Σε ένα σημείο της συναυλίας έπληξα κόσμια στο αναπαυτικό μου κάθισμα, καθώς ο Nick Cave έπαιζε το "Balcony Man". Όχι γιατί είχα αντιρρήσεις για την εκτέλεση: ίσα-ίσα το τραγούδι είχε ζωντανέψει αναπάντεχα, σε σύγκριση με το ισχνό ορίτζιναλ από το "Carnage" (2021), με τη στιχουργική αναφορά στον Fred Astaire να διαθέτει κάτι ασφαλώς πιο επείγον, έτσι όπως εφορμούσε πάνω της ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, καθιστώντας την εφαλτήριο ανάπτυξης των δικών του αναπολήσεων και συναισθημάτων.
Το πρόβλημά μου βρισκόταν στη χρησιμοποίηση του "Balcony Man" για ένα από εκείνα τα υπερ-κλισέ παίγνια με το πλήθος, τύπου όταν θα λέω αυτό εσείς (από τον εξώστη/μπαλκόνι της κεντρικής σκηνής της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, προφανώς) θα κάνετε φασαρία, εσείς οι λοιποί (στην πλατεία) θα σιωπάτε. "Σαχλαμάρες", σημείωσα στο μπλοκάκι μου, αναρωτώμενος τι ανάγκη το είχε τώρα κοτζάμ Cave κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που και τον τηλεφωνικό κατάλογο να διάβαζε (ένα ακόμα κλισέ, των δημοσιογράφων τώρα), πάλι θα μας είχε να κρεμόμαστε από τα χείλη του. Αλλά ο κόσμος στη sold out αίθουσα αντέδρασε με ηχηρό πανζουρλισμό, αποδεικνύοντας στον κριτικό πόσο μακριά βρισκόταν από το κοινό αίσθημα που κόχλαζε γύρω του.
Αυτή η αντίδραση, βέβαια, δεν φανερώνει πράγματα μόνο για τον κριτικό, μα και για το κοινό. Κριτήριο της επιτυχίας του πολυσυζητημένου σόλο Nick Cave της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, δηλαδή, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να είναι το πόσο κατάφερε να ξετρελάνει την Αθήνα, γιατί ο κόσμος που βρέθηκε απέναντί του ήταν, όπως έδειξε, έτοιμος να εκραγεί χαρωπά με το παραμικρό κάμωμα. Άλλωστε η αγάπη για τον Αυστραλό καλλιτέχνη ξεχείλισε ήδη από τη στιγμή που πρωτοφάνηκε μπροστά μας, εντυπωσιακός όπως πάντα στο κοστούμι του και με αέρα απαράμιλλο, που μπορεί να είχε και κάτι από κλασικό Τζέιμς Μποντ, από τις φάσεις εκείνες, λ.χ., που ο σούπερ πράκτορας εξηγεί πώς πίνει το Μαρτίνι του.
Είχε, πάντως, και μια κάποια διάθεση για αστεία αυτός ο φαινομενικά ατσαλάκωτος Cave, όπως όταν παρουσίασε τον μόνο συνοδοιπόρο τούτων των προσωπικών συναυλιών που δίνει ανά τον κόσμο –τον μπασίστα Colin Greenwood των Radiohead– λέγοντάς μας ότι τον έκλεψε από "μια μικρή indie rock μπάντα". Σε άλλο σημείο της βραδιάς, ωστόσο, όταν ο Greenwood λάθεψε και πήγε να τον συνοδεύσει, ο Cave τον ενημέρωσε ευγενικά μα αυστηρά πως στο συγκεκριμένο τραγούδι παίζει μονάχος.
