Όσο πλησίαζαν οι μέρες για την επιστροφή των Judas Priest στην Αθήνα, πολλοί βρέθηκαν να αναρωτιούνται (πάλι) πώς θα είναι η φετινή τους εμφάνιση. Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ, αν και, όσες φορές μας έχουν τιμήσει με την παρουσία τους οι Βρετανοί θρύλοι, δεν φαίνεται να έχουν απογοητεύσει. Η χθεσινή βραδιά στο Release Athens απέδειξε ότι η αδυναμία του κοινού για τους metal gods δεν σβήνει με τίποτα, παρά το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο είναι εμφανές ότι o frontman τους δεν μπορεί να αποδώσει πλέον με τον ίδιο ρυθμό.
Οι Αθηναίοι Saturday Night Satan είχαν μόλις ξεκινήσει το set τους όταν έφτασα (καταϊδρωμένη) στην Πλατεία Νερού το απόγευμα της Κυριακής, με τον ήλιο να με ψήνει. Αν και υπήρχαν αρκετοί γενναίοι που είχαν πιάσει κάγκελο, οι περισσότεροι προτίμησαν να παραμείνουν στη σκιά μέχρι να βγουν τα μεγαλύτερα συγκροτήματα. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να ανοίγεις μια φεστιβαλική μέρα μέσα στον καύσωνα, όμως οι Saturday Night Satan έκαναν μια τίμια προσπάθεια να μας βάλουν σε συναυλιακό mood. Έβλεπα πολλούς να κουνούν ρυθμικά το κεφάλι παρακολουθώντας τη frontman, Κατερίνα Soulthorn, να ερμηνεύει κομμάτια που θύμιζαν πολύ τα μυσταγωγικά 70s, με στίχους να μιλούν για μάγισσες, διαβόλους και ιεροτελεστίες στο λυκόφως και ρυθμικά riffs, δημιουργώντας ένα ευχάριστο κλίμα, μέχρι την έλευση της πολυαγάπητης metal τριάδας.
Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να δούμε μπάντες σαν τους Judas Priest να συνοδεύονται από εξίσου μεγάλα ονόματα (Accept και Bruce Dickinson), γι’αυτό και δεν μου φάνηκε παράξενο που ήδη από το δεύτερο act η Πλατεία Νερού είχε αρχίσει να γεμίζει. Όσοι δροσίζονταν ακόμα στη σκιά ή είχαν απομακρυνθεί από τη σκηνή για να πάρουν νερό και μπίρα, έτρεξαν ενθουσιασμένοι προς το stage με το που εμφανιστήκαν οι Accept. Το να χαρακτηρίσω την επιστροφή των Γερμανών "δυναμική" μου φαίνεται ότι δεν αρκεί. Παρότι ακόμα και στα πιο πρόσφατα τραγούδια από τον δίσκο "Humanoid", άκουγες χειροκρότημα, τσιρίδες και απανωτά "Accept! Accept! Accept!", προφανώς όλοι ήθελαν να ακούσουν τις επιτυχίες τους: "Restless and Wild", "Princess of the Dawn", "Metal Heart", "Teutonic Terror" και φυσικά "Balls to the Wall", με το οποίο έκλεισαν το set τους, φέρνοντας στη σκηνή τον κιθαρίστα με τον οποίο περιοδεύουν οι Judas Priest, Andy Sneap. Ακούραστοι και γεμάτοι κέφι, οι Accept γρήγορα ανέβασαν την ένταση στην Πλατεία Νερού και ο Mark Tornillo μπήκε δυναμικά στον ρόλο του frontman, ενθαρρύνοντάς μας διαρκώς να τραγουδήσουμε τα μελωδικά "ωωωω" στο "Princess of the Dawn" και το ρεφρέν του "Balls to the Wall", σταματώντας μόνο για να δροσιστεί πίνοντας μπίρα (το νερό είναι υπερεκτιμημένο).
