Η ερμηνεία αναφοράς του 1ου Κοντσέρτου για πιάνο του Τσαϊκόφσκι αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή των φετινών, καθιερωμένων, δύο εμφανίσεων της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Φεστιβάλ Αθηνών και το Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Στη δεύτερη συναυλία του συνόλου (12/7), υπό το διευθυντή του Λουκά Καρυτινό, το έργο επρόκειτο να ερμηνεύσει η διάσημη Γεωργιανή πιανίστα Χάτια Μπουνιατισβίλι, εκ των αγαπημένων του αθηναϊκού κοινού. Η ακύρωση για λόγους ασθενείας, την τελευταία στιγμή, της έλευσής της στην Αθήνα οδήγησε στην αντικατάστασή της με τον εξίσου διακεκριμένο Ρώσο συνάδελφό της Αλεξέι Βολόντιν.
Ο 47χρονος πιανίστας προσέφερε, κατά γενική ομολογία, μια από τις πληρέστερες ερμηνείες του δημοφιλέστατου αυτού πιανιστικού κοντσέρτου που έχουμε ακούσει ποτέ (και όχι μόνο εντός συνόρων!), καθηλώνοντας τους χιλιάδες ακροατές, που είχαν κατακλύσει, και πάλι υπό αποπνικτική ζέστη, το ρωμαϊκό κοίλο.
Κληρονόμος της μεγάλης ρωσικής παράδοσης, ο Βολόντιν εντυπωσίασε με τη σε βάθος κατανόηση των εκφραστικών και συναισθηματικών μεγεθών της ρομαντικής σύνθεσης. Το αριστοκρατικό, αφ’υψηλού παίξιμό του συνδύαζε συναίσθημα, ευαισθησία και τρυφερότητα με ένταση και πάθος, δικαιώνοντας απόλυτα τη συγκρουσιακή δραματουργία του έργου. Αντίθετα δε από τους νεώτερης γενιάς μουσικούς, κατέδειξε ότι το συγκεκριμένο αριστούργημα δεν πρέπει να προσεγγίζεται μόνο με -πρώτης γραμμής!- τεχνική αρματωσιά, δηλ. μεγάλο, στιβαρό, επιθετικό ήχο, εντυπωσιακή δεξιοτεχνία, ακρίβεια ανακλαστικών, άρτια αντίληψη του μουσικού συντακτικού, αλλά και …ψυχραιμία.
Χωρίς να έχει καμία δυσκολία να αίρεται πέρα και πάνω από την -όσο έπρεπε ανταγωνιστική (πχ. στο μεγαλειώδες εναρκτήριο μέρος)- ορχήστρα, ο Βολόντιν είχε ως πρώτη έγνοια να διαλέγεται μαζί της, αξιοποιώντας και ενδιαφέρουσες εκλεπτύνσεις δυναμικής. Όλες οι νότες του ηχούσαν με σπάνια καθαρότητα (τι άρθρωση στην εκτενέστατη δεξιοτεχνική καντέντσα!), η μουσικότητα ήταν αδιαλείπτως παρούσα τόσο στις γρήγορες όσο και τις αργές παραγράφους, η αφηγηματική ρευστότητα υποδειγματική. Οι πληθωρικές μελωδίες ηχούσαν με πηγαίο λυρισμό, όπως πχ. στο αργό δεύτερο μέρος, υπό μία προσεγμένη ορχηστρική συμπόρευση με ποιητικά σόλι των ξύλινων (Νικόπουλος, Βάμβας, Αλέξανδρος Οικονόμου) και μαλακό, τρυφερό παίξιμο των εγχόρδων (και δη των υπό τον Πούφτη βιολοντσέλων).
Στο έντονα λικνιστικό, καταληκτικό allegro con fuoco, δεν έλειψαν μικροατέλειες φραστικής και αποσυντονισμοί σε επίπεδο ορχήστρας. Διατηρήθηκε όμως ευπρόσδεκτα ο διάλογος με ποιότητες μουσικής δωματίου με τον σολίστ, που οδήγησε με αυτοπεποίθηση το κοντσέρτο σε θριαμβική κορύφωση, χωρίς περιττές επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Μια ερμηνεία σπάνιας συνοχής, ειρμού και απόλαυσης!
Στο τεράστιο κύμα επευφημιών και standing ovations, ο Βολόντιν αντιχάρισε μία ποιητική "Σπουδή" του Σοπέν και ένα δικό του αυτοσχεδιασμό με αρώματα από Σκριάμπιν…
Λιγότερο επιτυχημένη, αν και οπωσδήποτε επαρκής, πρόβαλε η ερμηνεία του περίφημου "Κοντσέρτου για ορχήστρα" του Μπάρτοκ, ενός από τα σημαντικότερα έργα που γράφτηκαν τον περασμένο αιώνα, με το οποίο άνοιξε η βραδιά. Η ΚΟΑ είχε αναμετρηθεί ξανά με αυτό τον Μάιο του 2012 και τον Οκτώβρη του 2016 σε συναυλίες υπό τους Βασίλη Χριστόπουλο και Μήκελ Κύτσον.
