Όλη η φιλόμουση Αθήνα έσπευσε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για τρεις συναυλίες στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" υπό τη διεύθυνση δύο Ελλήνων αρχιμουσικών της ίδιας γενιάς, που διαπρέπουν στην αλλοδαπή. Οι εμφανίσεις, σε διάστημα ενός μήνα, των Κωνσταντίνου Καρύδη και Θεόδωρου Κουρεντζή, επικεφαλής ξένων ορχηστρικών συνόλων, κέντρισαν το ενδιαφέρον, ανεξαρτήτως -ή και εξ αιτίας- των μεγάλων διαφορών στις προσωπικότητες αλλά και τον τρόπο προσέγγισης των μουσικών κειμένων.
Ως συνήθως, η ανακοίνωση της διπλής εμφάνισης του Κουρεντζή με την 9η Συμφωνία του Μπρούκνερ είχε προκαλέσει sold out εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ο Ελληνορώσος αρχιμουσικός αναμετρήθηκε με το ημιτελές κύκνειο άσμα του Αυστριακού συνθέτη ξανά μετά από αρκετά χρόνια, διευθύνοντας αυτήν τη φορά την Ορχήστρα "Ουτοπία", το νέο (προ διετίας ιδρυθέν) σύνολό του από επίλεκτους μουσικούς από διάφορες ορχήστρες, με το οποίο εμφανίζεται -ανά τακτά χρονικά διαστήματα- κάθε καλλιτεχνική περίοδο, επιχειρώντας να αποφύγει τον ευρωπαϊκό συναυλιακό "εξοστρακισμό" λόγω των στενών σχέσεων του (όπως και της ορχήστρας του "MusicAeterna") με το υπό διεθνή απομόνωση ρωσικό καθεστώς.
Τις προάλλες (20/5), στην πρώτη από τις δύο αθηναϊκές συναυλίες -η Αθήνα αποτέλεσε τον ενδιάμεσο μεταξύ Αμβούργου και Βερολίνου σταθμό μιας μίνι-περιοδείας- επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά η καλή του χημεία και με την ορχήστρα αυτή, η οποία, μολονότι δεν διαθέτει εύλογα την ομοιογένεια και πειθαρχία της "MusicAeterna", αποτελείται από εξαίρετους μουσικούς, που δεν διστάζουν να αναλάβουν όλα τα ρίσκα που επιβάλλει ο αρχιμουσικός, και κυρίως να παίζουν -πλην βιολοντσέλων- όρθιοι, ακόμη και αυτοί των χάλκινων πνευστών!
Για μια ακόμη φορά το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή ενός ήχου εξαιρετικής έντασης και (στερεοφωνικής) ευκρίνειας, που επέτρεπε πάντως να γίνονται αισθητές και οι πιο μικρές εκλεπτύνσεις, αλλά και η απόλαυση που αντλούσε ο αρχιμουσικός στο να δαμάζει τα τόσο χαρακτηριστικά στις συμφωνίες του Μπρούκνερ γιγαντιαία ηχητικά μπλοκ.
Η εκτέλεση κινήθηκε οπωσδήποτε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, αλλά η όλη ερμηνευτική θεώρηση συνοδεύθηκε από ισχυρές επιφυλάξεις, κυρίως λόγω της επιβεβαίωσης της τάσης του Κουρεντζή να πριμοδοτεί την εξαντλητική και σε επίπεδο παραγράφου αποκωδικοποίηση της μουσικής δραματουργίας σε βάρος της συνολικής εποπτείας και συνοχής της!
Η προσέγγιση αυτή λειτούργησε πολύ καλύτερα στο πρώτο μέρος λόγω της κρυστάλλινα καθαρής προβολής των τριών διαδοχικών μεγάλων θεματικών ομάδων, στις οποίες εντυπωσίασε η ιδιαίτερη αιχμηρότητα – θεατρικότητα των πάντοτε κρίσιμων μεταβάσεων (περισσότερο πρόσφορη, πάντως, για το σκέλος "feierlich" παρά γι’αυτό "misterioso" της αγωγικής ένδειξης). Στα συν προσμετρώνται τα εύροα (και όχι ιδιαιτέρως γρήγορα) τέμπι, οι αβίαστες διακυμάνσεις δυναμικής και το ισορροπημένο παίξιμο όλων των ορχηστρικών υποομάδων, με εξαιρετικά καλλιεπή σόλι των κορυφαίων των ξύλινων, όπως το όμποε και το κλαρινέτο (Σπύρος Μουρίκης).
