Αν και αυτή θα ήταν η τέταρτη φορά που επισκεπτόμουν το Plisskën Festival στα σχεδόν δεκαπέντε χρόνια ύπαρξής του, μόλις φέτος συνειδητοποίησα πως ανέκαθεν ο θεσμός ήταν συνδεδεμένος με την οδό Πειραιώς. Με εξαίρεση την περσινή διοργάνωση που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Βράχων, το Plisskën άπλωνε τις σκηνές του πότε πίσω από το Κέντρο Πολιτισμού "Ελληνικός Κόσμος" και την Τεχνόπολη και πότε στο Piraeus 117 Academy. Φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, φέτος οι συναυλίες να μεταφερθούν στο Πειραιώς 260 (13-14/9), όπου αναπτύχθηκε ένα εκλεκτικό lineup το οποίο ισορρόπησε σε πολλά, ενίοτε αντιφατικά, γούστα. Στοιχείο απολύτως αναμενόμενο, αφού η ταυτότητα του Plisskën έχει συνδεθεί με επιλογές που ικανοποιούν το, με την πολύ ευρεία έννοια, indie κοινό που αναζητά ποιοτικές ζωντανές εμφανίσεις ανερχόμενων σχημάτων, τους ακροατές ενός πιο ψαγμένου hip hop ήχου και τους Αθηναίους που μαζικά πια αναζητούν events που καλύπτουν όλο το φάσμα της ηλεκτρονικής μουσικής, από techno μέχρι rave. Χωροταξικά, το Πειραιώς 260 αποδείχθηκε εξαιρετικά πρακτικό, αφού οι αποστάσεις μεταξύ των αποθηκών - σκηνών ήταν μηδαμινές, ενώ ο τρόπος ανάπτυξης του προγράμματος επέτρεπε τη μέγιστη δυνατή παρακολούθηση διαφορετικών acts με ελάχιστες επικαλύψεις, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός, βεβαίως. Συνολικά μεστό και ικανοποιητικό σε γενικές γραμμές το διήμερο, το οποίο προσέφερε δυνατές συναυλικές στιγμές, αλλά και αφορμές για υπαρξιακή ενδοσκόπηση…
Ημέρα 1η - "THIS IS A SONG ABOUT DOGS"
Καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και με το ρολόι να δείχνει 19.00, έχω περάσει το κατώφλι του Aquarium Stage όταν διαπιστώνω δύο πράγματα. Πρώτον, είμαι απροσδόκητα ιδρωμένος (παρότι έφτασα κύριος με το 035), δεύτερον το εναρκτήριο act της ημέρας, ο άψογα ντυμένος Goya Gumbani, παίζει μπροστά σε περίπου τριάντα άτομα. Για τη μία περίπτωση, αφού επαλήθευσα πως δε μου χτυπά την πόρτα κάποια κρίση πανικού, εξακρίβωσα πως το Aquarium είναι όνομα και πράγμα χάρη στην ανεξήγητα υψηλή θερμοκρασία που μας κέρναγε. Από την άλλη, η παρουσία του θρυλικού "ΑΑΑΑΑΑΪΝΤΑΑΑΑΑΑ" (θα επανέλθουμε σε αυτόν) με καθησύχασε, διότι αυτό σήμαινε πως ο Gumbani έπεσε απλώς θύμα της αγαπημένης συνήθειας των Αθηναίων να μη σκάνε από νωρίς στο live. Όλα υπό έλεγχο, επομένως, οπότε εγκληματίστηκα απολαμβάνωντας το laid-back hip hop του Λονδρέζου, μια μίξη spoken word ποίησης, αραχτής διάθεσης και γενικώς χαλαρής προαίρεσης που ταίριαξε γάντι με την ώρα.
