Τη σταθερή και ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη πορεία της διατήρησε μέσα στην καλλιτεχνική περίοδο που ολοκληρώθηκε πρόσφατα η "Φιλαρμόνια" Ορχήστρα Αθηνών, η μόνη ιδιωτική ορχήστρα της χώρας. Αυτό για το οποίο ξεχωρίζει η Φιλαρμόνια, πέρα από το υψηλό της επίπεδο, είναι η ποιότητα και σπανιότητα των προγραμμάτων της, δύο από τα οποία θα μας απασχολήσουν στο σημερινό κριτικό σημείωμα.
Λίγο πριν αρχίσει η θερινή σαιζόν, στην τελευταία της συναυλία (30/5) στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή Βύρωνα Φιδετζή, η Φιλαρμόνια προσέφερε ένα θαυμάσιο πρόγραμμα με πρώτες πανελλήνιες εκτελέσεις δύο έργων της υστερορομαντικής περιόδου.
Αρχικά ακούσθηκε το τελευταίο συμφωνικό ποίημα του Λιστ "Από το λίκνο στο μνήμα". Η διαφάνεια ήχου και η ευγένεια του παιξίματος των εγχόρδων συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχημένη απόδοση του πνευματικού και μεταφυσικού στοιχείου, που αποτυπώνεται στα δύο ακραία, σχετικά αργά μέρη τούτης της 15λεπτης διάρκειας μουσικοφιλοσοφικής θέασης του ανθρώπινου βίου (από τη γέννηση στο θάνατο). Εξίσου ευχαρίστησαν οι καλλιεπείς παρεμβάσεις των ξύλινων, όπως των φλάουτων πάνω στις στοχαστικές εκμυστηρεύσεις των εγχόρδων στο εναρκτήριο andante ή ακόμη του κλαρινέτου της Τσάμου και του φαγκότου του Πριόβολου στο φινάλε, που ολοκλήρωσαν με μοναδική κομψότητα τα βιολοντσέλα. Οι ίδιες αρετές αξιοποιήθηκαν ευπρόσδεκτα και στις κορυφώσεις του απερίφραστα ρομαντικού ενδιάμεσου agitato rapido, που αντανακλά τον αγώνα για την επιβίωση.
Όλο το ενδιαφέρον είχε, πάντως, επικεντρωθεί -εύλογα- στο κύριο έργο της βραδιάς, το περίφημο "Κοντσέρτο για πιάνο, ορχήστρα και ανδρική χορωδία" του Μπουζόνι, ένα από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια (άνω των 70’) και δυσκολότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου, με το οποίο ελάχιστοι δεξιοτέχνες αποτολμούν να αναμετρηθούν παγκοσμίως!
Εν προκειμένω, σολίστ ήταν ο Παναγιώτης Τροχόπουλος, ένας από τους πλέον ικανούς τεχνικά και φιλέρευνους πιανίστες μας, που είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με υπερβατικής δυσκολίας έργα του ρομαντικού κυρίως ρεπερτορίου.
Αντίθετα απ’ό,τι ίσως θα πίστευε κανείς, το συγκεκριμένο έργο, παρά τις απίστευτες τεχνικές απαιτήσεις του, δεν ανήκει στα κοντσέρτα που γράφονται για να αναδείξουν τη δεξιοτεχνία ενός πιανίστα. Αποτελεί μάλλον αντιπροσωπευτικό δείγμα του λεγόμενου "συμφωνικού κοντσέρτου", στο οποίο το πιάνο εντάσσεται πολύ πιο οργανικά στη συμφωνική ορχήστρα, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της. Και στα πέντε μέρη του σχεδόν κανένα από τα βασικά θέματα δεν εκτίθεται αυτοτελώς από το πιάνο: οι σπάνιες σολιστικές εξάρσεις υπολείπονται έντονα των τμημάτων στα οποία το πιάνο σχολιάζει θέματα που εισάγει η ορχήστρα.
Αναπόδραστα, κάθε ερμηνεία του προϋποθέτει από τον πιανίστα απαντοχές, δεξιοτεχνία, έκφραση, στοιχεία που διέθετε -και με το παραπάνω- ο Τροχόπουλος. Χωρίς να αμελεί την κατά τόπους μεγάλη ένταση και ρυθμική σβελτάδα, ο Βεροιώτης σολίστ στάθμισε εντυπωσιακά τους ηχητικούς όγκους, πρόσεξε ιδιαιτέρως τις δυναμικές και απέφυγε ανέξοδες "σφυροκοπηματικές" χειρονομίες, που θα αλλοίωναν τον κατά βάση στοχαστικό χαρακτήρα και την εσωτερικότητα του έργου.
