Συνηθίζουμε να λέμε για όσα αλλάζουν, καθώς τα χρόνια περνούν, λησμονώντας ότι υπάρχουν και μερικά πράγματα τα οποία αναδεικνύονται σε ισχυρές σταθερές, αφήνοντας ένα συναισθηματικό αποτύπωμα που δεν ξεθωριάζει εύκολα στο διάβα των καιρών. Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται ότι είναι και ο Ludovico Einaudi, τουλάχιστον όσον αφορά το ελληνικό κοινό: μπορεί, δηλαδή, να πέρασε μια επταετία από την τελευταία του, θριαμβευτικώς διπλή εμφάνιση στην Αθήνα (2017), μα η μουσική του παραμένει ιδιαίτερα αγαπητή στα μέρη μας. Με αποτέλεσμα η επικείμενη επιστροφή του (Σάββατο 14/9, στο Ηρώδειο) να βγει sold out ήδη όσο διαρκούσε το φετινό καλοκαίρι.
Βέβαια, δεν υπάρχουν μόνο συμπάθειες. Αν και οι περγαμηνές του Ιταλού συνθέτη και πιανίστα δεν αμφισβητούνται, οι καθαρολόγοι της κλασικής μουσικής και όσοι πίνουν νερό στο όνομα των avant-garde ενατενίσεων βρίσκουν ότι επεδίωξε να περάσει σε ένα πιο ποπ κοινό με ελαφρές συνθέσεις, οι οποίες διακατέχονται από έναν μάλλον "εύκολο" ρομαντισμό, ταμάμ για τα mainstream γούστα. Κι ότι, με λίγα λόγια, αυτό είναι το όλο "μυστικό" πίσω από επιτεύγματα αναντίρρητα εντυπωσιακά, σαν τα ρεκόρ του στο Spotify, όπου τα έργα του παραβγαίνουν συχνά σε ακροάσεις εκείνα του Μότσαρτ ή του Μπετόβεν ή τις επιτυχίες στα μεγάλα pop charts της υφηλίου με δίσκους σαν το "In A Time Lapse" του 2013 (Βρετανία #24), το "Elements" του 2015 (Βρετανία #12) ή το "Underwater" του 2022 (Βρετανία #19).
Τέτοιες γνώμες λένε και κάποιες αλήθειες, αλλά, περισσότερο, εκφράζουν έναν "παραδοσιακό" σνομπισμό απέναντι σε καλλιτέχνες του κλασικού στερεώματος οι οποίοι αποτολμούν ποπ εξερευνήσεις. Γιατί ο εγγονός του Λουίτζι Εινάουντι –προέδρου της Ιταλίας από το 1948 ως το 1955 και θεμελιωτή της μετάβασης της γειτονικής χώρας από τη φιλοπόλεμη μοναρχία του Βιτόριο Εμανουέλε Β΄ στην ευρωπαϊκή δημοκρατία που ξέρουμε σήμερα– αναζητεί πολύ συνειδητά τα σημεία πιθανής ισορροπίας ανάμεσα στο άμεσα προσβάσιμο και σε έναν κόσμο με βαθύτερα και πιο περίπλοκα συναισθήματα. Επιθυμώντας, σε κάθε περίπτωση, να εκπέμψει κάτι το εύληπτο.
Η μουσική του, δηλαδή, μπορεί όντως να στηρίζεται σε δομές απλές (ή και πολύ απλές, ενίοτε), ωστόσο, ακόμα και στις πιο ήσσονος σημασίας στιγμές της, δεν γίνεται φτηνή: ο άνθρωπος που είχε ως καθηγητή και γενικότερο μέντορα έναν διακεκριμένο και τολμηρό πειραματιστή σαν τον Luciano Berio, ξέρει πολύ καλά να αποφεύγει τέτοιες παγίδες και συγχύσεις. Σταθερά, όμως, ενδιαφέρεται για έναν πιο ευρύ διάλογο με τα ποπ φαινόμενα (είτε μιλάμε για τους Beatles, είτε για τα κινηματογραφικά soundtracks), με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει από τους πιο σφιχτοκουμπωμένους κώδικες των λόγιων κοντσέρτων και της δισκογραφίας που αθρώνεται με αέναες επανεκτελέσεις στα κεντροευρωπαϊκά θεμέλια της κλασικής κουλτούρας.
Παρά τα ποικίλα γούστα του, πάντως, η καρδιά του Einaudi παραμένει δοσμένη σε συνθέτες σαν τον Φρεντερίκ Σοπέν. Έχει δηλώσει, άλλωστε, ότι με αυτόν θα ήθελε να κάτσει να συζητήσει για θέματα μουσικής και ήχου, ενώ έχει και ισχυρή (αντίθετη) γνώμη για εκείνες τις προσεγγίσεις που επιδιώκουν να ντύσουν τις συνθέσεις του με πιο μοντέρνες ταχύτητες, βρίσκοντας ότι αποβαίνουν σε βάρος της χρωματικής έκφρασης των πρωτότυπων έργων.