Σε τελείως διαφορετικό κλίμα, τη σκυτάλη στην κεντρική σκηνή πήραν οι Slift. Οι Γάλλοι πήραν από τα μούτρα τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι πια είχαν αυξηθεί σε αριθμό, σερβίροντας ακόρεστο θόρυβο, μερακλίδικα stoner riffs που λοξοκοιτάζουν το space rock και διαπεραστική ενέργεια, κερδίζοντας σίγουρα περισσότερους ακροατές από όσους είχαν προτού έρθουν στην Αθήνα. Ακούστε οπωσδήποτε το δεύτερο άλμπουμ τους ("Ummon") γιατί είναι ψιλο-δισκάρα, αν και με το χέρι στην καρδιά, κάτι πραγματικά πρωτότυπο δεν έχουν συνεισφέρει ακόμα στο είδος τους. Επίσης, τον περασμένο Ιανουάριο έβγαλαν νέα κυκλοφορία, το "Ilion", το οποίο ενδεχομένως δεν έχει καμία σχέση με την περιοχή. À la prochaine…
Πίσω στο μισογεμάτο Aquarium που παρέμενε καζάνι, για να υποδεχτούμε τους Bar Italia, ένα από τα πλέον αναμενόμενα ονόματα στο lineup. Με τον αξιοθαύμαστο αριθμό των τεσσάρων δίσκων σε τρία χρόνια, η βρετανική μπάντα έχει καταφέρει να κάνει γκελ παίζοντας νωχελικό κιθαριστικό ροκ, κάτι ανάμεσα σε Mazzy Star και Blonde Redhead. Μουσική οικεία, καθόλου εξεζητημένη, ρομαντική και όσο χρειάζεται φθινοπωρινή, ικανή να αναζωογονήσει ένα μάλλον ξεπερασμένο ήχο που κάθε χρόνο ανακηρύσσεται νεκρός από το μουσικό τύπο. Προσωπικά, αναγνωρίζω το όριό τους αλλά έχω φάει για τα καλά την καραμέλα των Λονδρέζων, τα στατιστικά του last.fm πιστοποιούν ότι έχω λιώσει το "Tracey Denim" για παράδειγμα, οπότε η θέση μου στο κάγκελο ήρθε νομοτελειακά. Ο ενθουσιασμός, βέβαια, μετριάστηκε γρήγορα και άδοξα. Δεν ήταν τόσο το αναμενόμενο τουπέ του σχήματος, ήτοι μηδενική επαφή με το κοινό - μια αφ’ υψηλού βγαίνουμε, παίζουμε, φεύγουμε νοοτροπία, όσο η αίσθηση πως κατά τη διάρκεια του σετ επιδείκνυαν μια αδιόρατη αβολοσύνη. Κάτι τους έφταιγε, όσο κι αν η αέρινη Νίνα Κριστάντε δε σταματούσε να χορεύει. Ένας λόγος, πιθανότατα, να ήταν ο ελαττωματικός ήχος. Ομολογώ πως στις συναυλιακές ανταποκρίσεις αποφεύγω να σχολιάζω ηχητικά ζητήματα, πρωτίστως γιατί οι γνώσεις μου περιορίζονται στο περιβάλλον του στούντιο. Ωστόσο, συζητώντας με αρκετούς στην πορεία της βραδιάς, κανείς δεν κατάφερε να ακούσει ποτέ τα φωνητικά του συγκροτήματος. Γεγονός που δημιούργησε μια επιπλέον απόσταση, δικαιολογημένη αν λάβουμε υπόψη πως οι εναλλαγές των Κριστάντε - Σαμ Φέντον - Γέζμι Τάρικ Φέμι στο μικρόφωνο αποτελούν πυρηνικό κομμάτι των συνθέσεών τους. Έτσι, η πρώτη εν Ελλάδι εμφάνιση των Bar Italia μάλλον θα περάσει στη λήθη, όμως ελπίζω να μην είναι η τελευταία.