Για να μην το κουράζουμε με ατέλειωτα πήγαινε-έλα στη συναυλιακή ροή της βραδιάς, κι έτσι σκέτος, απλά με το πιάνο, τη φωνή του συν το μπάσο του Greenwood, ο Nick Cave ήταν υπέροχος εκεί στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Κι αυτό συνέβη γιατί, ενώ διέθετε τόσα λίγα, μπόρεσε και πρόσφερε πολλά με τα τραγούδια και τις εμβόλιμες διηγήσεις του, κάνοντάς με να αναλογιστώ τον Ιησού της Καινής Διαθήκης, που πολλαπλασίασε θαυματουργά τα καρβέλια και τους ιχθείς μπροστά στα μάτια των έκπληκτων μαθητών του. Ίσως γιατί είναι αδύνατον να μη σκεφτείς την Αγία Γραφή, όταν έχεις απέναντί σου τον Cave και την τραγουδοποιία του; Ειδικά σε μια τόσο λιτή, εσκεμμένα αποσκελετωμένη εκδοχή, για την οποία μίλησε άλλωστε και ο ίδιος, αποκαλύπτοντας ότι θα έπαιζε γνώριμα τραγούδια στην ωμή μορφή που τα παρουσίαζε στους Bad Seeds, πριν μπουν κι εκείνοι στη δημιουργική διαδικασία, εμπλουτίζοντάς τα με όργανα και ιδέες.
Ωστόσο, με πάσα ειλικρίνεια απέναντι στο προνόμιο εισόδου σε ένα συναυλιακό θέαμα από το οποίο έμειναν εκτός τόσοι ενδιαφερόμενοι, το πράγμα εξελίχθηκε μεν έτσι, μα δεν αποτυπώθηκε με ανάλογο σφρίγος εξαρχής. Ωραία μπήκε, δηλαδή, ο Nick Cave με το "Girl In Amber", είχε την πλάκα του στη συνέχεια όταν αναφέρθηκε στη Miley Cyrus προλογίζοντας το (όχι και τόσο σπουδαίο) "Higgs Boson Blues", είχε και το δικό του αξιέπαινο δόσιμο στο αθηναϊκό κοινό όταν έκανε τη χάρη σε κάποια Μαρία, η οποία βρισκόταν κάπου στις πρώτες σειρές και του είχε γράψει στο blog ζητώντας το "Sad Waters", μα αληθινή συγκινησιακή δύναμη πέρα από τα όσα ήδη ξέραμε και ήδη προσδοκούσαμε είχε, τελικά, μόνο το "Jesus Of The Moon". Στον αντίποδα, το "O Children", που τόσο διονυσιακά ήχησε το καλοκαίρι του 2022, όταν το ακούσαμε με τους Bad Seeds στο Release Athens, φάνηκε απονευρωμένο και κομματάκι στοιχειώδες.
Με αυτές τις επισημάνσεις, βέβαια, δεν υπαινίσσομαι ότι βλέπαμε κάτι άσχημο. Ο Cave, άλλωστε, διαθέτει αρκετό χάρισμα ώστε να σηκώνει ψηλότερα ακόμα και τις δεύτερες στιγμές του, ξέρει τη σημασία του ερμηνεύειν με υπόγεια φλόγα, έστησε μια γοητευτική επικοινωνιακή γέφυρα με την πλατεία και τον εξώστη και είχε κι έναν Colin Greenwood –δίπλα σε όλα τούτα– να δίνει σεμινάριο ουσιώδους μα διακριτικής συνοδείας, εμπλουτίζοντας με μπάσο βάθος τον (σαφώς) πρωταγωνιστικό ήχο του πιάνου. Μάλιστα, μερικές από τις επιλογές έδειχναν εξαρχής ταμάμ για μια τέτοια σόλο και "σπαρτιατική" αντιμετώπιση κι έτσι κλείδωσαν άμεσα και όμορφα στο όλο κλίμα, ήδη από τις πρώτες τους νότες: "Waiting For You", "The Ship Song", "Into My Arms". Σε άλλη εμφάνιση του τριημέρου, μάλιστα, παίχτηκε και το "God Is In The House", το οποίο το έχω αγαπημένο, μα δυστυχώς δεν το πέτυχα τη μέρα που πήγα στη Στέγη.
Πού ήταν, όμως, εκείνο "το κάτι", το παραπάνω, αυτό που θα έκανε (και) τούτες τις απογυμνωμένες συναυλίες να αποκτήσουν μια βαρύτητα αναφοράς, που θα επέτρεπε να τις μετράμε, στο εξής, στις ιδιαίτερες συγκινησιακές εμπειρίες ανάμεσα σε όσες μας έχει προσφέρει ο Cave στα 42 χρόνια που έρχεται στην Αθήνα; Καραδοκούσε, είναι μάλλον η ορθότερη απάντηση. Για να μας πρωτοχτυπήσει καταπρόσωπο στην τόσο απλή, μα τόσο μεγαλειώδη εκτέλεση του "Papa Won't Leave You, Henry", που τη συνόδευσε και μία από τις πιο ουσιώδεις διηγήσεις της βραδιάς, για τον γιο του Luke, που τον νανούριζε στα πολιτικώς και προσωπικώς δύσκολα χρόνια στα οποία έζησε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. O Luke, πρόσθεσε, έχει πλέον το δικό του μικρό αγοράκι –και όλοι καταλάβαμε ότι ο Nick Cave είναι ένας περήφανος παππούς.