Δεν ίσχυσε το ίδιο για την -ακριβέστατη- μουσική διεύθυνση του Φιδετζή, η οποία υπήρξε συχνά αρκετά εξωστρεφής: ιδιαιτέρως ζωηρή και λιγότερο ανάλαφρη στο ιταλικού λαϊκού χρώματος "Pezzo giocoso", μάλλον θορυβώδης στο ατμοσφαιρικό "Pezzo serio" (το θαυμάσιο τρίτο μέρος και καρδιά του έργου), μεγαλόπρεπη αλλά και λιγότερο γκροτέσκα στην ταραντέλα του επίσης ιταλικού, αλλά πιο δεξιοτεχνικά λαμπερού τέταρτου μέρους. Στο ιδιότυπο φινάλε, το μυστηριώδες "Canticο" (θαυμάσιο σόλο όμποε του Κοντού), η μεγάλη ανδρική χορωδία (το ανδρικό τμήμα της "Ακαδημαϊκής Χορωδίας Νέων Αθηνών" σε μουσική διδασκαλία Νίκου Μαλιάρα) -που δεν τραγούδησε αφανής στο παρασκήνιο, όπως προέβλεπε ο συνθέτης!- χάρισε μαλακό, αν και όχι πάντοτε εστιασμένο τραγούδι, συμβάλλοντας στο ιδιαίτερο λυτρωτικό κλείσιμο της μνημειώδους αυτής σύνθεσης. Οι έντονες επευφημίες του πολυάριθμου κοινού πρόβαλαν απόλυτα δικαιολογημένες για ένα από τα πιο δυνατά και αξιομνημόνευτα μουσικά γεγονότα της περιόδου 2023/2024!
Κατά τα λοιπά, η Φιλαρμόνια έδωσε καθ’όλη τη διάρκεια της χρονιάς αρκετές συναυλίες σε διαφορετικούς χώρους. Οι περισσότερες από αυτές φιλοξενήθηκαν στην ανακαινισμένη υπόγεια "Αίθουσα Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών, του οποίου τυγχάνει resident ορχήστρα. Η αίθουσα αυτή έχει, όμως, συγκεκριμένη ηχοχωρητικότητα, που δεν ενδείκνυται για εμφανίσεις μεγάλων συμφωνικών συνόλων!
Αυτό έγινε αντιληπτό στην περίφημη 4η Συμφωνία του Μπραμς, μια από τις σημαντικότερες της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας, κύριο έργο μιας -εξαιρετικής κατά τ’άλλα- συναυλίας, που δόθηκε υπό τον αρχιμουσικό Γιώργο Ζιάβρα στις ….15/11/2023 (εν μέσω άφθονων μουσικών γεγονότων) και θα ήταν κρίμα να περάσει απαρατήρητη!
Προφανώς, λόγω του μεγέθους της αίθουσας, ο αρχιμουσικός επέλεξε ένα σχηματισμό "δωματίου" με 35 έγχορδα (και τα βιολοντσέλα στο κέντρο), 18 πνευστά και ένα σολίστα κρουστών.
Η εκτέλεση υπήρξε σαφώς προσεγμένη, βασίσθηκε δε στο θαυμάσιο παίξιμο των υπό τον Τοκάρεφ εγχόρδων και τις καλλιεπείς συνεισφορές των ξύλινων (όπως πχ. αυτές του φλάουτου της Ιορδανίδου στο φινάλε ή του κλαρινέτου της Τσάμου) και κύλησε χωρίς απρόοπτα και ολισθήματα, πλην κάποιων σποραδικών των χάλκινων και δη των κόρνων. Παρά τις αρκετά γοργές ταχύτητες (ιδίως στο τρίτο μέρος, περισσότερο vivace απ’ό,τι giocoso), την έλλειψη φωτοσκιάσεων αλλά και βαθύτερης επεξεργασίας σε κάποια σημεία (και δη στην καταληκτική πασσακάλια), η καλή εποπτεία της σπάνιας τελειότητας δομής από τον Ζιάβρα διασφάλισε την αβίαστη προβολή του μελωδικού και αρμονικού υλικού. Ιδιαίτερα ικανοποίησε το αργό, λυρικό δεύτερο μέρος (andante moderato) με τα πιο εύροα τέμπι και την προσπάθεια κλιμακώσεων των δυναμικών. Όμως, η επιθετικότητα του ήχου στη μικρή αίθουσα αλλοίωνε διαρκώς τις ισορροπίες και -κάπως άδικα- τις τελικές εντυπώσεις, αφού έμενε κυρίαρχη μια γενικότερη αίσθηση ορμής εις βάρος της ιδιότυπης μελαγχολίας, της στοχαστικής διάθεσης, της βαθιάς πνευματικότητας που συνιστούν την ουσία του ρομαντικού αυτού αριστουργήματος…
Πολύ καλύτερα, αντιθέτως, κύλησε το πρώτο μέρος της βραδιάς, στο οποίο ακούσθηκαν δύο έργα με αρχαιοελληνική θεματική.
