αντίληψη, δηλαδή, να εξαντλήθηκε στην επιδερμική ενεργητικότητα που μοιράζονται τα δύο κομμάτια, παρακάμπτοντας το μεταξύ τους αισθητικό χάσμα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν αργήσαμε να επιστρέψουμε στο δικό της ρεπερτόριο, μ' εκείνη να λέει "Η αγαπημένη μου περιοχή είναι..." και το πλήθος να συμπληρώνει "το Παγκράτι!" –δημιουργώντας, έτσι, κατάλληλο πρόλογο για το ομώνυμο κομμάτι. Κάπου εκεί, επίσης, αποκρυσταλλώθηκαν και τα κύρια χαρακτηριστικά της συναυλίας, τα οποία θα έμεναν απαράλλαχτα μέχρι το τέλος, λιγότερο ή περισσότερο. Θεμέλιος λίθος, λ.χ. στάθηκε ο καλός ήχος και τα παιξίματα ακριβείας εκ μέρους της μπάντας που πλαισίωσε τη νεαρή τραγουδοποιό: Κωστής Βήχος (μπάσο, ενορχηστρώσεις), Αλέκος Βουλγαράκης (κιθάρα), Αποστόλης Μπουρνιάς (ντραμς) & Γιώργος Κουρέλης (πλήκτρα).
Τις αμιγώς δικές της επιδόσεις, ωστόσο, τις βρήκα πιο αμφιλεγόμενες, σε αυτήν την πρώτη φορά που την είδα να παίζει ζωντανά. Πάνω στη σκηνή η Μαρίνα Σπανού μιλάει πολύ, μα το στυλ, το περιεχόμενο και ο γενικότερος τόνος μένει σταθερά ίδιος: η χημεία της με το κοινό εδράζεται στην προβολή ενός διαρκούς συναισθήματος, το οποίο μερικές φορές διαθέτει το χάρισμα της αβίαστης εξομολόγησης ή της διήγησης μιας μικρής, προσωπικής ιστορίας, μα άλλες γλιστρά στη μπανανόφλουδα κοινοτοπιών και ευκολιών, τύπου επειδή ο ουρανός δεν είναι ξάστερος, να φτιάξουμε τα δικά μας αστέρια κι έναν ουρανό για όσα δεν έχουμε πει (ή κάπως έτσι). Στα λόγια αυτά, βέβαια, το πλήθος απάντησε με μια θάλασσα φωτός από τους φακούς των κινητών, δικαιώνοντας πλήρως την προσέγγιση της τραγουδοποιού. Η κριτική, όμως, δεν παύει να υφίσταται, επειδή (προφανώς) τέτοια θέλει ο κόσμος. Και οφείλει να επισημάνει ότι το όλο επικοινωνιακό τείνει στο λιγωτικά σιροπιαστό.
Ευτυχώς, σε μουσικό επίπεδο συμβαίνουν περισσότερα πράγματα, έστω κι αν παρατηρούνται κι εδώ ορισμένες σοβαρές αβαρίες. Φυσικά, η Μαρίνα Σπανού δεν φταίει για τον παραλογισμό που θέλει τους Έλληνες καλλιτέχνες να παίζουν 2,5 και 3 (ή και βάλε) ώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η καριέρα τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μόνη σοβαρή χρηματική αμοιβή που δίδεται στους καιρούς μας για το έργο τους. Πρακτικά, ωστόσο, δεν γίνεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου των 30 χρόνων πορείας να παίζει 3 (έστω +) ώρες και η Σπανού των 3 δίσκων να κάθεται 2,5 ώρες στη σκηνή. Σαφώς κι έχει κι άλλα ενδιαφέροντα τραγούδια πέρα από τα δικαίως πολυπαιγμένα χιτάκια: ο παλμός του πλήθους αντάμειψε δεόντως, λ.χ., το "Σινέ Σερί", το "Μικρό Μπαλκόνι", το "Jerry" ή το "Εισιτήριο Για Τήνο". Εκ των πραγμάτων, όμως, μια κοπέλα γύρω στα 22 δεν διαθέτει το απαιτούμενο ρεπερτόριο ώστε να ανταποκριθεί σε τέτοιες διάρκειες, ούτε κι έχει βρει όλα της τα πατήματα ή την πλήρη καλλιτεχνική της ταυτότητα.
