Μία ολιγοήμερη επίσκεψη στην Κοπεγχάγη στις αρχές του περασμένου Απρίλη αποτέλεσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε δύο παραστάσεις στην πανέμορφη Όπερα της πόλης. Κτισμένη στη δεξιά όχθη του λιμανιού, από την πλευρά του Κρίστιανσχαουν (όχι πολύ μακριά από την τόσο συνδεδεμένη με τα χρόνια της ελευθεριότητας κοινότητα της Κριστιάνιας), η "De Operaen" μοιάζει πολύ από πλευράς μεγέθους και αισθητικής με το ΚΠΙΣΝ της ημέτερης ΕΛΣ. Οι σχέσεις των δύο λυρικών θεάτρων είναι γνωστές και σε επίπεδο συμπαραγωγών, όπως αυτές του μοτσάρτιου "Ντον Τζοβάννι" ή πιο πρόσφατα της "Βαλκυρίας" του Ρ. Βάγκνερ, που σκηνοθέτησε ο Άγγλος Τζων Φούλτζειμς, μέχρι πρότινος και επί σειρά ετών καλλιτεχνικός διευθυντής της Βασιλικής Όπερας της Δανίας.
Και ήταν ακριβώς δύο άλλες -διάσημες- συμπαραγωγές που απολαύσαμε (μετά από ευγενική αποδοχή σχετικών αιτημάτων μας) το διήμερο 5-6/4, αυτήν του ορατορίου "Σαούλ" του Χαίντελ σε σκηνοθεσία Μπάρρυ Κόσκυ (που πρωτοπαρουσιάσθηκε στο Φεστιβάλ του Γκλάιντμπορν το 2015) αλλά και αυτήν της όπερας του Ρίχαρντ Στράους "Αριάδνη στη Νάξο" σε σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ (που πρωτοπαρουσιάσθηκε το 2018 στο Φεστιβάλ της Αιξ-αν-Προβάνς). Όσο οικείες και αν είναι οι συγκεκριμένες παραγωγές από το DVD ή το διαδίκτυο, η ζωντανή παρακολούθησή τους παρέχει την ευκαιρία να αποτιμήσει κανείς "εκ των ένδον" τη συνολική θεατρική σκηνοθετική προσέγγιση αλλά και να βιώσει μία μουσική εκτέλεση με διαφορετικούς συντελεστές, όχι κατ’ανάγκη υποδεέστερους των αρχικών διδασκαλιών.
Την 5/4 διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι ότι η εξαιρετική δουλειά του διάσημου Αυστραλού σκηνοθέτη Μπάρρυ Κόσκυ πάνω στον "Σαούλ" του Χαίντελ δεν έχει χάσει τίποτα από την αρχική της σαγήνη! Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα δραματικό ορατόριο του Χαίντελ τυγχάνει σκηνικού ανεβάσματος. Γραμμένος απλά για συναυλιακή εκτέλεση, ο κατά γενική ομολογία θεωρούμενος ως ένα από τα αριστουργήματά του "Σαούλ" εξακολουθεί να ανεβαίνει σχετικά σπάνια, παρά το δραματικό και ψυχολογικό βάρος της μουσικής που επιτρέπει την κατάδυση στην ψυχοσύνθεση των εμπλεκομένων σε πολιτικές και οικογενειακές συγκρούσεις χαρακτήρων. Το εμπνευσμένο από την Παλαιά Διαθήκη λιμπρέτο εστιάζει στην ζήλια και την παράνοια που προκαλεί ο κίνδυνος απώλειας της εξουσίας, εν προκειμένω του Σαούλ έναντι του Δαυίδ, ο οποίος έσωσε το λαό του Ισραήλ από τον γίγαντα Γολιάθ.
Έχοντας αντιληφθεί τη στενή σύνδεση θεάτρου και μουσικής στο συγκεκριμένο έργο, ο Κόσκυ έστησε μία αριστουργηματική παράσταση (αναβίωση σκηνοθεσίας: Ντόννα Στίρραπ), πολύ δυνατή σε επίπεδο εικόνας, που συνδύασε ιδανικά εξωστρέφεια και εσωτερικότητα, στοιχεία διάχυτα σε αυτό αλλά και στο μπαρόκ γενικότερα. Σκηνικά, κοστούμια (Κάτριν Λέα Ταγκ), χορογραφία (Όττο Πίχλερ), κινησιολογία υπηρετούσαν διαρκώς και ευφάνταστα (π.χ. η χορευτική επένδυση των ορχηστρικών αποσπασμάτων) την δραματουργία, καθηλώνοντας, σε συνδυασμό με τη χειρουργικής ακρίβειας, άκρως σωματική διδασκαλία, τους θεατές!