Αρχικά προσφέρθηκε σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση το τελευταίο φωνητικό έργο που συνέθεσε ο Μπρίττεν, η δραματική καντάτα για μεσόφωνο και μικρή ορχήστρα "Φαίδρα" με σολίστ την Έλενα Μαραγκού. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ιδανικότερη ερμηνεύτρια του 15λεπτου έργου στη χώρα μας από τη συγκεκριμένη μεσόφωνο, η οποία διέθετε και την αίσθηση της εξαγγελίας και το αρκούντως σκούρο τίμπρο και την προσεγμένη -αν και ενίοτε θολή- άρθρωση της αγγλικής και -κυρίως!- την σωστή έκφραση για να αποδώσει αυτή τη διαδοχή ρετσιτατίβι και φωνητικών μερών με στίχους αντλημένους από την ομότιτλη τραγωδία του Ρακίνα.
Αξιοποιώντας στο έπακρο το προσεγμένο παίξιμο των εγχόρδων και τις ατμοσφαιρικές παρεμβάσεις των κρουστών, η μουσική διεύθυνση φώτισε με θεατρικότητα την πρωτότυπη ενορχήστρωση, μολονότι η στάθμιση των ηχητικών όγκων δεν ήταν και πάλι ευχερής. Εξαιρετική ήταν η συνοδεία της μονωδού στα ρετσιτατίβι από τον Ζιάβρα στο τσέμπαλο, θυμίζοντας τη χημεία, που εντυπωσίασε στο πρόσφατο CD τους με τίτλο "Greek Songs by Non-Greek composers" ["Ελληνικά τραγούδια από μη Έλληνες συνθέτες"], με έργα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, την επανάσταση του 1821 και την ταραγμένη δεκαετία του 1940, το οποίο κυκλοφόρησε διεθνώς από την Et’Cetera Records.
Η έμπνευση από την Αρχαία Ελλάδα (εν προκειμένω το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα) και οι ομοιότητες στην ενορχήστρωση χαρακτήρισαν και το επόμενο έργο, την "Σερενάτα για σόλο βιολί, άρπα, κρουστά και έγχορδα" του Μπέρνσταϊν, με σολίστ την -εξάρχουσα της ΚΟΑ- Κατερίνα Χατζηνικολάου.
Το σπάνια παιζόμενο και πανέμορφο κοντσέρτο, ένα από τα πιο πρωτότυπα/ιδιαίτερα του 20ού αιώνα, είναι αρθρωμένο σε 5 μέρη, που αναφέρονται ευθέως σε λόγους σπουδαίων στοχαστών της αρχαιότητας. Η σπάνιας ευγένειας και φινέτσας γραφή για το βιολί -άλλοτε ξεκάθαρα λυρική άλλοτε πιο τζαζίστικη (όπως στο 5ο μέρος με τον διάλογο βιολιού-κοντραμπάσου)- ξεχωρίζει για την αλληλουχία και συμπλοκή μιας σειράς μελωδικών θεμάτων, που υποδηλώνουν τις συνεχείς αλλαγές ύφους και διαθέσεων του έργου.
Ευφυής και δεξιοτεχνικά ικανότατη βιολίστρια, πάντοτε άρτια προετοιμασμένη και με σπάνια αντίληψη της αισθητικής των έργων, η Χατζηνικολάου εντυπωσίασε με τη γραμμή, την ακρίβεια και την ανεπίληπτη ορθοτονία του παιξίματός της (σε μια παρτιτούρα άκρως απαιτητική στην υψηλή περιοχή του οργάνου), την πλαστικότητα της έκφρασης, την ευφράδεια της αφήγησης ακόμη και στην καντέντσα του 4ου μέρους, που δικαίωσαν τη ραψωδικά μοντερνιστική γραφή.
Ο Ζιάβρας εκμαίευσε από μια συγκεντρωμένη "Φιλαρμόνια" υποδειγματική συνοδεία, με ωραία αίσθηση του χρονισμού και δραματουργική αξιοποίηση των κρουστών.
Λεζάντας κεντρικής φωτογραφίας: Ο πιανίστας Παναγιώτης Τροχόπουλος ερμηνεύει το "Κοντσέρτο για πιάνο" του Μπουζόνι συνοδευόμενος από την "Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών" υπό τον Βύρωνα Φιδετζή ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 30/5)