Νωρίτερα, ο κιθαρίστας των Saturday Night Satan, Jim Kortis, γελώντας χαρακτήρισε αμφιλεγόμενη την εμφάνιση του Bruce Dickinson στην Αθήνα. Δικαιολογημένο, αν σκεφτούμε το επεισόδιο με τα καπνογόνα πρόπερσι, όταν ο Βρετανός θρύλος ήρθε στο ΟΑΚΑ μαζί με τους Iron Maiden. Φέτος θα τον βλέπαμε σόλο, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του δίσκου "The Mandrake Project", και δεν ήταν λίγοι που αστειεύονταν ότι η Πλατεία Νερού θα "φωτιστεί" με καπνογόνα την ώρα που παίζει ο Dickinson. Ευτυχώς, δεν ζήσαμε κι άλλες αμήχανες στιγμές παρόμοιες εκείνων του ’22. Αντιθέτως, η εμφάνιση του Bruce Dickinson ήταν συγκινητική για πολλούς και η ατμόσφαιρα έντονα φορτισμένη.
Έχοντας δει δύο φορές τους Iron Maiden, με σχεδόν το ίδιο setlist που είχαν για το Legacy of the Beast Tour, για εμένα η εμφάνιση το 2022 δεν ήταν τόσο απολαυστική όσο το 2018 στη Μαλακάσα -και δεν έφταιγαν μόνο τα καπνογόνα. Ο Dickinson ήταν σε πολύ μεγαλύτερη φόρμα όταν βγήκε χθες στη σκηνή του Release Athens για να πει το αγαπημένο "Accident of Birth". Η σκηνική του παρουσία παραμένει επιβλητική, ακόμα και όταν ερμηνεύει χωρίς τους Iron Maiden. Ατέλειωτο χοροπήδημα πέρα δώθε, παιχνίδια με τη μπάντα (που ήταν εξαιρετική και είχε φοβερό ήχο), τα αλησμόνητα "scream for me Athens!", στοιχειωτικά γέλια, σχόλια για το "furious greek jumping" και παύσεις για να μας μιλήσει, συστήνοντας τα τραγούδια με μικρές ιστορίες για νεκραναστάσεις, τον Λόρδο Βύρωνα και τον αγαπημένο του William Blake. Δύσκολο να του κρατήσεις μούτρα.
Μετά από τέσσερα ξεσηκωτικά κομμάτια, τον ήλιο να δύει και την Πανσέληνο του Ελαφιού να παίρνει τη θέση του, ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ακούσουμε τα "Tears of the Dragon" και "Chemical Wedding", ό,τι κοντινότερο σε μπαλάντα θα μπορούσε να έχει το setlist του Dickinson. Γρήγορα, όμως, επιστρέψαμε σε πιο ανεβαστικά κομμάτια (δύο από το "The Mandrake Project") και τη διασκευή του "Frankenstein" όπου είδαμε τον χαρισματικό frontman να κάνει εκκωφαντικούς πειραματισμούς με το θέρεμιν. Με "Darkside of Aquarius" και "Road to Hell" καταλάβαμε ότι σύντομα θα αποχαιρετούσαμε τον εκρηκτικό Bruce Dickinson, όχι, όμως, πριν μας καλοπιάσει με μια μικρή έκπληξη. Είναι γνωστή η εμμονή των Ελλήνων με το "Alexander the Great" των Iron Maiden και τα παράπονα συχνά που ποτέ δεν το παίζουν στις συναυλίες τους. Ήταν, λοιπόν, μια μικρή δικαίωση για τους Έλληνες μεταλλάδες όταν ο Dickinson εμφανίστηκε φορώντας μια περικεφαλαία αλά Μέγας Αλέξανδρος και έκανε πολλών το όνειρο πραγματικότητα, τραγουδώντας ένα μικρό μέρος του περιβόητου κομματιού. Πολύ έξυπνη κίνηση από τον Dickinson για να κατευνάσει τα πνεύματα -αν και ήδη η δυναμική επιστροφή του φάνηκε να συγκινεί τον κόσμο. Περασμένα ξεχασμένα, Bruce.