Το στίγμα της Μαρίνας Σπανού, δηλαδή, προκύπτει κάπως μπερδεμένο, αν φύγεις από τους δίσκους και τη δεις σε μια συναυλία. Το άνωθεν παράδειγμα του Θανάση Παπακωνσταντίνου δεν τοποθετήθηκε τυχαία, γιατί διασκεύασε τρία τραγούδια του κατά τη διάρκεια της βραδιάς ("Μιλώ Για Σένα", "Ανδρομέδα", "Σιμούν"), προξενώντας εκρήξεις πανζουρλισμού ανάμεσα στον κόσμο. Κατ' εμέ, βέβαια, δεν είπε κανένα καλά, γιατί τα προσέγγισε μέσω μιας μονότονης ευθείας με στημένες εξάρσεις –η μόνη διασκευή που στ' αλήθεια της ταίριαξε ήταν η "Μπανιστηρτζού". Μέσω τέτοιων επιλογών, όμως, έδειξε ότι όχι μόνο προέρχεται και η ίδια από το "θανασέικο/σωκρατικό" πλήθος, αλλά και ότι ακολουθείται από ένα τμήμα αυτού, το οποίο δεν δίστασε, μάλιστα, να της απευθυνθεί με διασκευή στο γνωστό σωκρατικό σύνθημα "τι είπες τώρα, που θα παίζεις ως τις 4 η ώρα", προσαρμοσμένο στο φύλο και στο πρόσωπό της. Βλέπουμε, επομένως, τη δημιουργία ενός ποπ κλαδιού ανάμεσα στις νεότερες ηλικίες που ακολουθούν τον Παπακωνσταντίνου και τον Μάλαμα; Οφείλεται σε μια τέτοια μετατόπιση μέρος τουλάχιστον της επιτυχίας που απολαμβάνει η Σπανού;
Ως προς το δικό της υλικό, τώρα, υπάρχει ένα πάγιο ζήτημα ροπής σε νωθρές μελωδίες, που δεν έχουν πολλά πράγματα να πούνε, άσχετα με την πειθώ με την οποία μπορεί να τις υποστηρίζει η ίδια, πότε ζωσμένη την κιθάρα της, πότε καθισμένη στα πλήκτρα, πότε όρθια μπροστά από τη μπάντα της. Δεν βγαίνει πολύ άκρη, δηλαδή, με όλα τούτα τα "Αύγουστος", "Πάνινη Τσάντα", "Γράμμα" ή τα προαναφερόμενα κομμάτια που φέρουν τίτλους από γειτονιές της Αθήνας. Ακόμα κι όταν στάθηκε στην "υπέρτατη" (όπως την αποκάλεσε) Billie Eilish –που αποτελεί εμφανή διεθνή επιρροή– διάλεξε να διασκευάσει το αδιάφορο "Birds Of A Feather" από τον κοιμήσικο φετινό της δίσκο, αντί για κάποιο από τα ωραία και ζουμερά της τραγούδια.
Μερικά πράγματα, πιστεύω, πρέπει να τα σκεφτεί περισσότερο. Θα γινόταν "υπέρτατη" η Eilish, αν οι μουσικές της προτάσεις ήταν τύπου "Birds Of A Feather"; Η ίδια θα έκανε sold out, αν στηριζόταν στις νωχελικές της διαθέσεις; Εάν άφηνε το σουξέ "Ταξίδι" στην αρχική του μπαλαντομορφή, ας πούμε, εάν δεν είχε εμφυσήσει τόσο τσακισμένο νεανικό δράμα στο "Λουλούδι Του Δρόμου", μεταμορφώνοντας το πρωτότυπο τραγούδι του Rous σε κάτι πολύ θεαματικότερο; Η δική μου απάντηση είναι καταφανώς "όχι" –η ίδια, φυσικά, μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί. Περιττό, βέβαια, να γράψω τι έγινε όταν ήχησε το "Ταξίδι" και το "Λουλούδι Του Δρόμου": σείστηκε η Τεχνόπολη. Οφείλω να σημειώσω, πάντως, ότι ανάλογος χαμός σημειώθηκε και στην "Carte Postale". Αρκετοί, τέλος, ζητούσαν φωναχτά και την "Ικαρία" και η Σπανού γέλασε και απάντησε "ρε παιδιά, γίνεται να λείψει;". Αλλά την κράτησε για το encore, όπου προέτρεψε την Τεχνόπολη να σύρει τον χορό, ενώνοντάς τη με τα "Σου Μιλώ Και Κοκκινίζεις" και "Νερό Στη Βάρκα".
Δεν έφυγα αναλόγως ενθουσιασμένος με όσους έβλεπα γύρω μου, και δεν είμαι σίγουρος ότι φταίει κάποια κριτική στρυφνότητα γι' αυτό: δεν ένιωσα τον κόσμο που είδα εκεί να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Παρά τις άφθονες ενστάσεις, πάντως, εξακολουθώ να εντοπίζω ενδιαφέρουσες εκφραστικές δυνάμεις στην περίπτωση της Αθηναίας τραγουδοποιού. Θα την επισκεφθώ ξανά, λοιπόν, σε μελλοντικό χρόνο.