Δύο ιστορικής σημασίας παραγωγές γαλλικής όπερας με ελληνικό ενδιαφέρον απολαύσαμε το τελευταίο τρίμηνο στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο της Αθήνας. Τις προάλλες (23/5) ο Γάλλος Ολιβιέ Ντεκότ ολοκλήρωσε ουσιαστικά την τετραετή του θητεία ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου με μία συναυλιακή παρουσίαση της όπερας "Πηνελόπη" του Φωρέ. Τρεις μήνες νωρίτερα στον ίδιο χώρο δόθηκε, επίσης συναυλιακά, και σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση η νεανική όπερα "Μετζέ" του Σαμάρα, σε νέα ενορχήστρωση του Βύρωνα Φιδετζή, την οποία παρήγγειλε ο Ντεκότ.
Η κοντσερτάντε εκτέλεση της "Πηνελόπης" του Φωρέ αποτέλεσε την πρώτη πανελλήνια παρουσίαση του έργου, και μάλιστα στο ίδιο θέατρο που προγραμματιζόταν το σκηνικό της ανέβασμα το 2010 από την Εθνική Λυρική Σκηνή (επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Τζοβάννι Πάκορ), πριν τελικά ματαιωθεί.
Η "Πηνελόπη" αποτέλεσε την πρώτη και σχετικά καθυστερημένη απόπειρα ενασχόλησης του Φωρέ με το λυρικό θέατρο (η σύνθεσή της άρχισε όταν αυτός ήταν 62 ετών), μετά από μια σειρά έργων σκηνικής μουσικής. Η όπερα γράφτηκε πάνω στο βασισμένο στην "Οδύσσεια" του Ομήρου, μάλλον αδύναμο λιμπρέτο του νεαρού ποιητή Ρενέ Φωσουά και θέτει στο επίκεντρο την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη την περίοδο ερωτικής πολιορκίας της συζύγου του Πηνελόπης από τους μνηστήρες. Η "εξευγενισμένη" δράση διέπεται από μεγάλη στατικότητα, κάτι που εξηγεί την εξαιρετική σπανιότητα των σκηνικών -αλλά και συναυλιακών- ανεβασμάτων της ακόμη και στη Γαλλία!
Το έργο παρουσιάζει σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μουσικής πλευράς, λόγω του ότι, παρά την προεξάρχουσα συμφωνική διάσταση της γραφής, η εκτεταμένη χρήση βαγκνερικών εξαγγελτικών θεμάτων (Leitmotive) συνοδεύεται από προσπάθεια ψυχολογικών συνδηλώσεων, διασφαλίζοντας επαρκή μουσικοδραματική ροή.
Η εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει την ανάδειξη της φωνής και της ευκρίνειας του αδόμενου λόγου, κυρίως μέσα από τον ευαίσθητο και λεπτοδουλεμένο χειρισμό της συνοδευόμενης από περιπαθή μελωδικά θέματα φωνητικής γραμμής, η οποία εκπέμπει ευγένεια και καλαισθησία. Μακριά από το νατουραλισμό των Ιταλών και των περιρρέοντα στις αρχές του 20ού αιώνα συμβολισμό των Γάλλων, ο Φωρέ προτείνει μια σύνθετη γραφή από το ρετσιτατίβο έως την άρια, που ανάγεται στις απαρχές της φλωρεντινής όπερας (Κατσίνι – Μοντεβέρντι).
Όλα τούτα καταδεικνύουν την δυσκολία τού να ανέβει πειστικά και από μουσικής πλευράς η συγκεκριμένη όπερα, στοίχημα που κερδήθηκε σε ύψιστο βαθμό στα "Ολύμπια". Κομβική υπήρξε και πάλι η επιλογή του Ντεκότ να μετακαλέσει αφενός τον γνωστό μας, ικανότατο και εξειδικευμένο στο γαλλικό ρεπερτόριο Γάλλο αρχιμουσικό Πιερ Ντυμουσσώ, και μάλιστα επικεφαλής της πρώτης ορχήστρας της χώρας, της ΚΟΑ, αφετέρου την κορυφαία σήμερα παγκοσμίως ερμηνεύτρια του πρωταγωνιστικού ρόλου, τη Γαλλίδα δραματική υψίφωνο Κατρίν Υνόλντ, την οποία πλαισίωσε όχι μόνο με άκρως ταλαντούχους, ανερχόμενους συμπατριώτες της μονωδούς της νεώτερης γενιάς αλλά και με γαλλόφωνους Έλληνες συναδέλφους τους, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την άρτια ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του ποιητικού κειμένου και της μυστηριώδους ομορφιάς της παρτιτούρας.
Η μουσική διεύθυνση του Ντυμουσσώ ξεχώρισε όχι μόνο για τον αφειδώλευτο λυρισμό, την ευελιξία και την κομψότητά της (π.χ. ανάδειξη της νυχτερινής ατμόσφαιρας της Β’ πράξης ή του κλίματος των fêtes galantes της Γ’), αλλά και για την αίσθηση δραματικής συνέχειας, από την αρχική συναισθηματική εγκράτεια μέχρι την κορύφωση στο αισθησιακό φινάλε. Επαρκώς προετοιμασμένοι, αν και όχι πάντοτε ανεπίληπτοι, οι μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών τον ακολούθησαν με συγκέντρωση και αξιοπρόσεκτη διαύγεια ήχου στα έγχορδα, ενώ έλαμψαν τα ποιητικά ξύλινα (και δη το αγγλικό κόρνο της Χριστίνας Παντελίδου) και τα υπό τον Κώστα Σίσκο κόρνα.
