Στις 11/4 η ορχήστρα υποδέχθηκε έναν παλιό της γνώριμο, τον διάσημο Γερμανό αρχιμουσικό Κρίστοφ Έσενμπαχ, ο οποίος διηύθυνε τη μεγαλειώδη 2η Συμφωνία του Μάλερ. Η αδιαμφισβήτητη εμπειρία του Έσενμπαχ στο συμφωνικό corpus του Μάλερ αλλά και οι προηγούμενες, ιδιαίτερα επιτυχημένες συνεργασίες του με την ορχήστρα προκάλεσαν ένα -σχεδόν- sold out και μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες όμως εν προκειμένω δεν επαληθεύθηκαν στον επιθυμητό βαθμό.
Σταθερή ερμηνευτική πρόκληση σε όλες τις συμφωνίες του Μάλερ αποτελεί η πειστική απόδοση της περίτεχνης μουσικής τους δραματουργίας τόσο σε επίπεδο αποκωδικοποίησης του μουσικού συντακτικού όσο και σε επίπεδο εκφραστικής νοηματοδότησης των προγραμματικών συμφραζομένων. Επονομαζόμενη της "Αναστάσεως", λόγω της ομότιτλης ωδής -του ποιητή Κλόπστοκ- που εμπεριέχεται στο συγκλονιστικό της φινάλε, η 2η Συμφωνία αποτελεί μια μουσικά συγκινητική απάντηση στην υπαρξιακή αγωνία του φθαρτού ανθρώπου που αναζητά το θείο.
Το έργο δεν είναι άγνωστο στην ΚΟΑ, που το είχε ερμηνεύσει τα έτη 2011 και 2019 υπό τους -τότε καλλιτεχνικούς της διευθυντές- Βασίλη Χριστόπουλο και Στέφανο Τσιαλή. Παρότι το σημερινό σύνολο διαθέτει σαφώς μεγαλύτερη ποιότητα, ομοιογένεια αλλά και εξοικείωση με την ιδιαίτερη μουσική γλώσσα του Μάλερ, η απόδοσή του δεν υπήρξε ανεπίληπτη, και αυτό οφειλόταν τόσο στην ασαφή σε πολλά σημεία μπαγκέτα του 84χρονου Έσενμπαχ όσο και σε μία καλή, πλην μάλλον αδρομερή, γενικόλογη εκτέλεση, η οποία ουδέποτε απογειώθηκε.
Από τα πρώτα κιόλας μέτρα του εναρκτήριου allegro maestoso ο αρχιμουσικός επιβεβαίωσε την άριστη αντίληψη και εποπτεία της πολυεπίπεδης δραματουργίας της πιο μεταφυσικής μαλερικής συμφωνίας, μέσα από τις οποίες φωτίσθηκε ανάγλυφα η θεματική της, δηλ. η έντονη αντιπαράθεση ζωής και θανάτου, επίγειας καθημερινότητας και αιώνιας γαλήνης/αθανασίας. Η ακριβής οργάνωση της παραγραφοποίησης της μουσικής επιτεύχθηκε μέσα από φροντισμένες αυξομειώσεις ταχυτήτων και επιπέδων δυναμικής, πειστική στάθμιση εμφάσεων και παύσεων (ακόμη και μεταξύ των μερών), φραστική βασισμένη σε γλαφυρές εναλλαγές γλυκασμών και δράσης αλλά και επαρκή προβολή λεπτομερειών της γραφής. Άρτια υπήρξε η διαχείριση τόσο των τεράστιων ηχητικών όγκων όσο και των περασμάτων με χαρακτήρα μουσικής δωματίου, ενώ με διακριτική θεατρικότητα αποδόθηκαν οι "εκτός σκηνής" μουσικές.
Παρά τη ρευστότητα και το ενδιαφέρον της αφήγησης, αιφνιδίασε η "τραχιά" ηχητική εικόνα του συνόλου (φαινόμενο αισθητό και στις πρώτες συναυλίες της φετινής σαιζόν), το οποίο απέδωσε μεν άριστα και με σβέλτα αντανακλαστικά την ένταση της παρτιτούρας, αλλά όχι πάντοτε το υπαρξιακό/μεταφυσικό της περιεχόμενο, τη διάχυτη "αγωνία". Θα επιθυμούσε εδώ κανείς από τα έγχορδα, και δη τα βιολιά, έναν ήχο μεγαλύτερης καλλιέργειας και μια πιο πλαστική μελωδική φραστική (πχ. στο ländler, όπου ξεχώρισαν τα -διστακτικά στο εναρκτήριο πένθιμο εμβατήριο!- βιολοντσέλα υπό τον Τ. Γαβριηλίδη-Πέτριν). Ορθοτονικά ασφαλείς ήχησαν οι δύο σολιστικές παρεμβάσεις του εξάρχοντα Απόλλωνα Γραμματικόπουλου στο καταληκτικό μέρος.