Το δημοφιλές σκέρτσο αποδόθηκε με υπέρμετρο σφρίγος, χωρίς βιασύνη, αλλά και με εμμονή στην προβολή λεπτομερειών και σημειακούς μανιερισμούς στη θεματική ανάπτυξη. Παρά τη γεμάτη αυτοπεποίθηση παρουσία των χάλκινων πνευστών και τις εκ νέου εξαίρετες σολιστικές συνεισφορές των ξύλινων, δεν έλειψαν κατά τόπους κάποιοι ορχηστρικοί αποσυντονισμοί, ενώ και οι παύσεις συχνά ηχούσαν χωρίς νόημα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρατηρήθηκε στο συγκλονιστικό τρίτο μέρος (adagio), το αμφίσημο μεταφυσικό περιεχόμενο του οποίου (απελπισία; λύτρωση;) προβλήθηκε αδρομερώς. Η ανήσυχη δραματουργία στερήθηκε της δέουσας οργανικής σύνδεσης, με αποτέλεσμα να χάνεται ο ειρμός της συμφωνικής γραφής και της αφήγησης! Από τεχνικής πλευράς είχε ενδιαφέρον κυρίως ο τρόπος διαφοροποίησης -μέσω πυκνώσεων/αραιώσεων ήχου και λεπταίσθητων διαβαθμίσεων ταχυτήτων/δυναμικών- των επιμέρους κλιμακώσεων κάθε επανάληψης.
Τελικά, πέρα από την σταθερά "ροκ" εμφάνιση του 52χρονου αρχιμουσικού (αυτή τη φορά τα εφαρμοστά παντελόνια συνοδεύθηκαν από …αμάνικη μπλούζα που επέτρεπε τη θέαση καλοσχηματισμένων δικέφαλων), σταθερή παραμένει και η εμμονή του σε τελειοθηρικά πλασμένες αναγνώσεις που προκαλούν εντυπωσιασμό, καθώς τον πρώτο λόγο έχει η γεμάτη αντιθέσεις/κοντράστ προβολή των μηχανισμών/συστατικών του εσωτερικού της συμφωνικής γραφής, που καθιστούν το -πολλών ντεσιμπέλ!- ακρόαμα μία διαδοχή από μεμονωμένα ηχητικά επεισόδια. Μολονότι τούτο είναι πολύτιμο για την αποκωδικοποίηση των πυκνής δομής ρομαντικών παρτιτούρων του Μπρούκνερ, δεν είναι αρκετό για να μεταδοθούν/νοηματοδοτηθούν το μυστήριο και τα ποικίλα (μεταφυσικά, θρησκευτικά, συναισθηματικά) τους συμφραζόμενα….
Αν οι τακτικές αθηναϊκές εμφανίσεις του Κουρεντζή αποτελούν πλέον ένα από τα πιο συζητημένα μουσικά γεγονότα κάθε σαιζόν, η συναυλία, στην ίδια κατάμεστη αίθουσα, ένα μήνα νωρίτερα (20/4), της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης, με την οποία ολοκληρώθηκε το εξαιρετικά επιτυχημένο φετινό "Φεστιβάλ της Άνοιξης" του Μεγάρου υπήρξε γεγονός ακόμη μεγαλύτερης σημασίας, γιατί σηματοδότησε την επιστροφή στα πάτρια εδάφη του διακεκριμένου αρχιμουσικού Κωνσταντίνου Καρύδη μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα!
Ο εξαιρετικά διακεκριμένος 50χρονος Έλληνας αρχιμουσικός ζει και δραστηριοποιείται από σειρά ετών στην Γερμανία, αλλά οι διεθνείς εμφανίσεις του είναι σχετικά λίγες, λόγω φημολογούμενης φοβίας για τα αεροπορικά ταξίδια. Στην πατρίδα μας τον απολαύσαμε για τελευταία φορά -αν δεν σφάλλουμε- το καλοκαίρι του 2006 σε συναυλία με την Ορχήστρα της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Εύλογα, η πρόσφατη πολυαναμενόμενη αθηναϊκή του εμφάνιση τράβηξε πάνω της τους προβολείς, πολλώ δε μάλλον γιατί συνοδεύθηκε από την επάνοδο ενός εξαιρετικού και άκρως αγαπητού συνόλου, της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης, και μάλιστα με ένα τουλάχιστον ασύνηθες πρόγραμμα, στο οποίο σύντομα κομμάτια διαφόρων συνθετών του 20ού αιώνα πλαισίωσαν δύο σημαντικά έργα του Μπετόβεν και της εποχής του κλασικισμού.
