Λίγο μετά την έναρξη της συναυλίας, αφού είχαν ήδη δημιουργήσει ξεσηκωτικό κλίμα ανάμεσα στον κόσμο, οι τέσσερις νεότεροι κιθαρίστες των Gipsy Kings σχημάτισαν ημικύκλιο πάνω στη σκηνή του Sani Festival κι έβαλαν στη μέση τον συνιδρυτή του γκρουπ, Tonino Baliardo, με τη δική του (χαρακτηριστική) κιθάρα. Ώστε να ριχτούν όλοι μαζί σε ένα ρεσιτάλ flamenco παιξιμάτων, το οποίο συνδύασε άψογα θέαμα και ουσία.
Έδειξαν, έτσι, γιατί αυτή η φλογερή τσιγγάνικη δεξιοτεχνία με τις καταλανικές ρίζες και τις rumba ή salsa λοξοδρομήσεις αποτελεί πολύτιμη προίκα για το συγκεκριμένο συγκρότημα, επιτρέποντάς του να διακρίνεται ακόμα κι όταν κινείται στο ρελαντί ή όταν εμφανίζεται δίχως τον αυθεντικό του τραγουδιστή Nicolas Reyes, όπως συνέβη στον ειδυλλιακό λόφο της Χαλκιδικής. Δεν υπάρχει κανένα δράμα εδώ, βέβαια. Σε 45 χρόνια καριέρας οι Gipsy Kings ήταν πάντα μια οικογενειακή υπόθεση, οπότε, τώρα που μεγάλωσαν πια και τα παιδιά τους, Baliardo & Reyes διατηρούν μια ρευστή, ελεύθερη κατάσταση, ώστε να μπορούν και να εμφανίζονται μαζί, μα και να ηγούνται διαφορετικών εκδοχών ενός γκρουπ που πέτυχε να καταχωρηθεί γερά στη συλλογική μουσικόφιλη μνήμη, γενόμενο αναγνωρίσιμο ακόμα και σε όσους δεν αρέσει.
Άλλωστε το διεθνές κοινό που ήρθε να τους προϋπαντήσει –Έλληνες φίλοι του Sani Festival, αλλά και κόσμος από κάμποσες χώρες που παραθερίζει στο ξενοδοχειακό συγκρότημα του Sani Resort– δεν πολυσκοτιζόταν για τέτοιες λεπτομέρειες, δείχνοντας εξαρχής τον ενθουσιασμό του, ήδη απ' όταν τους είδε να λαμβάνουν θέσεις κάτω από τον εντυπωσιακά φωτισμένο βυζαντινό πύργο του λόφου. Ο οποίος στέκεται εκεί από τα τέλη του 14ου αιώνα (ή τις αρχές του 15ου), έχοντας κηρυχθεί κι επισήμως σε πολιτιστικό μνημείο.
Η βραδιά, λοιπόν, ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Το γκρουπ καλησπέρισε μ' ένα λιτό "buenas noches" και το πλήθος σιγόνταρε με πρόθυμα χειροκροτήματα το εναρκτήριο "La Dona" –αφιερωμένο στη Μπριζίτ Μπαρντό, την οποία οι Gipsy Kings γνώρισαν κάποτε στο Σαιν Τροπέ, προτού γίνουν διάσημοι. Παράλληλα, ένα θαλασσινό αεράκι πρόσφερε πολύτιμες νότες δροσιάς στη ζεστή, καλοκαιρινή βραδιά, ενώ ο μεσαιωνικός πύργος άλλαζε διάφορους χρωματισμούς, πότε γενόμενος ελαφριά μωβ και πότε γαλαζωπός, με ένα κόκκινο να λάμπει στην "καρδιά" του.
Όσο για το κέφι, αυτό άναψε από πολύ νωρίς ανάμεσα στους καθήμενους, αφού μόλις δεύτερο στο set παίχτηκε το ιδιαίτερα λαοφιλές "Djobi Djoba", για να το ακολουθήσει η διασκευή στο "Hotel California". Με έναν καταιγισμό θεσπέσιων flamenco κιθάρων να σκορπά γενική ευφορία, φέρνοντας στο προσκήνιο και μνήμες κινηματογραφικές, λόγω της χρήσης του στο soundtrack της αγαπημένης ταινίας "Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι".
Οι τρεις αυτές επιλογές, εντωμεταξύ, έδειξαν και πώς λύνει η συγκεκριμένη εκδοχή των Gipsy Kings το πρόβλημα της έλλειψης του Reyes: τον αντικαθιστούν τρεις φωνές, κάθε μία με διαφορετικό στυλ, αφού πίσω από τα μικρόφωνα δεν βρίσκεται μόνο ο Jean Rey (ο οποίος έχει τον κυρίως τραγουδιστικό ρόλο στην εν λόγω σύνθεση), αλλά και οι δύο γιοι του Tonino Baliardo, που ταυτόχρονα παίζουν και κιθάρες –ο Miguel ή Mika (Mickaël Baliardo) και ο επονομαζόμενος Mounin, ο οποίος έχει γεννηθεί ως Cosso, αλλά ταυτόχρονα τον φωνάζουν και Benji Baliardo. Μην το ψάχνετε, οι περισσότεροι Τσιγγάνοι (τουλάχιστον στην Καταλωνία) το έχουν συνήθειο να γίνονται γνωστοί με διάφορα παρατσούκλια, που συχνά μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με το μικρό τους όνομα.
