Απογοητεύτηκα που δεν είπε τις "Προφητείες" η Δέσποινα Βανδή, γιορτάζοντας 30 χρόνια δράσης στο Θέατρο Πέτρας. Γιατί, τελικά, όπως προειδοποιούσε το ρεφρέν από το μακρινό 1999, ήρθαν, πράγματι, και καταστροφές και (κυρίως) επιδημίες. Aλλά ο δεσμός της με το κοινό άντεξε, όπως έδειξε η αθρόα προσέλευση ενός κατά βάση νεανικού πλήθους, το οποίο χόρεψε και τραγούδησε ενθουσιωδώς μαζί της.
Ενώ χανόταν το τελευταίο φως μιας ιδιαίτερα ζεστής ημέρας, ο κόσμος εμφανιζόταν κατά κύματα στην Πέτρα, με τους μεγαλύτερους να αναζητούν θέσεις στις κερκίδες και τους μικρότερους να βολεύονται σε διάφορα σημεία της αρένας, υπό τους ήχους ενός DJ που προσπαθούσε να δημιουργήσει κατάσταση υπαίθριου club. Να 'σου, έτσι, κάτι remixes στο "Τανγκό Της Νεφέλης" και στο ..."Μιλώ Για Σένα" του Θανάση Παπακωνσταντίνου(!), ανάκατα με αναγνωρίσιμες διεθνείς επιτυχίες σε medley –"Free From Desire", "Everybody Dance Now" κτλ. Μάλλον ήξερε τι έκανε ο άνθρωπος, πάντως τα δικά μου αφτιά υπέφεραν, βρίσκοντας μόνη όαση στο "Gimme! Gimme! Gimme! (A Man After Midnight)". Οι Abba δεν απογοητεύουν ποτέ, τελικά.
Στην ανακοινωμένη ώρα έναρξης η σκηνή άρχισε να αλλάζει και τη θέση πίσω από τα decks κατέλαβε ο DJ, συνθέτης και παραγωγός Τεό Τζίμας. Αμέσως έπειτα, ξεπρόβαλλαν ενώπιόν μας οι Kings, που ξεκίνησαν το support set τους με το σουξέ μεγατόνων "Madame", κάνοντας το Θέατρο Πέτρας να τραγουδά παραληρώντας "της αρέσει να 'μαι αλήτης/κι εγώ να 'μαι μαντάμ". Κι ας είμαστε ειλικρινείς, τώρα, ό,τι κι αν νομίζουμε για το εν λόγω κομμάτι: καλύτερο μπάσιμο, δεν γινόταν. Από εκεί και πέρα, ο Γιάννης "Johnny King" Ρουσσουνέλος και η Μαριλένα Animado δεν είχαν παρά να διαχειριστούν το κλίμα αυτό, ώστε να κρατήσουν το κέφι ψηλά. Κάτι που έκαναν πολύ καλά.
Το κοινό συνέχισε να σιγοντάρει το δίδυμο στην επιτυχία "Μακαρένα", αλλά και σε παλιότερα κομμάτια, π.χ. στο "Μπικίνι" ή στο "Όπου Με Πας", όπως και σε ορισμένες διασκευές –στη "Σοκολάτα" του Sarbel, στο "Gigi" του Sin Boy και της Rina ή στη "Φήμη", όπου διατηρήθηκαν ατόφια τα φωνητικά του Mad Clip ως φόρος τιμής και τραγουδήθηκε μόνο το τμήμα της Josephine. Στο τέλος, μάλιστα, όλο το θέατρο άναψε πρόθυμα τους φακούς των τηλεφώνων του για χάρη του φρέσκου "Σου Κου". Στέκονται γερά οι Kings, θα ομολογήσω κι εγώ, που δεν βρίσκω ποιότητα (ιδίως στιχουργική) στο υλικό τους: προσφέρουν ένα ενεργητικό και δουλεμένο σόου, στηριγμένο στη μεταξύ τους χημεία. Το έδειξαν και πιο μετά, άλλωστε, όταν ξαναφάνηκαν για να πουν το "Ya Habibi" παρέα με τη Δέσποινα Βανδή: ένα οικτρό άσμα, που όμως παρουσιάστηκε πολύ καλά σε επίπεδο κίνησης και στησίματος.