Η εξαιρετικά καθαρή άρθρωση και λαγαρή νοηματοδότηση του αδόμενου γαλλικού λόγου αποτέλεσε βασικό ατού του συνόλου της διανομής, που δεν αμέλησε -όλως ευπρόσδεκτα- να σκιαγραφήσει με σαφήνεια και χαρακτήρες. Παρά μιαν αίσθηση κόπωσης (πιθανότατα οφειλόμενη σε κάποιο κρύωμα), η Πηνελόπη της Υνόλντ διέθετε και την ευγενή παρουσία και τη δύναμη εξαγγελίας και τις λαμπερές ψηλές νότες που απαιτεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος. Καλοτραγουδισμένος, αν και κάπως σφιγμένος εκφραστικά, ήχησε ο Οδυσσέας (ρόλος γραμμένος για "ηρωϊκό" τενόρο) του Ζυλιέν Ανρίκ. Θαυμάσιοι ήταν η μεσόφωνος Αναΐκ Μορέλ στο ρόλο της Ευρύκλειας και ο βαρύτονος Ζερόμ Μπουτιγιέ, στους διπλούς ρόλους των Εύμαιου και Ευρύμαχου, τους οποίους αντιδιέστειλε με αλάθητο δραματικό ένστικτο.
Θεατρικότητα διείπε την παρουσία και της καθ’όλα αξιόπιστης ομάδας των μνηστήρων (Καβάγιας, Φίλιας, Σελητσανιώτης, Κορδοπάτης), από την οποία ξεχώρισαν για την μεγαλύτερη ένταση του τραγουδιού τους οι δύο πρώτοι (τενόροι). Από την εξίσου ισορροπημένη ομάδα των ακολούθων της Πηνελόπης (Σπιτάδη, Μαραγκού, Κριτσωτάκη, Στριφτόμπολα, Φασσέα) σημαντικότερη μουσικοδραματικά συμμετοχή είχαν οι δύο πρώτες (μεσόφωνοι).
Μικρότερο ρόλο είχε στο έργο η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, η αποστολή της οποίας υπήρξε πιο άχαρη, λόγω του εγκλωβισμού της στο βάθος της σκηνής πίσω από μια μεγάλου μεγέθους ορχήστρα.
Συγκεφαλαιωτικά, μία από κάθε άποψη ερεθιστική συναυλιακή λυρική εμπειρία!
Στις 17/2 ακούσαμε στα "Ολύμπια" το λυρικό πρωτόλειο του Σπυρίδωνος Σαμάρα "Μετζέ". Γραμμένη την τριετία 1883-1886 στη γαλλική γλώσσα σε λιμπρέτο του άγνωστου Ελζεάρ και πρωτοπαρουσιασμένη στο θέατρο "Constanzi" της Ρώμης το Δεκέμβρη του 1888 στην ιταλική μετάφραση του λιμπρέτου από τον Φοντάνα, η "Μετζέ" αποτελεί την τρίτη όπερα του Σαμάρα που διασώζεται σε μορφή σπαρτίτου (δηλ. αναγωγής για φωνές και πιάνο). Σ’αυτήν τη μορφή είχε πρωτοακουσθεί στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 2011 στο πλαίσιο του 7ου κύκλου των "Ελληνικών Μουσικών Γιορτών" στην αίθουσα του "Παρνασσού", υπό την πιανιστική συνοδεία του Απόστολου Παληού, που ανέλαβε εν προκειμένω τη μουσική προετοιμασία.
Το μοναδικό γνωστό σπαρτίτο δωρήθηκε στον Φιδετζή από τον σημαντικό αρχιμουσικό Τότη Καραλίβανο, συνοδευόμενο από δικές του ενορχηστρώσεις κάποιων αποσπασμάτων. Η νέα πλήρης ενορχήστρωση του Φιδετζή δεν τις αξιοποίησε, βασιζόμενη πρωτίστως στις προηγούμενες αναδημιουργημένες ενορχηστρώσεις έργων, όπως η ημιτελής "Τίγκρα" και η "Λιονέλλα", αλλά και στη μακρόχρονη εμπειρία και ενασχόλησή του -συναυλιακή και δισκογραφική- με τις πλήρως σωζόμενες όπερες του Κερκυραίου συνθέτη, όπως οι "Ρέα" και "Μάρτυς".
Η ακρόαση κατέδειξε μία διαφορετική, συμβατικά εξωτική/"οριενταλιστική" γραφή, τυπική των τάσεων της εποχής (Μπελ Επόκ) στη γαλλική ρομαντική όπερα (στο πρότυπο έργων όπως "Ο Βασιλιάς της Λαχόρης" του Μασνέ ή οι "Αλιείς μαργαριταριών" του Μπιζέ), η οποία έμεινε δίχως συνέχεια, καθώς ο Σαμάρας προσεχώρησε λίγο αργότερα -και έλαμψε!- στον ανερχόμενο τότε ιταλικό βερισμό.