Ο Jean Rey, τώρα, εκπροσωπεί μια προσπάθεια για πατήματα στην επίκαιρη μουσική πραγματικότητα, διαθέτοντας φωνή με ελαφρύτερο χαρακτήρα, την οποία διανθίζει με τσιγγάνικης αισθητικής "φιογκάκια" και γυρίσματα, προσφέροντας μια πιο εξευγενισμένη εκδοχή του flamenco συναισθήματος. Ήταν αξιοπρόσεκτος κι έπιασε εκπληκτικές επιδόσεις στο "Baila Me" (το μόνο σημείο όπου ο Tonino Baliardo έκανε ένα μικρό διάλειμμα), ενώ πήρε πάνω του και το "Volare" στο encore, όταν οι Gipsy Kings ξαναβγήκαν στη σκηνή μετά από επίμονες φωνές κι απαιτήσεις του κόσμου για "ένα ακόμα". Ο Miguel Baliardo, πάλι, λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ του κλασικού προφίλ της μπάντας και των νεότερων αναζητήσεών της, καθώς οι φωνητικές του χορδές επιτρέπουν και ποπ ανοίγματα, αλλά και ψηλές νότες με παθιασμένα ξεσπάσματα, τα οποία θύμιζαν τον δικό μας Μάκη Χριστοδουλόπουλο στις δόξες του. Αλλά εκείνος που σαφώς ξεχωρίζει, κάνοντάς σε να ξεχνάς την απουσία του Nicolas Reyes, είναι ο Mounin.
Όπως φάνηκε, δηλαδή, ήδη απ' όταν βγήκε μπροστά και πήρε πάνω του το "Djobi Djoba", είναι αυτός που εκπροσωπεί τα πιο κλασικά χαρακτηριστικά των Gipsy Kings, τραγουδώντας με ένα βαθύ γρέζι και μια γοητευτική βραχνάδα, αλλά κι εκτελώντας μικρά, λεπτοκαμωμένα χορευτικά με τα χέρια και τα δάχτυλά του, τα οποία ξεσήκωσαν κάμποσα "όλε, όλε" στον λόφο της Σάνης –ειδικά στο "Todos Ole", όπου κάλεσε τον κόσμο να σηκωθεί από τις θέσεις του και να σιγοντάρει την προσπάθεια της μπάντας. Πράγμα που λειτούργησε, τελικά, ως σύνθημα για γενικό ξεσηκωμό, αφού μεγάλο μέρος του κοινού βρήκε την ευκαιρία να αφήσει οριστικά τα καθίσματά του και να πάει να σταθεί όρθιο μπροστά στη σκηνή, χορεύοντας, τραγουδώντας ή/και τραβώντας φωτογραφίες και βίντεο.
Έτσι, το "Bem Bem Maria" και το "Baila Me" έγιναν δεκτά με μια σφριγηλή αλέγκρο διάθεση, που μετατράπηκε σε αληθινό πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για το θρυλικό "Bamboléo" –με τον Mounin, φυσικά, να λαμβάνει εκ νέου τα βασικά ερμηνευτικά ηνία. Κάπου προς τη μέση του set, βέβαια, υπήρξαν κι άλλες στιγμές, στις οποίες οι Gipsy Kings έπαιξαν στο ρελαντί, δοκιμάζοντας κάποια καινούρια τραγούδια (από έναν δίσκο που για την ώρα ακόμα ετοιμάζεται) ή ποντάροντας σε επιλογές πιο στοιχειώδους λογικής, σαν το "Peregrino" ή το "Chiribi".
Τέτοια στιγμιότυπα είναι πιο "δεύτερα", γιατί τους βρίσκουν απλά να ανακατεύουν τη δοκιμασμένη συνταγή και να υπερτονίζουν την πιο δυτικοποιημένη και "ποπ" πλευρά της μουσικής τους. Η οποία, βέβαια, διατηρεί σταθερή εκπροσώπηση στα μετόπισθεν των κιθάρων, όπου παρατάσσονται ντραμς, ηλεκτρικό μπάσο και πλήκτρα που ανά στιγμές ξεχύνονταν σε latin pop κατευθύνσεις βγαλμένες, θαρρείς, από δίσκους της Gloria Estefan. Μια συναυλιακή συνθήκη, όμως, έχει διαφορετική δυναμική από το στούντιο. Κι έτσι οι Gipsy Kings διατήρησαν την κελαρυστή τους ενέργεια ακόμα και σε αυτά τα κομμάτια, χάρη στην flamencο και rumba βεντάλια των κιθάρων τους, και τις ερμηνευτικές εξάρσεις του Mounin.
Έτσι, όταν βγήκαν για το πολυπόθητο encore, εν μέσω πανηγυρισμών, το έκαναν ως πραγματικοί "stars on the hill" (όπως λέει και το μότο του Sani). Με τη διασκευή τους στο αθάνατο "Volare" να στεφανώνει το φεστιβάλ, το οποίο έκλεισε τη φετινή σεζόν αφήνοντας το κοινό με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Ειδικά όσους το συνδύασαν με παραμονή σε ένα από τα πέντε ξενοδοχεία του Sani Resort, ενισχύοντας ή και ολοκληρώνοντας, αν θέλετε, μια σπάνια εμπειρία φιλοξενίας και γαστρονομίας, που παντρεύει τις παραθαλάσσιες ομορφιές του τόπου μας με υψηλές διεθνείς προδιαγραφές. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, τα 32 χρόνια του Sani Festival ή η αίγλη που απολαμβάνει και στο εξωτερικό. Πλέον, λοιπόν, ανυπομονούμε για το πρόγραμμα του επόμενου καλοκαιριού.