Έπειτα η σκηνή σκοτείνιασε, τα video walls του πίσω μέρους έδειξαν εικόνα, εστιάζοντας στα κλειστά μάτια της Δέσποινας Βανδή, τα κινητά του πλήθους υψώθηκαν και η πρωταγωνίστρια της βραδιάς έκανε την εμφάνισή της σαν θολή φιγούρα στο ημίφως και στους καπνούς, μπαίνοντας με το "Σήμερα". Ύστερα τα φώτα άναψαν, το Θέατρο Πέτρας πλημμύρισε από αλαλαγμούς κι από το ρυθμικό σύνθημα "Δέ-Δέ-Δέσποινα" κι εκείνη κοντοστάθηκε, ίσως λίγο ξαφνιασμένη από την ολούθε λατρεία, αναφωνώντας "με κάνετε τόσο χαρούμενη!". Αμέσως μετά ο ήχος τσίτωσε σε ενέργεια, έγινε σχεδόν γηπεδικός και τραγούδησε το "Κορίτσι Πράμα", πλαισιωμένη από μπαλέτο και σχολιάζοντας ότι "δυστυχώς" είναι τραγούδι που παραμένει επίκαιρο.
Εμένα, ωστόσο, μ' έζωσαν τα φίδια, γιατί το όλο πράγμα είχε γίνει, ξάφνου, αναίτια εκκωφαντικό, με τη Βανδή να φωνάζει προκειμένου να υπερβεί τον ορυμαγδό. "Καήκαμε αν πάμε έτσι", έγραψα στις σημειώσεις μου. Αλλά κάπου στο "Υπάρχει Ζωή" βρέθηκαν οι σωστές ισορροπίες. Οι οποίες επέτρεψαν να ακούσουμε αρκετά καλά τη μπάντα που τη συνόδευε (ειδικά τις κιθάρες, αργότερα και το μπουζούκι, το βιολί και το κλαρίνο), όπως βέβαια και τη δική της φωνή. Μια φωνή που κρατάει τις δυνάμεις της και τα εκφραστικά της χρώματα κόντρα στη λεζάντα των 30 χρόνων καριέρας, συνεχίζοντας να κάνει συναισθηματικό γκελ ακόμα και σε αγόρια και σε κορίτσια που ήταν πολύ μικρά, μπορεί και αγέννητα, ενώ μεσουρανούσε στη δεκαετία του 1990: όταν είπε το "Στην Αυλή Του Παραδείσου", για παράδειγμα, ήταν λες και το άκουγα από ραδιόφωνο του 2004.
Ένα ακόμα στοιχείο που αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό για την επιτυχημένη εξέλιξη της βραδιάς ήταν ότι η Βανδή αντιλαμβάνεται σωστά την έννοια της συναυλίας, κάτι διόλου δεδομένο όταν έχεις να κάνεις με αστέρια της πίστας σε καλοκαιρινές εμφανίσεις. Τα περισσότερα τραγούδια της, δηλαδή, τα είπε ολόκληρα, χωρίς τις εκνευριστικές κοπτορραπτικές των νυχτερινών κέντρων. Επιπλέον, είχε διάδραση τόσο με τους μουσικούς της, όσο και με τον κόσμο, στον οποίον κι απευθύνθηκε συχνά, πότε για αναπολήσεις, πότε για εκμυστηρεύσεις, πότε για να κάνει και λίγο πλάκα –ρωτώντας στις πρώτες σειρές, λ.χ., πού είναι τα δώρα τα οποία έπρεπε να της έχουν φέρει, ερχόμενοι στη γιορτή των 30 ετών της στο πεντάγραμμο.