Η δυσκολία, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι η κατά βάση "σολιστική" αντιμετώπιση από τον Ούγγρο συνθέτη των επιμέρους "οικογενειών" των μουσικών οργάνων της ορχήστρας συνοδεύεται από μια συναισθηματικά φορτισμένη μουσική δραματουργία.
Η υπερβολικά αναλυτική διεύθυνση του Καρυτινού επέτρεψε μιαν ακριβή αποκωδικοποίηση των σαγηνευτικών μαιάνδρων της εμβληματικά μοντερνιστικής σύνθεσης, πρωτίστως όμως σε τεχνικό επίπεδο. Στις τεράστιες απαιτήσεις της, οι μουσικοί της ΚΟΑ ανταπεξήλθαν γενικά άρτια -αν και ενίοτε οριακά, όπως π.χ. στο παροξυστικό, χορευτικό φινάλε.
Το αρκετά εστιασμένο -αλλά χωρίς την αίσθηση του δραματικού επείγοντος- παίξιμο των υπό τον Γραμματικόπουλο εγχόρδων χρωματίσθηκε από τις δραματουργικά καίριες παρεμβάσεις των πνευστών, περισσότερο των ξύλινων (Νικόπουλος, Γιάρκε, Βάμβας, Παντελίδου, Κώστας Τζέκος) παρά των χάλκινων, από τα οποία ξεχώρισαν κυρίως τα κόρνα. Τούτο ίσχυσε και για τα παιχνίδια των πνευστών σε ζεύγη στο δεύτερο μέρος, όπου εντυπωσίασε αυτό των φαγκότων (Αλέξανδρος Οικονόμου & Μπάσιος).
Όμως, η έμφαση στη συνεχή εγρήγορση, τη ρυθμική ακρίβεια και την επίδειξη σβέλτων αντανακλαστικών στοίχισε στην ατελή ανάδειξη των διαφορετικών διαθέσεων της γραφής, και δη της ιδιότυπης ποιητικής (πχ. η νυχτερινών κλιμάτων "Ελεγεία" ήχησε κάπως αβαρής) και νοσταλγίας της!
Είναι, βέβαια, αληθές ότι την εκτέλεση ουδόλως διευκόλυναν οι γνωστές συνθήκες (ζέστη, υγρασία, άχαρη ακουστική του Ηρωδείου). Εύλογα, και δεδομένης της σημερινής της ποιότητας, η ΚΟΑ οφείλει να επανέλθει στο έργο αυτό το συντομότερο δυνατό, σε κάποια από τις τακτικές συναυλίες της στο Μέγαρο…
Σαφώς μετριότερες εντυπώσεις άφησε δύο εβδομάδες νωρίτερα (28/6), σ’ένα ακόμη πιο κατάμεστο Ηρώδειο, η πρώτη φεστιβαλική συναυλία της ΚΟΑ με την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, υπό τη διεύθυνση του διάσημου Εσθονο-αμερικανού αρχιμουσικού Νέεμε Γιέρβι.
Ο χαλκέντερος, 87χρονος μαέστρος, που είχε να εμφανισθεί στη χώρα μας αρκετές δεκαετίες, είναι γνωστός ως επικεφαλής μιας μουσικής δυναστείας – μεταξύ άλλων πατέρας δύο ακμαίων αρχιμουσικών, του σπουδαίου Πάαβο και του υπερταλαντούχου Κρίστιαν. Είναι, όμως, ακόμη γνωστότερος για το πλήθος των ηχογραφήσεών του (άνω των 500), που τον φέρνουν στις πρώτες θέσεις της σχετικής λίστας όλων των εποχών σε ό,τι αφορά την κλασική μουσική!
Εραστής και γνώστης ευρύτατων ζωνών -ακόμη και των πιο εκλεκτικιστικών/υποφωτισμένων- του ρεπερτορίου, αναμετρήθηκε εν προκειμένω με τη συγκλονιστική τελευταία συμφωνία του Μπετόβεν. Τη μουσική δραματουργία αυτού του περίπλου από το σκοτάδι στο φως, από τον όλεθρο στην ελπίδα, από το διχασμό στη συμφιλίωση, προσέγγισε "κλασικά", εστιάζοντας στην αγωγική της ανάδειξη, με εύροα τέμπι και διακυμάνσεις δυναμικής, ρυθμική ευελιξία, κυρίως δε με διαύγεια ήχου και επαρκή προβολή λεπτομερειών.