Κάτι ανάλογα δυνατό θα ζούσαμε αργότερα και στο "The Weeping Song", μα εκεί όπου απογειώθηκε το πράγμα ήταν στο "The Mercy Seat", που σκόρπισε ρίγη ανατριχίλας χάρη στο έντονο πάθος με το οποίο το επένδυσε ο Cave, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε, για λίγο, την έλλειψη της γνώριμης, ηλεκτρισμένης του δίνης. Με ιδιαίτερη έξαψη, επίσης, έπαιξε άριστα το "Jubilee Street", πριν ριχτεί σε μια καταπληκτική απόδοση του "Push The Sky Away", η οποία μπορεί να ήταν καλύτερη και από το αυθεντικό άσμα. Εκεί, όμως, πάνω που φαινόταν ότι είχαμε αγγίξει, πια, το απόγειο της συναυλίας, Cave & Greenwood μας είπαν την καληνύχτα τους. Επρόκειτο για θέατρο, φυσικά, γιατί απλώς είχε έρθει η ώρα για λίγη ακόμα λατρεία, για λίγες ακόμα ιαχές, για μια γενική απαίτηση συνέχειας. Φάση "θέλω να τ' ακούω να το λες", έτσι ακριβώς όπως το έχει θέσει, στα καθ' ημάς, η Μαρινέλλα.
Το encore αποδείχθηκε ο νοητός Όλυμπος της όλης σόλο εμπειρίας. Εδώ ο Greenwood έλαβε λίγο περισσότερο χώρο, ξετυλίγοντας την κλάση του ως μουσικός, ήταν όμως ο Cave, φυσικά, που απογείωσε την εκφραστική του απόδοση, ανάβοντας τις δικές του μικρές πυρκαγιές, ακόμα κι όταν έσκυβε σε μη δεδομένες επιλογές. Όπως στο "Shivers", λ.χ., από τα νιάτα του με τους Boys Next Door, το οποίο έπαιξε μέσα στους υπέροχους φωτισμούς της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, που παντρεύτηκαν όμορφα με τους αλαφρούς κυματισμούς της κουρτίνας στο φόντο της σκηνής. Τραγούδι, σημειωτέον, που αφιέρωσε στον (μακαρίτη, από το 2009) Rowland S. Howard, μιλώντας μας για τη μεταμορφωτική ορμή που χάρισε η είσοδός του στη μπάντα, στο μεταίχμιο του ιστορικού αναπροσδιορισμού της σε The Birthday Party.
Το "Nobody's Baby Now" στάθηκε μία ακόμα υπέροχη πιανιστική στιγμή σε ύφος φλογερά θλιμμένης μπαλάντας, ενώ το "Palaces Of Montezuma" των Grinderman ανέβασε στροφές και διαθέσεις, κάνοντας τον κόσμο να συνοδεύσει με ρυθμικά παλαμάκια. Ακολούθως, ο Cave εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Marc Bolan και για τον τρόπο που βρήκε να χτίσει μια δική του γλώσσα στη rock στιχουργική της δεκαετίας του 1970, τιμώντας τις μνήμες αυτές με μια έξοχη διασκευή στο "Cosmic Dancer" των T.Rex, την οποία ακολούθησε άλλο ένα μικρό κομψοτέχνημα, όταν γύρισε πίσω στους συμπατριώτες του The Seekers, για μια εκπληκτικώς προσωπική ενατένιση στο "The Carnival Is Over" τους. Εκεί μπήκε και η οριστική τελεία της βραδιάς, με τον κόσμο να χειροκροτά όρθιος, τον Greenwood να χαμογελά πλατιά έχοντας το βλέμμα στον εξώστη και τον Cave να χαιρετά με χειραψίες τις πρώτες σειρές, αποκαλώντας μας "όμορφους ανθρώπους".