Εντύπωση προκάλεσαν οι εντελώς αντίθετες όψεις του επικλινούς σκηνικού χώρου με τους τόνους μαύρης άμμου (στάχτης) στις δύο πράξεις. Η οπτικοποίηση της εορταστικής Α’ πράξης διέθετε μπουρλέσκ στίγμα, από τα τεράστια τραπέζια με τα λουκούλλεια εδέσματα και τις εικόνες "νεκρής φύσης" (που παρέπεμπαν σε πίνακες του Γιαν Ντάβιντς ντε Χέιμ), μέχρι τα πολύχρωμα κοστούμια με άρωμα 18ου αιώνα και τις δυναμικές χορογραφίες. Η αντίστιξη προς τη μοναδική λιτότητα/γύμνια της σκοτεινής Β’ πράξης, με τα μαύρα κοστούμια και τα εκατοντάδες λευκά κεριά πάνω στη μαύρη άμμο που κατέκλυσαν τη σκηνή, υπήρξε συγκλονιστική, ιδίως επειδή επέτρεπε την εστίαση στα ψυχολογικά διλήμματα του κεντρικού ήρωα και τη σταδιακή "απογύμνωσή" του! Ούτε σε αυτήν έλειψαν οι πολύ δυνατές στιγμές, όπως π.χ. αυτή του χορωδιακού της επιθυμίας ή -πρωτίστως- αυτή της ανατριχιαστικής αναμέτρησης του Σαούλ με την -ερμαφρόδιτη- μάγισσα του Έντορ (που σαν να "γεννήθηκε" από το άρρωστο πνεύμα του βασιλιά!), η οποία παρέπεμπε στον σαιξπηρικό "Μάκβεθ".
Η παραγωγή υπήρξε εξίσου επιτυχημένη και από μουσικής πλευράς, κατ’αρχάς λόγω της σύμπραξης της σημαντικής ορχήστρας οργάνων εποχής Concerto Copenhagen, την οποία διηύθυνε από το τσέμπαλο ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Λαρς Ούλρικ Μόρτενσεν. Υφολογικά ενημερωμένη, σφριγηλή, αφηγηματικά εύροη, η μουσική του διεύθυνση ευχαρίστησε σε μεγάλο βαθμό, μολονότι υπήρχαν περιθώρια για γλαφυρότερη απόδοση του ενορχηστρωτικού και πολυφωνικού πλούτου και της ποικιλίας διαθέσεων (βιαιότητα, τραγικότητα, θλίψη) της μουσικής. Ο ήχος των 43 οργάνων εποχής (περιλαμβανομένων γκλόκενσπηλ και καριγιόν) γέμισε τη μεγάλη, θαυμάσιας ακουστικής αίθουσα, ενώ και η συνοδεία μονωδών και χορωδών υπήρξε ιδιαίτερα φροντισμένη.
Ακολούθως, λόγω της πολύ καλής συμμετοχής της Χορωδίας της Βασιλικής Όπερας της Δανίας, η οποία ικανοποίησε με την ποιότητα του -ρυθμικά όχι πάντοτε ανεπίληπτου, πάντως- τραγουδιού της, κυρίως όμως με την ένταση και το συντονισμό της σκηνικής της παρουσίας σε ένα έργο όπου διαδραματίζει κομβικό ρόλο, σχολιαστή και πρωταγωνιστή των δρώμενων.
Τέλος, λόγω του ιστορικά ενημερωμένου τραγουδιού (σε ένα έργο με μόλις 4 άριες da capo – δείγμα απομάκρυνσης από τις επιταγές της opera seria) μιας φερέγγυας πολυεθνικής διανομής, στην οποία τέθηκαν επικεφαλής δύο Άγγλοι μονωδοί, που -αυτονόητα- νοηματοδότησαν υποδειγματικά το αδόμενο αγγλικό κείμενο. Τα φώτα τράβηξε κυρίως ο Σαούλ του μπασοβαρύτονου Κρίστοφερ Πέρβες, πρώτου διδάξαντος του ρόλου στη συγκεκριμένη παραγωγή, ο οποίος συνάρπασε τόσο με τη δύναμη, τις αποχρώσεις και το ψυχολογικό βάθος της υπόκρισης όσο και με το κύρος του τραγουδιού του, παρά κάποιες αστάθειες στην κολορατούρα. Εξαιρετικά καλοτραγουδισμένος (θαυμάσιες χαμηλές νότες!) και ευαίσθητος ήχησε πλάι του ο Ιωνάθαν του τενόρου Μπέντζαμιν Χάλλετ.