Στις 10.30 περιμέναμε να δούμε τους metal gods, για τους οποίους πλέον είναι παράδοση να παίζουν το "War Pigs" των Black Sabbath πριν βγουν στη σκηνή. Οι Judas Priest ξεπρόβαλλαν πίσω από μια κουρτίνα με το πρώτο κομμάτι του τελευταίου τους άλμπουμ "Invisible Shield", "Panic Attack", να μας ξεκουφαίνει. Τα "You've Got Another Thing Comin'", "Rapid Fire" και "Breaking the Law" δύσκολο να μην παιχτούν σε συναυλία των Judas Priest και η μπάντα τα χρησιμοποίησε για να ανάψει τα αίματα, ήδη από την αρχή του live.
Βέβαια, το setlist ήταν πολύ πιο αδύναμο συγκριτικά με εκείνο του ’22, αν και αυτό είναι καθαρά θέμα γούστου. Μας έλειψε το "A Touch of Evil" αλλά και περισσότερα κομμάτια από το ασύγκριτο "Sad Wings of Destiny", με μοναδικό τραγούδι του που ερμηνεύθηκε να είναι το "Victim of Changes". Παραμένω εμμονική με το συγκεκριμένο και, όπως και να το πουν, με το φοβερό σόλο του K.K. Downing ή χωρίς, το "Victim of Changes" εξακολουθεί να με καθηλώνει. Μάλλον το ίδιο ένιωσε και αρκετός κόσμος όταν άκουσε το χαρακτηριστικό intro του κομματιού και ούρλιαξε ενθουσιασμένος.
Οι συναυλιακοί ύμνοι, ωστόσο, δεν έκρυψαν τις αδυναμίες της φετινής εμφάνισης. Ο ήχος ήταν αρκετά προβληματικός στην αρχή, ενώ κατά τη διάρκεια της συναυλίας άλλοτε οι κιθάρες σκέπαζαν τη φωνή του Rob Halford, άλλοτε ο ίδιος ακουγόταν πάνω από όλους. Αναμενόμενο ο metal god να μην εκτελεί τα απαιτητικά τραγούδια των Judas Priest όπως παλιά, όμως, στα 72 του, δεν παύει να εντυπωσιάζει με τις ερμηνευτικές του προσπάθειες (παρά το εμφανές autotune σε αρκετά σημεία), τα αστραφτερά του κοστούμια και τον στωικό τρόπο που περιπλανιέται στη σκηνή, παροτρύνοντάς μας να τραγουδήσουμε μαζί του (ή για εκείνον), εκφράζοντας την αγάπη του για την ανταπόκρισή μας.
Halford με Dickinson δεν είδαμε, όπως πολλοί ήλπιζαν ώστε να ακούσουν τις μουσικές συνεργασίες των δύο σπουδαίων ερμηνευτών, αλλά είχαμε το αναμενόμενο κλείσιμο Judas Priest: "Electric Eye", "Hell Bent for Leather" και "Living After Midnight". Σε κάποια φάση, ο Rob Halford, καθισμένος στην άκρη της σκηνής, δήλωσε πόσο χαρούμενος είναι που η μπάντα επέστρεψε στην Ελλάδα και αναφέρθηκε στα όσα έχουν ζήσει ως Judas Priest, τα άλμπουμ-σταθμούς, τα 50 χρόνια παρουσίας που γιόρτασαν το 2022, αλλά και την 50η επέτειο του "Rockarolla", με το οποίο μας συστήθηκαν για πρώτη φορά το 1974.
Ήταν ξεκάθαρο από τη χθεσινή βραδιά ότι παρά τις γκρίνιες και αμφιβολίες του κόσμου και όσο και αν εξασθενίσει η δύναμη της φωνής του metal god, όσες αντικαταστάσεις και να γίνουν, ο κόσμος εξακολουθεί να ακούει τους δίσκους της μπάντας, να αγοράζει εισιτήρια και να περιμένει πώς και πώς να τη δει για άλλη μια φορά ζωντανά. Εξάλλου, δεν είναι οι μόνοι καλλιτέχνες που δεν περνάει πια η μπογιά τους αλλά το κοινό συνεχίζει να στηρίζει. Προφανώς δεν θα θέλαμε να σταματήσουμε να βλέπουμε Judas Priest. Δεν μπορώ όμως να μην αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα μας μαγεύουν επί σκηνής, παρακολουθώντας χθες ένα live με αδυναμίες που δεν οφείλονται σε μια κακή στιγμή, αλλά στο πέρασμα του χρόνου.