Δυστυχώς, η αποπνικτική ζέστη και η μεγάλη υγρασία άφησαν έντονο το στίγμα τους, ιδίως στο εναρκτήριο μέρος, καθώς επηρέασαν την ορθοτονία των ξύλινων πνευστών και τον ηχητικό αντίκτυπο του παιξίματος των εγχόρδων. Παρά το διάχυτο λυρισμό, παρά την ευγενή απόδοση του εμβόλιμου πένθιμου εμβατηρίου, δεν κατέστησαν ευκρινείς η σταδιακή πύκνωση του ήχου των υπό την Κατερίνα Χατζηνικολάου εγχόρδων και η αντιπαλότητα των ορχηστρικών υποομάδων, με την οποία δικαιώνεται η αυξανόμενη ένταση της γραφής.
Τα δύο ενδιάμεσα μέρη ήχησαν πολύ επιτυχέστερα. Η ορχήστρα σταδιακά "ζεστάθηκε", ο αρχιμουσικός ανέδειξε την αντίστιξη με στέρεη αίσθηση του χρονισμού και της δραματικής ανέλιξης. Η -σαφέστερη εδώ- εμπροσθοβαρής κλιμάκωση του σκέρτσου το νοηματοδότησε ως ισοϋψή αγωνιώδη και τραγική επέκταση του α’ μέρους, με κομβικές παρεμβάσεις των κρουστών του Δεσύλλα αλλά και ωραίους χρωματισμούς από τα ξύλινα (προεξάρχοντος του φαγκότου του Λιοδάκη).
Η ίδια ρευστότητα συμφωνικής αφήγησης διατηρήθηκε και στο αργό τρίτο μέρος, η εσωστρεφής, στοχαστική διάθεση και ο λυρισμός του οποίου διασφαλίσθηκαν από το γλαφυρό διάλογο -με όρους "μουσικής δωματίου"- όλων των ορχηστρικών υποομάδων. Την εκφραστικότητα της συνομιλίας με τα έγχορδα αύξησαν οι ποιητικές συνεισφορές των πνευστών (έξοχο τρίο Κώστα Τζέκου-Κάραλη-Λιοδάκη!) και η δραματουργικά ενεργή παρουσία των κρουστών.
Κάπως αδόκητα, ο ειρμός και η συνοχή της ερμηνείας χάθηκε στην περίφημη, καταληκτική "Ωδή στη χαρά", που ήχησε πεζή, αδιάφορη, άνευ νοήματος. Πέρα από την αρκετά χαλαρή μουσική διεύθυνση, στοίχισε εδώ το στεντόρειο, χωρίς ακριβή άρθρωση του αδόμενου λόγου και εκλεπτύνσεις, τραγούδι των δύο χορωδιών, αυτών της ΕΡΤ (διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου) και του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταύρος Μπερής), συμβόλων εν προκειμένω της συλλογικής φωνής της ανθρωπότητας.
Εξίσου στοίχισε το κάπως "αναιμικό" τραγούδι του κουαρτέτου των εκλεκτών ξένων μονωδών, που αποτέλεσαν η Σουηδέζα υψίφωνος Καμίλλα Τίλινγκ, η Γαλλίδα μεσόφωνος Ωντ Εξτρεμό, ο Άγγλος τενόρος Μπάρρυ Μπανκς και ο συμπατριώτης του μπασοβαρύτονος Άντριου Φόστερ-Ουίλλιαμς, που απηύθυνε, καλλιεπώς αλλά χωρίς τον δέοντα παλμό, τo μήνυμα χαράς και συναδέλφωσης των στίχων του Σίλλερ. Παρότι ισορροπημένο, το κουαρτέτο δεν διέθετε τα ιδανικά φωνητικά μεγέθη για το συγκεκριμένο έργο και μάλιστα στο συγκεκριμένο χώρο, ιδίως καθώς τοποθετήθηκε μπροστά και πλάγια από τις χορωδίες, στο ύψος των τελευταίων αναλογίων της ορχήστρας.
Όλες αυτές οι συνθήκες σε συνδυασμό με το για μια ακόμη φορά απείθαρχο κοινό, που χειροκροτούσε ασταμάτητα μεταξύ των μερών του έργου, δεν επέτρεψε να βιώσει κανείς την -τόσο συνυφασμένη μαζί του- αναγκαία ανάταση!
Η ΚΟΑ οφείλει να μετακαλέσει ξανά τον Νέεμε Γιέρβι σε κάποια τακτική συναυλία της στο Μέγαρο, κατά προτίμηση δε και σε πιο περιπετειώδες ρεπερτόριο…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: O Ρώσος πιανίστας Αλεξέϊ Βολόντιν ερμηνεύει το "Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1" του Τσαϊκόφσκυ, συνοδευόμενος από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Λουκά Καρυτινό (Ηρώδειο – Φεστιβάλ Αθηνών, 12/7) © NDP Photo Agency- Ανδρέας Νικολαρέας