Οι μουσικοί των ξύλινων πνευστών (Νικόπουλος, Γιάρκε, Βάμβας, Παντελίδου, Μουρίκης, Αλέξ. Οικονόμου) έλαμψαν στο πρώτο και τέταρτο μέρος, ενώ και οι σολιστικές τους παρεμβάσεις υπήρξαν άκρως καλαίσθητες, ανεξαρτήτως του ολισθήματος του Μουρίκη στο απαιτητικό σόλο κλαρινέτου του τρίτου μέρους – γεγονός σπανιότατο, ώστε να αξίζει να επισημανθεί! Πολύ επιτυχημένη ήταν η συμμετοχή των χάλκινων πνευστών (εξαιρετική τρομπέτα του Καραμπέτσου, σταθερά κόρνα υπό τον Σίσκο), ακριβώς χρονισμένες οι παρεμβάσεις των κρουστών.
Σε φωνητικό επίπεδο, το πολυτελές ηχόχρωμα της μεσοφώνου Νεφέλης Κωτσέλη πρόβαλε ιδανικό για το "Αρχέγονο φως" και έδεσε αβίαστα στο φινάλε με αυτό της υψιφώνου Μυρτώς Παπαθανασίου. Όμως, η άρθρωση του αδόμενου λόγου από την πρώτη υπήρξε θολή, ενώ το ως συνήθως καλλιεπές τραγούδι της δεύτερης σκίασε η έλλειψη -της αναγκαίας- δροσιάς του τίμπρου. Ένα περισσότερο χαμηλόφωνο/υποβλητικό τραγούδι και μια αρτιότερη εκφορά της γερμανικής γλώσσας θα ενίσχυαν τον αντίκτυπο της -σε γενικές γραμμές, καλής- σύμπραξης των Χορωδιών της ΕΡΤ (διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου) και του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταμάτης Μπερής). Δεν θα αποζημίωναν, όμως, για την έλλειψη συντονισμού τους με την ορχήστρα στο αποθεωτικό φινάλε – με την ευθύνη, πάντως, να βαρύνει κυρίως τον αρχιμουσικό…
Έργα Μάλερ περιλάμβανε ένα μήνα νωρίτερα (8/3) και μια ακόμη συναυλία της ΚΟΑ, υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή Λουκά Καρυτινό, στο πλαίσιο ενός ρομαντικού προγράμματος με συνθέσεις εμπνευσμένες από το μύθο και την λογοτεχνία. 5 τραγούδια από τη συλλογή "Το μαγικό κόρνο του αγοριού" ερμήνευσε ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός, αντικαθιστώντας τον αρχικά ανακοινωθέντα, σπουδαίο Αμερικανό βαρύτονο Τόμας Χάμπσον.
Τα συγκεκριμένα τραγούδια του Μάλερ έχουν μια περίεργη γοητεία, λόγω της ανεπιτήδευτης απλότητας και του λεπταίσθητου χιούμορ των παραδοσιακών ποιημάτων που τον συντρόφευσαν στην παιδική του ηλικία και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. Οι διαφορετικές διαθέσεις τους αναδείχθηκαν εν προκειμένω πρωτίστως σε επίπεδο ορχηστρικής συνοδείας, την οποία οριοθέτησε, με εξαιρετικά προσεγμένες διαβαθμίσεις δυναμικής, η θεατρική διεύθυνση του Καρυτινού. Δυστυχώς, ούτε η νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου από τον Τηλιακό υπήρξε εντελής (παρά την καθαρή άρθρωση της γερμανικής), ούτε το κάπως ξηρό τίμπρο του διαθέτει πλέον την παλέτα αποχρώσεων και εκλεπτύνσεων (πέραν αυτών δυναμικής), που δικαιώνουν αυτήν τη μουσική. Η έλλειψη legato, πλαστικότητας και μεγαλύτερης εκφραστικής ποικιλίας εξηγούν γιατί ο διακεκριμένος βαρύτονος δεν έχει τις αρετές ενός "diseur" που απαιτεί το έντεχνο τραγούδι. Επίσης, παρά την αίσθηση του ύφους, η επιτηδευμένη, γενικότερα εξπρεσιονιστική προσέγγισή του ταίριαξε μόνο στο "Τραγούδι του φυλακισμένου στον πύργο", ενώ πρόβαλε εντελώς ξένη πχ. στην τρυφερότητα του "Αρχέγονου φωτός" (όπου ξεχώρισε το θαυμάσιο σόλο όμποε του Βάμβα).