Από τους λοιπούς μονωδούς, ικανοποίησε ιδιαίτερα ο Δανός κόντρα τενόρος Μόρτεν Γκρόβε Φράντσεν, ως Δαυίδ με φωνητικά αξιόπιστη και σκηνικά δυναμική, νεανική παρουσία. Η συμπατριώτισσα του υψίφωνος Κλάρα Σεσίλιε Τόμσεν και η Εσθονή ομόλογός της Μύριαμ Μέσακ απέδωσαν πειστικά, με διακριτά τίμπρα, μουσικότητα και φίνα σκηνική παρουσία τους χαρακτήρες των δύο θυγατέρων του Σαούλ, Μεράμπ και Μιχάλ αντίστοιχα.
Ο Αμερικανός τενόρος Τόμας Τσιλλούφφο κατάφερε να ενσαρκώσει τέσσερις διαφορετικούς καρατερίστικους ρόλους (Αρχιερέας, Άμπνερ, Αμαλεκίτης, Ντο’εγκ), αντιδιαστέλλοντάς τους φωνητικά και θεατρικά με μεγάλη ευελιξία, ενώ ο Μίχαελ Κρίστενσεν αξιοποίησε το "λευκό" και λεπτό φωνητικό του ηχόχρωμα και τη γκροτέσκα σκηνική μεταμφίεση για να σκιαγραφήσει ένα ιδιαίτερο πορτραίτο της μάγισσας του Έντορ.
Μία σπουδαία παράσταση μουσικού θεάτρου που ολοκληρώθηκε υπό θυελλώδεις επευφημίες και με τη δέουσα όσο και …ιδιαίτερη απόδοση τιμών -από κοινό και συντελεστές- στην παρούσα στην αίθουσα (πρώην) βασίλισσα Μαργαρίτα!
Την επομένη (6/4) η παρακολούθηση της δουλειάς της Κέιτι Μίτσελ για την "Αριάδνη στη Νάξο" του Ρίχαρντ Στράους θύμισε πολύ την περίφημη παραγωγή της για την "Λουτσία ντι Λαμμερμούρ" του Ντονιτζέττι, που απολαύσαμε το 2018 στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" της Λυρικής (όπου και θα επανέλθει την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο). Για τη συγκεκριμένη "Αριάδνη", που αποτέλεσε συμπαραγωγή του Φεστιβάλ της Αιξ με τις Όπερες του Παρισιού, του Ελσίνκι και της Κοπεγχάγης, γράφτηκε ότι…"αξίζει κανείς να διασχίσει ηπείρους, ακόμη και ωκεανούς για να την απολαύσει"! Πόσο δικαιώθηκαν τέτοιοι ισχυρισμοί;
Προσφεύγοντας στη λίαν διαδεδομένη τεχνική του "θεάτρου εν θεάτρω", η οποία ταιριάζει εν προκειμένω γάντι σε μία "όπερα δωματίου" αποτελούμενη από έναν Πρόλογο και μία μεγάλη Πράξη, η Μίτσελ την οργάνωσε/παρουσίασε ως μία παράσταση δύο έργων που παρήγγειλαν κάποιοι πλούσιοι Βιεννέζοι μαικήνες (πρόσθετοι ρόλοι) για κατ’οίκον απόλαυση, διχοτομώντας και πάλι τον σκηνικό χώρο! Όλοι οι πρωταγωνιστές εμφανίσθηκαν από την αρχή ως ηθοποιοί και έμπαιναν σταδιακά στη σκηνική δράση ως "ρόλοι" στα 2 διαδοχικά/ταυτόχρονα παρουσιαζόμενα έργα υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Συνθέτη. Και στην παρούσα αναβίωση (με επιμέλεια του Ρόμπιν Τέμπατ) θαύμασε κανείς εκ νέου την σκην(οθετ)ική επιδεξιότητα της Μίτσελ, την αβίαστη εκτύλιξη των (μετα)κινήσεων του συνόλου της διανομής, την απόδοση δραματουργικής βαρύτητας σε και την διερεύνηση της ψυχολογίας κάθε χαρακτήρα, ακόμη και δευτερεύοντα.