Ωραία διάδραση, βέβαια, είχε και με τους καλεσμένους της: και με τους προαναφερόμενους Kings, αλλά και με τον Mente Fuerte, τον οποίον υποδέχθηκε κοιτώντας ψηλά στον ουρανό της Πέτρας για να βρει το Φεγγάρι, ώστε να δώσει πάσα στο φετινό τους ντουέτο "Πανσέληνος". Το οποίο και είπαν πολύ όμορφα, με τον κόσμο να κάνει σαν τρελός ως και το πίσω μέρος του θεάτρου, δείχνοντας γιατί είναι, με βεβαιότητα, η μεγαλύτερή της επιτυχία εδώ και κάμποσα χρόνια.
Κατόπιν, μάλιστα, ο Mente Fuerte έμεινε λίγο μόνος στη σκηνή, ώστε να πάρει κι εκείνη μερικές ανάσες. Το κοινό του έστησε πρόθυμα κερκίδα, αλλά και ο ίδιος στάθηκε έξοχα, με αξιοζήλευτες ισορροπίες μεταξύ ενός δεδομένου mumble rap στυλ, μιας ζεστής φωνητικής χροιάς κι ενός αέρα που απέπνεε άνεση και αυτοπεποίθηση. "Να 'χες και τραγούδια", σκέφτηκα, "τι καλά που θα 'ταν". Για να μου θυμίσει, βέβαια, ότι διαθέτει τουλάχιστον ένα που δεν γίνεται να αγνοηθεί: το "Caliente", όπου το πλήθος αληθώς ξελαρυγγιάστηκε να τραγουδά για εκείνη την κωλάρα που 'ναι σαν καρδιά.
Από εκεί και πέρα, η υπόλοιπη βραδιά στηρίχτηκε στις επιδόσεις της σταρ της και στα –πολλά, όχι ένα και δύο– τραγούδια που έχτισαν τη φήμη της. Η ίδια, από μικροφώνου, απέδωσε την πρέπουσα τιμή στον Φοίβο, ο οποίος έχει γράψει τα περισσότερα, γύρισε όμως και πίσω στο πρωταρχικό βάπτισμα πυρός (1994), ώστε να ρίξει τους τόνους και να πει θαυμάσια το "Γέλα Μου", μιλώντας με συγκίνηση για τον εκλιπόντα, πια, Βασίλη Καρρά, ο οποίος της το εμπιστεύτηκε. Εκεί, επίσης, τα video walls έδωσαν ρέστα, αφού πίσω της παρέλασε ένα πλούσιο συλλεκτικό υλικό αντλημένο από φωτογραφίες, στιγμιότυπα και εξώφυλλα. Το οποίο αποτέλεσε κορωνίδα μιας προσεγμένης σκηνοθεσίας, που έδιξε μέριμνα και για live εκπομπές από τη σκηνή (πολύτιμες για τους καθήμενους στα πιο μακρινά σημεία του θεάτρου), αλλά και για εικόνες που ταίριαξαν στα κομμάτια τα οποία λέγονταν κάθε φορά.
Και τι δεν τραγούδησε η Δέσποινα Βανδή. Μπορεί να αφέθηκαν έξω οι "Προφητείες", όμως την απολαύσαμε σε διάφορες επιτυχημένες εναλλαγές κεφιού, δράματος και μοναχικών, τσακισμένων εξομολογήσεων, οι οποίες κάλυψαν και με το παραπάνω αυτές τις τρεις δεκαετίες που ήρθε να γιορτάσει στην Πέτρα. Τη μία, ας πούμε, την έλουσαν βαθυκόκκινα φώτα, με το "Χωρίς Εσένα" να αναδύεται ατμοσφαιρικά από το πλαίσιό τους και την ίδια να αναλύεται σε έναν όμορφα μετρημένο λυγμό. Την άλλη, στάθηκε δακρυσμένη απέναντί μας, λέγοντας αφοπλιστικά το "Ένα Τσιγάρο Διαδρομή" κι εκθέτοντάς μας όλη τη μοναξιά και την απογοήτευση της περιόδου όπου γράφτηκε –με το θέατρο να της ανταπαντά με ένα βροντερό "σ' αγαπάμε!", το οποίο αντήχησε απ' άκρη σ' άκρη.