Ελάχιστα λεπτά αργότερα, η Billy Nomates οργώνει ολομόναχη το Main Stage παραδίδοντας εξομολογητική ποπ για την εποχή της λιτότητας. Σε μία από τις πιο ειλικρινείς και ψυχωμένες ερμηνεύτριες της τελευταίας δεκαετίας, έλαχε το δύσκολο έργο αφενός να "γεμίσει" με τη μεταδοτικότητά της μια μεγάλη σκηνή, αφετέρου να ψυχαγωγήσει ένα κοινό το οποίο έδειχνε να μην τη γνωρίζει μουσικά. Κανένα πρόβλημα με αυτό, αλίμονο, απλά προέκυψε μια γνώριμη συγκυρία για όποιο παρακολουθεί ελληνικά μουσικά φεστιβάλ τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ένα στοιχειωδώς αξιόλογο act, το οποίο είναι αξιέπαινο πως βρέθηκε στην πρωτεύουσα, να περνά απαρατήρητο καθότι δεν είναι "κράχτης" και άρα, να αντιμετωπίζεται ως συνοδευτικό των τζιν τόνικ και της παρέας. Θα βοηθούσε τη Nomates ένα πιο δυναμικό setlist, αλλά προς τιμήν της έδειχνε απτόητη από τη σχετική αδιαφορία των αποκάτω. Εγώ πάλι, παρατηρώντας την αντίφαση ενός καλλιτέχνη να βγάζει τη ψυχή του επί σκηνής την ώρα που άθελά μου συνακροαζόμουν δυο-τρεις συζητήσεις από πηγαδάκια που με περιτριγύριζαν, με το άρωμα τηγανιτού λαδιού από τις παρακείμενες καντίνες να μου σπάει τη μύτη, μελαγχόλησα. Παρόλο που αντιλαμβάνομαι πλήρως την αναγκαιότητα των χορηγών και τις τεράστιες δυσκολίες διεκπεραίωσης ενός τέτοιου event, για λίγο, ένιωσα πως τείνουν να γίνουν προτεραιότητα των φεστιβάλ τα γύρω-γύρω, υποβαθμίζοντας την αξία της καθαυτό συναυλιακής εμπειρίας. Ίσως, πάλι, να φταίει που μπήκα στα τριάντα και κάνω τις πρώτες δοκιμές μελλοντικής μπαρμπαδο-γκρίνιας. Ή απλούστερα, να είχε πάει η Nomates στην Aquarium, να πίναμε όλοι τα ποτάκια μας με την ησυχία μας.
Ο ανούσιος προβληματισμός μου δεν κράτησε πάρα πολύ, με τη βοήθεια μερικών τζιν τόνικ ο χρόνος κύλησε και να σου οι Viagra Boys στο stage. Οι λατρεμένοι λειτουργικοί αλκοολικοί έχουν αναδειχθεί σε μπάντα - τοτέμ του ελληνικού κοινού, ένα καρμικό match made in heaven θα έλεγε κανείς, συνθήκη που με κάνει ευτυχισμένο αφού τους ακούω 24/7 άμα τη εμφανίσει τους. Οι δύο προηγούμενες εμφανίσεις των Σουηδών στην πόλη απλώς εμπλούτισαν τα αμφίδρομα συναισθήματα αγάπης, όχι με εμένα - με το λαό ντε, ενώ θα τολμήσω να πω ότι με τα χρόνια το υπερηχητικό μπυροκοίλι του frontman Σεμπάστιαν Μέρφι γίνεται όλο και πιο εντυπωσιακό. Θα ορκιζόμουν δε πως έχει αποκτήσει και κοιλιακούς. Ο τραγουδιστής, ο οποίος αναδύει ενέργεια Ίγκι Ποπ σε σώμα Τάκη Τσαν, γνώρισε την αποθέωση με το πρώτο γυμνό βήμα του στο προσκήνιο. Ήταν βέβαια σαφές ότι οι εξαντλητικές περιοδείες των τελευταίων ετών συνδυαστικά με τις όποιες "εξωσχολικές δραστηριότητες" έχουν αρχίσει να φέρνουν το πλήρωμα του χρόνου στο σώμα του. Ο Μέρφι ομολόγησε πως μερικές ώρες νωρίτερα είχε μπλέξει με κάτι ούζα σε μια ταβέρνα (το έχω πάθει), αλλά και πάλι ήταν κατάτι καταβεβλημένος. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος πάλι, σε κάποια φάση μεταξύ σοβαρού και αστείου δήλωσε "αυτή η συναυλία κρατάει γ******α πολύ", τη στιγμή που κομμάτια σαν το "Secret Canine Agent" μετατράπηκαν σε μακροσκελή τζαμαρίσματα. Όλα αυτά δε συνηγορούν σε μια κακή εμφάνιση, εξάλλου οι Viagra Boys αποτελούν εγγύηση μουσικής διασκέδασης, αλλά σε μια συναυλία σίγουρα ένα κλικ κάτω από τις δύο σαρωτικές προηγούμενές τους στη χώρα.