Η βραδιά είχε ανοίξει με τον "Θάνατο της Ιζόλδης" από την όπερα "Τριστάνος και Ιζόλδη" του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ένα από τα πιο αισθησιακά και ταυτόχρονα συναισθηματικά φορτισμένα ακούσματα του ύστερου ρομαντισμού. Χωρίς τη φωνή, η πλούσια ενορχήστρωση του κομματιού με τη θερμή μελωδικότητα αποδόθηκε με ευπρόσδεκτη διαφάνεια ήχου από τα έγχορδα, αλλά μάλλον μέτριες συνεισφορές των ξύλινων πνευστών. Με τις κρίσιμες ισορροπίες της δυναμικής στις παροξυσμικές κορυφώσεις προσεκτικά σταθμισμένες, η πορεία προς την οργιαστική μουσική έκρηξη κύλησε δίχως προβλήματα, αν και μακράν της τόσο κομβικής μεταφυσικής διάστασης.
Τις καλύτερες εντυπώσεις άφησε μετά το διάλειμμα η ερμηνεία του συμφωνικού ποιήματος "Δον Κιχώτης" του Ρίχαρντ Στράους, που είχε να παιχθεί 7 χρόνια από την ΚΟΑ (υπό τη διεύθυνση του Τσιαλή) με σολίστ τότε τον Γερμανό τσελίστα Γκάμπριελ Σβάμπε.
Το έργο αποτελεί ουσιαστικά μία "σπουδή" πάνω στους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος του Θερβάντες, που αποδίδονται με τη μορφή 10 εμβόλιμων παραλλαγών, εμπλουτιζόμενων και από στοιχεία κοντσέρτου, στις οποίες πρωταγωνιστεί το βιολοντσέλο (Δον Κιχώτης) και δευτερευόντως η βιόλα (Σάντσο Πάνθα), ενώ δεν απουσιάζει και το σόλο όμποε, μουσικός εκπρόσωπος της Δουλτσινέας. Προ της ερμηνείας ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου πρότεινε μια δική του, συνοπτική πλην μεστή "αφήγηση" του αριστουργήματος της ισπανικής λογοτεχνίας.
Ως ο μέγιστος ενορχηστρωτής της εποχής του, ο Ρίχαρντ Στράους χρησιμοποιεί εδώ τεχνικές σύνθεσης που περιγράφουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια και σχεδόν "κινηματογραφική" λογική την αδιανόητη πλοκή και τις ξέφρενες εικόνες του μυθιστορήματος. Αυτόν τον ενορχηστρωτικό πλούτο της -ενίοτε φλύαρης- σύνθεσης κατάφερε να αναδείξει απόλυτα ο Καρυτινός, αποσπώντας από το σώμα των εγχόρδων την τόσο αναγκαία διαύγεια ήχου και λαμπρές επιδόσεις από τα χάλκινα πνευστά (π.χ. με τις διαφωνίες της 2ης παραλλαγής - την επίθεση του Δον Κιχώτη στον αντίπαλο στρατό), τα κρουστά (σε καταιγίδα και κεραυνούς) ή ακόμη τον ομποΐστα Δημήτρη Βάμβα στο λυρικό σόλο της Δουλτσινέας.
Την παράσταση έκλεψε βέβαια, όπως αναμενόταν, ο κορυφαίος τσελίστας της ΚΟΑ Τιμόθεος Γαβριηλίδης-Πέτριν με το σαφούς δεξιοτεχνικής άνεσης και μοναδικής αφηγηματικής ευφράδειας παίξιμο, χωρίς τη χρήση παρτιτούρας. Ο 30χρονος σολίστ φώτισε με μεγάλη εκφραστικότητα και φαντασία όλες τις όψεις της περίπλοκης, τραγικής, αλλά τόσο ανθρώπινης φιγούρας του Δον Κιχώτη.
Ισόκυρος συνοδοιπόρος του υπήρξε ο κορυφαίος βιολίστας του συνόλου Ηλίας-Ίων Λιβιεράτος, που απέδωσε με ιδιαίτερη καλλιέπεια τις γεμάτες απλότητα μελωδίες της σόλο βιόλας, που περιγράφουν την αθώα και συχνά σαρκαστική διάθεση του Σάντσο Πάνθα. Κατά τα λοιπά, παρέμεινε ακατανόητο γιατί έπρεπε να ερμηνευθεί το μέρος του "επί σκηνής", και όχι από το αναλόγιο της α’ βιόλας, ως είθισται…. Ο "Δον Κιχώτης" δεν είναι διπλό κοντσέρτο για βιολοντσέλο και βιόλα!
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την εκτέλεση της 2ης Συμφωνίας του Μάλερ από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Γερμανό αρχιμουσικό Κρίστοφ Έσενμπαχ ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 11/4) © Μαργαρίτα Νικητάκη