Την παράλλη, πάλι, οδηγούσε μνήμες κι αισθήσεις στη μία έκρηξη πίσω από την άλλη καθώς δρασκέλιζε κατά το δοκούν στον ανναβισσικό ερμηνευτικό κανόνα, ώστε να βρει τα δικά της πατήματα ανάμεσα στον ερωτικό οδυρμό και στον δυναμισμό του συνεχίζειν στη ζωή μετά το τραύμα του χωρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, απέδωσε άριστα τραγούδια σαν το παγοθραυστικό "Να Τη Χαίρεσαι", το "Αδιέξοδο", το "Νυχτολούλουδο", το "Κοριτσάκι Σου", το "Γιατρικό", το "Happy End", το "Σπάνια", το φοβερό "Θα 'Θελα", τον "Περιττό" και (φυσικά) το "Στα 'Δωσα Ολα", όπου οι αντιδράσεις του κόσμου ξέσπασαν θεαματικά σε κάτι σαν σεισμό, αφού όλοι τραγούδησαν το ρεφρέν σαν φρενιασμένοι. Και δεν ήταν τα μόνα παραδείγματα αυτά, αφού κάπου αξίζει να σημειωθεί και το μπλαζέ σκέρτσο της "Ουτοπίας" ή η ώριμη θλίψη πίσω από την αποστασιοποίηση στα "Γυρίσματα".
Να πω, πάντως, ότι δεν μου άρεσαν κι όλα. Πολύ βιαστικά τις ξεπέταξε τις "Κατάλληλες Προϋποθέσεις", λ.χ., που αγαπούσα να παίζω όταν κάναμε ραδιόφωνο με τον Στυλιανό Τζιρίτα, σε πείσμα των οργισμένων τηλεφωνημάτων από διάφορους ταγούς της "ποιότητας". Δεν γινόταν, αλήθεια, να έρθει ο Γιώργος Λεμπέσης να το έλεγαν παρέα; Στο δεύτερο μέρος, επίσης, βρήκα αδύνατη τη συμφιλίωση με εκείνα τα σερί των τριτοτέταρτων ηλεκτρονικών τσιφτετελιών με τους στίχους-συνθήματα (όλα τούτα τα "Άπαπα", "Σ' Αγαπάω Και Δεν Πάω Καλά", εν μέρει και το "Υποφέρω"), παρά τον χορευτικό χαμό που προξενούσαν τριγύρω μου ή την άψογη επί σκηνής παρουσίασή τους, όσον αφορά τον παράγοντα σόου.
Στιγμή, πάντως, δεν σκέφτηκα να επιμείνω σε τέτοιες ενστάσεις, καθώς έπαιρνα τον μακρύ δρόμο του γυρισμού, μετά το τελευταίο χειροκρότημα στην Πέτρα. Γιατί τα χρόνια μπορεί να γράφουν, πια, στρογγυλό 30 στην ούγια τους, μα η σταρ της βραδιάς διατηρείται ως μια τραγουδίστρια με χάρισμα, η οποία επιμένει να την ιδρώνει τη φανέλα 'κει πάνω στη σκηνή, χορεύοντας και ερμηνεύοντας από καρδιάς. Τι ερμηνεύει, βέβαια, ίσως αντέτεινε κάποιος, θυμίζοντας ότι η σοβαρή μουσικοκριτική εξακολουθεί να απαξιοί απέναντι σε ό,τι βλέπει ως βλαχομπαρόκ αχταρμά Δύσης και Ανατολής. Δεν τη συμμερίζομαι αυτήν την άποψη, όμως: παρά τις έκδηλες αδυναμίες και αστοχίες, η λαϊκοπόπ είναι φαινόμενο που και μελέτη του αξίζει και τις χάρες του έχει. Και η Δέσποινα Βανδή αντέχει μέσα στις δεκαετίες, παραμένοντας μια κοσμαγάπητη πριγκιπέσα της.