Στη συνέχεια, ήταν της μοίρας γραφτό να επιστρέψουμε στην αποθήκη του Aquarium για λίγη Νεκροτσουλήθρα. Αποτελεί κοινό μυστικό πως το συγκρότημα είναι ένα από τα καλύτερα live acts αυτήν τη στιγμή, έτσι υπό αυτήν την έννοια δε δυσκολεύτηκε ούτε λίγο να κάνει τους πάντες να χορέψουν για τη γεμάτη μία ώρα του slot τους. Θα τολμήσω να βαφτίσω τον ήχο τους "Άσυλο-core", δηλαδή στιλ βασισμένο στην ελληνική pop των ‘90s-’00s με μπόλικη eurodance, power disco και σαρκασμό. Υλικά που ξυπνούν μνήμες σε όσους έχουμε ξοδέψει άπειρες ώρες σε trash πάρτι πανεπιστημίων πίνοντας ζεστές περιπτερόμπυρες και σε όσους εκτιμούν το καφρο-χιούμορ συγκροτημάτων όπως Το Πλοκάμι του Καρχαρία. Δεν είναι για όλους, αλλά όλοι θα το κουνήσουν ρυθμικά θέλουν - δε θέλουν. Απρόσμενο highlight, το παρολίγον μανούριασμα με φίλο που παρεξηγήθηκε για τη σημαία της Ε.Ε. που κοσμούσε, προφανέστατα ειρωνικά, τα decks. Λες και του έφαγαν το ΕΣΠΑ ένα πράγμα…
Ημέρα 2η - Λαμπρινή, μόνο
"Πω ρε μαλάκα είναι εδώ όλα τα emo". Αυτή η ατάκα από ένα περαστικό και εμφανώς δυσαρεστημένο έφηβο ατομάκι με καλωσόρισε στη δεύτερη μέρα του Plisskën. Τα υπαρξιακά που απέφυγα πριν από ένα 24ωρο ήρθαν να χτυπήσουν πιο δυνατά την πόρτα του μυαλού μου, γιατί δεν περίμενα ποτέ να ακούσω ξανά κάτι τέτοιο έχοντας υπάρξει μάρτυρας σε τραμπουκισμό emo στο φρεσκο-εγκαινιασμένο Mall από ψαλιδοφόρους κάγκουρες που απειλούσαν να κόψουν καταθλιπτικές φράντζες. Αυτήν τη φορά τα πράγματα ήταν σαφώς πιο ειρηνικά, διότι η παρουσία των emo στο φεστιβάλ οφειλόταν στον headliner Yung Lean. Επίσης Σουηδός, ο ράπερ ευθύνεται σημαντικά για την άνθιση του cloud rap και την ανανεωμένη δημοφιλία της sadboy music, ήτοι συνθέσεων που εμβαθύνουν σε σκοτεινές θεματικές όπως ο ψυχικός πόνος, η μοναχικότητα, η αποξένωση κ.ο.κ., συναισθήματα που θα γίνονταν χειροπιαστά αργότερα.
Για την ώρα βρισκόμουν, πού αλλού, στο Aquarium που είχε μετατραπεί από φούρνο σε ψυγείο. Ας μην παραπονιέμαι άλλο, καλύτερα να κρυώνεις παρά να ιδρώνεις, όπως συνηθίζω να λέω. Εκεί οι Kobra Habibi πάντρεψαν την techno με το τουμπερλέκι, την παράδοση και λίγο Λευτέρη Πανταζή, σε ένα εύθυμο mashup. Ακολούθησε στη Main Stage ένα αξιοπρεπές set του βραβευμένου με Brit Award Casisdead, ο οποίος μας θύμισε πόσο πωρωτικό είναι το grime με ολίγη drum ‘n’ bass, προτού επιστρέψουμε στο Aquarium για ένα από τα καλύτερα σετ του διημέρου. Σε απόλυτη αντίθεση με τους Bar Italia την ίδια ώρα μια μέρα πριν, η αιθέρια ποπ της Nabihah Iqbal ακούστηκε μεγαλόπρεπα και γέμισε θαλπωρή το venue. Το setlist επιφύλασσε μικρές εκπλήξεις, αφού η καλλιτέχνις μας φιλοδώρησε με δύο διασκευές ("Be Quiet and Drive (Far Away)" των Deftones και "Forest" των Cure), αλλά συνολικά υπήρξε ανά στιγμές υπερβατική, ειδικά στα πιο shoegaze κομμάτια. Μιας και ήμουν από εκείνους που είχαν απλώς εκτιμήσει το περσινό άλμπουμ τη ("Dreamer"), πλέον έχω αναθεωρήσει πλήρως.