Εύλογα, το έργο δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, ηχώντας κυρίως σαν μία αλληλουχία αυτόνομων μουσικών ενοτήτων, που πρόδιδε πάντως την ευκολία του νεαρού Σαμάρα -φοιτητή τότε στο Ωδείο του Παρισιού- στην παράθεση μελωδικών μουσικών προτάσεων με κατά τόπους ευρηματική "τροπική" θεματική ανάπτυξη και μιαν κάποια ιδιότυπη (όχι δηλ. αμιγώς ανατολίτικη) πρόσληψη "εξωτικών" ηχοχρωμάτων/ποικιλμάτων. Από φωνητικής πλευράς έγινε χρήση όλων των δυνατών συνδυασμών (άριες, ντουέτα, τερτσέτα, σύνολα), ενώ δεν έλειψαν ούτε τα χορωδιακά μέρη ούτε η μουσική μπαλέτου.
Έχουμε επανειλημμένα επισημάνει ότι αυτού του είδους οι συναυλιακές παρουσιάσεις είναι πολύτιμες, όχι μόνο σαν ασκήσεις μουσικής πατριδογνωσίας, στο βαθμό που συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των τάσεων στην ευρωπαϊκή μουσική, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, αλλά και στην καλύτερη κατανόηση του δημιουργικού έργου σημαντικών Ελλήνων συνθετών, όπως ο Σαμάρας. Ουσιαστικά συνιστούν μία πολύ καλή πρώτη βάση για την περαιτέρω ενασχόληση με αυτά τα ξεχασμένα έργα, περιλαμβανομένης της σκηνικής παρουσίασης και της ηχογράφησής τους, κατά τρόπο που να επιτρέπει ασφαλέστερες κρίσεις και εκτιμήσεις ως προς τις αρετές και τις αδυναμίες τους…
Σε μουσικό επίπεδο, η παρουσίαση κινήθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, κυρίως λόγω της μετάκλησης δύο εξαιρετικά ταλαντούχων και ακμαίων Γαλλίδων τραγουδιστριών στους πρωταγωνιστικούς γυναικείους ρόλους. Η ευαίσθητη, δροσερή Μετζέ της λυρικής υψιφώνου Λυσί Περαμώρ έδεσε έξοχα φωνητικά (και όχι μόνο στις συνηχήσεις) και σκηνικά με την συναρπαστική Βαζάντα της μεσοφώνου Ελοΐζ Μας, με το γοητευτικό σκούρο ηχόχρωμα και την αριστοκρατική παρουσία. Φροντισμένη εκφορά της γαλλικής γλώσσας κατέθεσαν και οι Έλληνες μονωδοί, ιδίως ο γεμάτος αυτοπεποίθηση, ορμητικός Ναΐρ του τενόρου Κωνσταντίνου Κληρονόμου, παρά ένα τραγούδι αρκετά ρωμαλέο και ένα τίμπρο λιγότερο ηδύ σε σχέση με τα ιδανικά ζητούμενα. Εξαιρετικός στο ρόλο του αντιζήλου του, "κακού" Σελίμ ήταν ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (που είχε τραγουδήσει και στη συναυλιακή παρουσίαση του 2011), αρκετά καλός στους ρόλους των Καντούρ και μεγάλου Βραχμάνου ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου, αξιόπιστος στο μικρότερο ρόλο του Ανζιάντ ο Γάλλος βαρύτονος Φλοράν Λερού-Ρος.
Η όχι ιδανική ακουστική του θεάτρου άμβλυνε τις εντυπώσεις από το -καλό- τραγούδι της της τοποθετημένης στο βάθος της σκηνής Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων και αύξανε υπέρμετρα την ένταση του παιξίματος της ως συνήθως φερέγγυας και καλά προετοιμασμένης "Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών", που διηύθυνε με γνώση, σφρίγος και αφηγηματική ρευστότητα ο Φιδετζής.
Ας ελπίσουμε ότι η πολύτιμη συμπερίληψη στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του θεάτρου "Ολύμπια" ξεχασμένων λυρικών έργων της μουσικής φιλολογίας της νεώτερης Ελλάδας θα συνεχισθεί και από το διάδοχο του Ντεκότ, Τάση Χριστογιαννόπουλο…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Ο Γάλλος αρχιμουσικός Πιερ Ντυμουσσώ σηκώνει ψηλά την παρτιτούρα της όπερας "Πηνελόπη" του Φωρέ για τις επευφημίες του κοινού μετά το πέρας της πρώτης πανελλήνιας συναυλιακής της παρουσίασης (θέατρο "Ολύμπια", 23/5): εκατέρωθεν του διακρίνονται -αριστερά- οι Ζερόμ Μπουτιγιέ και Ζυλιέν Ανρίκ και -δεξιά- οι Κατρίν Υνόλντ και Αναΐκ Μορέλ © Studio Kominis