Βέβαια, η εσωτερικότητα και ο τραγικο-κωμικός χαρακτήρας του έργου (τον οποίο απαξίωσε ρητά στο φινάλε -ως προς το αν συνιστά το μέλλον της όπερας- ο διοργανωτής της βραδιάς!) αποδόθηκαν δραματουργικά (Μάρτιν Κριμπ) με έναν τρόπο εξαιρετικά ιδιαίτερο και σύνθετο, ο οποίος μάλλον δυσκόλεψε την κατανόησή του. Με την εξαίρεση ίσως ενός queer Χοροδιδασκάλου στον Πρόλογο, το χιούμορ του έργου μάλλον παραβλέφθηκε ή δεν λειτούργησε, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την βγαλμένη από τον κόσμο της "κομμέντια ντελ’άρτε" ομάδα συντρόφων της Τζερμπινέττας, με την κάπως μηχανική/σχηματική παρουσία, που ενίσχυε κατά τόπους μόνο ο φωτισμός των κοστουμιών τους με led.
Μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε, αντιθέτως, στην opera seria, την τραγωδία της Αριάδνης, η οποία επιτάθηκε από την αναπαράστασή της ως εγκυμονούσας (!) το παιδί του Βάκχου, το οποίο μάλιστα γέννησε και επί σκηνής. Ενδιαφέρον παρουσίασε ο τρόπος και η στοχαστικότητα των παρεμβάσεων της Τζερμπινέττας στο δράμα της Αριάδνης, που εντάσσονταν σ’έναν ευρύτερο, ενίοτε ενοχλητικό, σαρκαστικό (επι)σχολιασμό της σκηνικής δράσης.
Σε μουσικό επίπεδο, η 35χρονη Λιθουανή αρχιμουσικός Γκίντρε Σλέκυτε απέδωσε με αρκετή ενέργεια την απαιτητική, μελωδική παρτιτούρα του Ρίχαρντ Στράους, μολονότι δεν μπόρεσε να εκμαιεύσει από την ιστορική Βασιλική Ορχήστρα της Δανίας παίξιμο μεγαλύτερης διαφάνειας και καλλιέργειας ήχου αλλά και αφηγηματικής ρευστότητας, ποιότητες εξίσου κρίσιμες στα μελοδραματικά έργα του Βαυαρού μουσουργού.
Η πολυεθνική διανομή υπήρξε υψηλού επιπέδου και αρκετά ισορροπημένη, διακρίθηκε δε για τη λαγαρή φραστική και άρθρωση του αδόμενου λόγου. Η Αριάδνη της Δανέζας δραματικής υψιφώνου Ανν Πέτερσεν (προ δεκαετίας Ιζόλδη στην ΕΛΣ) εντυπωσίασε πάντως περισσότερο φωνητικά (τι ψηλές νότες!) παρά υποκριτικά, λόγω της κάπως βαριάς σκηνικής παρουσίας. Πολύ καλές μουσικοδραματικά ήσαν τόσο η Τζερμπινέττα της Ισπανίδας κολορατούρα σοπράνο Σερένας Σάενθ όσο και ο Συνθέτης της Σουηδέζας μεσοφώνου Ελίζαμπετ Γιάνσον. Επαρκής πρόβαλε ο Βάκχος του Αφροαμερικανού τενόρου Τζέιμζ ΜακΚορκλ, απόλυτα αξιόπιστοι ο Δάσκαλος μουσικής του Αυστριακού βαρύτονου Μίχαελ Κράους και ο Μπριγκέλα του Δανού τενόρου Γκερτ Χέννινγκ Γιένσεν. Θαυμάσιες φωνητικά, με υγιή, νεανικά ηχοχρώματα, υπήρξαν οι 3 Nύμφες (Μέτζγκερ, Λούντ Λάρσεν & Σουαγέ).
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Οι Ισραηλίτες εορτάζουν τη νίκη του Δαυίδ επί του Γολιάθ, μπροστά στο κομμένο κεφάλι του γίγαντα: στιγμιότυπο από την Α’ πράξη του δραματικού ορατορίου "Σαούλ" του Χαίντελ που ανέβηκε σκηνικά (5/4) στην Όπερα της Κοπεγχάγης σε σκηνοθεσία Μπάρρυ Κόσκυ © Miklos Szabo