Ενώ βγαίνω στο προαύλιο, οι Los Bitchos έχουν ήδη ξεκινήσει να παίζουν το ορχηστρικό ψυχεδελορόκ τους. Θα είμαι ειλικρινής, αυτή η μπάντα ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί έχει πωρώσει τόσο κόσμο. Πριν λίγα χρόνια, οι Ισπανίδες Hinds έκαναν το ίδιο πράγμα και μάλλον καλύτερα, χωρίς να φτάσουν τη δημοφιλία του πολυεθνικού σχήματος με έδρα το Λονδίνο. Το γράφω αυτό, διότι εξαιρώντας την κυρίως παίκτρια Σερά Πετάλε, μια πωρωτική μετενσάρκωση του Τζακ Μπλακ, το συγκρότημα αποπνέει μια μονοτονία που σχεδόν σε υποχρεώνει να πας να ακούσεις λίγη τέκνο στην Tunnel Stage. Μου φαίνεται άφησα πάλι τον μπάρμπα μέσα μου να πάρει κεφάλι, ευτυχώς με έφερε στα ίσια μου ο Yung Lean. Σε μια άψογη headlining εμφάνιση, το νεαρό κοινό ανταποκρίθηκε ολόψυχα τραγουδώντας κάθε στίχο, άνθρωποι με το ένα χέρι τραβούσαν στόρι και με το άλλο είχαν αγκαλιά το αγαπημένο τους, bangers αναμειγνύονταν με πονεμένες μπαλάντες έχοντας πλάνα από το "Πάθος της Ζαν ντ’ Αρκ" (Καρλ Ντράγιερ, 1928) στο φόντο (βαθιά υπόκλιση), σε ένα live που έβλεπες να μετουσιώνεται σε σημαντική ανάμνηση για όποιο βρέθηκε εκεί. Αλήθεια, υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα;
…υπάρχει (σας την έκανα). Είναι αυτό που μόνο μια punk μπάντα μπορεί να προσφέρει, όταν βγαίνει στη σκηνή με μια προτεραιότητα και μία προτεραιότητα μόνο: να μακελέψει ό,τι βρει μπροστά της επειδή τα έχει πάρει κρανίο. Αυτό έκαναν οι Lambrini Girls, δυστυχώς το όνομα απλή σύμπτωση με την καλύτερη γειτονιά της Αθήνας, οι οποίες τιμώντας το riot grrrl πνεύμα πέρασαν περισσότερη ώρα κάτω από τη σκηνή παρά πάνω, ούρλιαξαν λευτεριά στην Παλαιστίνη, έκραξαν τους σεξιστές και μας γέμισαν με σεροτονίνη για τουλάχιστον μια εβδόμαδα. Στο ενδιάμεσο υπήρξαν καθοριστικές ώστε να εκπληρωθεί μια συναυλιακή προφητεία. Ο προαναφερθείς θρυλικός "ΑΑΑΑΑΑΪΝΤΑΑΑΑΑΑ" ήταν εκεί, βροντοφώναξε ως είθισται κατά τη διάρκεια του σετ, κέρδισε την προσοχή της τραγουδίστριας που τον κοίταξε με δέος, προτού κάνει "ΑΑΑΑΑΑΪΝΤΑΑΑΑΑΑ" μαζί του και μετά με όλο το κοινό. Μια ιστορική στιγμή για τα αθηναϊκά συναυλιακά δεδομένα.