Καλοκαίρι σημαίνει συναυλίες και ακόμα περισσότερο φεστιβάλ: ανακάλυψη νέων καλλιτεχνών που κάνουν τα πρώτα τους βήματα ως support στους headliners, αναμονή για τη μεγάλη είσοδο του κορυφαίου καλλιτέχνη στη σκηνή, συζητήσεις για το ποια και πόσα live έχει κλείσει ο καθένας και σφυγμομέτρηση των τάσεων. Μαζί έρχεται και το μόνιμο ερώτημα: τι συναυλίες θέλουμε τελικά; Κάθε χρόνο επιχειρώ να απαντήσω ανάλογα και με τις τάσεις και τις ανάγκες της χρονιάς, αλλά φέτος η λύση ήρθε σχεδόν αυτόματα: με άνεση και ηρεμία. Το περασμένο σαββατοκύριακο με βρήκε στο Βερολίνο σε ένα ταξίδι που σχεδίαζα από το φθινόπωρο, αφορμή του οποίου στάθηκε η περιοδεία της Olivia Rodrigo, της νεαρής σούπερ σταρ που κατάφερε μόλις από το ντεμπούτο της "Sour" να πετάξει από πάνω της το στίγμα του Disney kid και να αρθρώσει μια στιβαρή φωνή, η οποία εκφράζει χωρίς αναστολές λιγότερο ή περισσότερο σοβαρούς και συχνούς προβληματισμούς των έφηβων και νεαρών γυναικών.
Με τον δεύτερο δίσκο της "Guts" η επιτυχία συνεχίστηκε και μαζί ήρθε η ώρα να δούμε από κοντά ένα αστέρι να γεννιέται· όχι βέβαια στη χώρα μας, όπου σχολιάζεται συχνά μεταξύ μουσικόφιλων η αργοπορημένη άφιξη σημαντικών ονομάτων, αλλά στη γερμανική πρωτεύουσα. Το σαββατόβραδο κατευθυνθήκαμε στην κατάμεστη Uber Arena (πρώην Mercedes-Benz Arena) με χωρητικότητα 17.000 ατόμων· κι αν η Rodrigo μας εντυπωσίασε με την αυτοπεποίθηση, το καλοσχεδιασμένο σόου και την επικοινωνία της με το κοινό, αυτό που μας συγκλόνισε ήταν πως για να βρεθούμε στις θέσεις μας, κάπου στο πίσω μέρος του σταδίου, μας πήρε λιγότερο από δέκα λεπτά, χωρίς να φτάσουμε ιδιαίτερα νωρίς και αφού μάλιστα περάσαμε έλεγχο.
Να κάτι που δεν μας συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα· όσοι συχνάζουμε σε φεστιβάλ και συναυλίες ξέρουμε ότι προϋποθέτουν γαϊδουρινή υπομονή, είτε αφορά την προμήθεια νερού, ποτού και φαγητού, ή συχνότερα την έξοδο από το χώρο και την μετακίνηση προς και με συγκοινωνίες (αν υπάρχουν διαθέσιμες εκείνη την ώρα). Τώρα μάλιστα που οι διοργανώσεις φαίνεται να στρέφονται σε μεγάλες, απαιτητικές παραγωγές, ένα πάγιο αίτημα του εγχώριου κοινού είναι η κατάλληλη ώρα να συζητήσουμε σοβαρά πώς θα βελτιωθεί ουσιαστικά η συναυλιακή εμπειρία. Διότι η επιτυχία ενός live δεν εξαρτάται μόνο από τον καλλιτέχνη και την ποιότητα του σόου του, αλλά και από τη δυνατότητα του κοινού να την απολαύσει χωρίς στρες και υπερβολική ταλαιπωρία. Πόσο μάλλον όταν το κόστος των εισιτηρίων έχει πάρει για τα καλά την ανηφόρα· λογικό μεν αν υπολογίσουμε τον πληθωρισμό και το συνολικό μπάτζετ αυτών των παραγωγών, αλλά εύλογα αυξάνονται και οι απαιτήσεις από τη μεριά του κοινού.
Όταν μπαίνει μάλιστα στην κουβέντα ο συναυλιακός τουρισμός, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα πιο πολύ. Αντέχει η Αθήνα άλλο ένα τουριστικό ξέσπασμα; Είναι δίκαιο να γίνονται εκδηλώσεις με κόστος που μπορούν να υποστηρίξουν μόνο επισκέπτες στη χώρα, αποκλείοντας τον μέσο πολίτη; Και ακόμα κι αν βρεθούν ισορροπίες για τα παραπάνω, πόσοι τουρίστες θα φύγουν ικανοποιημένοι από μια μουσική εμπειρία κατά πολύ κατώτερη από εκείνη που έχουν συνηθίσει στις χώρες τους;
Η υποστήριξη των υποδομών και των διοργανώσεων από την πολιτεία μπορεί να γίνει το κλειδί ώστε οι τελευταίες να συνεχίσουν να έχουν έναν αληθινά επιτυχημένο αντίκτυπο στο μουσικόφιλο κοινό· αρκεί βέβαια και οι ίδιες να μελετήσουν τους ανταγωνιστές τους στο εξωτερικό και να βελτιώσουν το προϊόν που προσφέρουν ώστε να ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο αντίτιμο.