Με αφορμή το έργο του Σοστακόβιτς ή το αποτύπωμα που αυτός άφησε σε επιγόνους του, ολόκληρο το πρώτο μέρος κινήθηκε σε στοχαστικούς τόνους. Μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι η βραδιά άνοιξε με το "Πρελούδιο στη μνήμη του Σοστακόβιτς" για δύο βιολιά του Σνίτκε, που ερμήνευσαν με ανεπίληπτη ορθοτονία οι κορυφαίοι στα α’ και β’ βιολιά Στήβεν Κόουπς και Λούσυ Γκουλντ. Ακολούθησε το θαυμάσιο "Αντάτζιο για ορχήστρα εγχόρδων" από την καντάτα "Οι Πέρσες" του -παρόντος στην αίθουσα- Περικλή Κούκου, ένας εξαιρετικά καλογραμμένος, υποβλητικά μελωδικός, θρηνητικός μονόλογος των εγχόρδων.
Παραμένοντας στην ίδια ατμόσφαιρα, ακούσθηκαν στη συνέχεια τα δύο "Κομμάτια για οκτέτο εγχόρδων" του Σοστακόβιτς, σε ορχηστρική μεταγραφή του ίδιου του Καρύδη, όπου εντυπωσίασαν η συμφωνική διάσταση της γραφής, ο αιθέριος πτητικός ήχος των εγχόρδων (εκπληκτικό πρώτο βιολί!) και η πρωτοφανής ένταση του σκέρτσου με την ιδιαίτερη αιχμηρότητα της φραστικής.
Η εσωτερικότητα και η στοχαστική διάθεση αποτελούν, ως γνωστόν, βασικά χαρακτηριστικά και του "Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 4" του Μπετόβεν που ερμήνευσε ο (Πολωνικής καταγωγής) Καναδός πιανίστας Γιαν Λισιέτσκι. Εν προκειμένω, όμως, με την εξαίρεση του τρυφερού αργού μέρους, αυτές δεν αναδείχθηκαν ιδανικά, λόγω της υπέρμετρης νεανικής ενέργειας και της υπερβολικά δεξιοτεχνικής λαμπρότητας (και όχι μόνο στην καντέντσα του πρώτου μέρους και στο φινάλε) της εκτέλεσης. Ο πολυτελής ήχος, το εκπληκτικής καθαρότητας και ρυθμικής ακρίβειας παίξιμο του 29χρονου σολίστ, με τη δεδομένη ρευστότητα ταχυτήτων και δυναμικών αλλά και την προσεγμένη ανάδειξη πολλών λεπτομερειών της γραφής εντυπωσίασαν, αλλά εκφραστικά η ερμηνεία ηχούσε μάλλον ψυχρή και συναισθηματικά αμέτοχη. Κρίμα γιατί η ορχηστρική συνοδεία που διέπλασε ο Καρύδης διέθετε σπάνια πλαστικότητα και αφηγηματικό ενδιαφέρον, μεριμνώντας διαρκώς για το διάλογο με τον πιανίστα, αλλά και λειτουργώντας όπου έπρεπε (πχ. στο ενδιάμεσο andante con moto) πιο συγκρουσιακά.
Ο Λισιέτσκι έκλεισε το πρώτο μέρος με το λυρικό 3ο από τα 24 "Πρελούδια για πιάνο" του Σοστακόβιτς.
Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε με τον συντομότατο "Ύμνο" από τα "Τρία σύντομα κομμάτια" του Άϊβς, τον οποίο διαδέχθηκε χωρίς παύση η "Συμφωνία αρ. 4" του Μπετόβεν. Η ερμηνεία ενθουσίασε ανεπιφύλακτα γιατί δικαίωσε όλη την παλέτα διαθέσεων της πανέμορφης παρτιτούρας, αυτήν προεξάρχουσα φωτεινή, τις μελαγχολικές νησίδες, το υποδόριο χιούμορ. Το αέναο ρυθμικό σφρίγος και τα σβέλτα τέμπι πρόδιδαν -όπως και τα στριγγά χάλκινα- την αφομοίωση των διδαγμάτων της ιστορικής ερμηνευτικής, ενώ ο καλλιεργημένος, εξαιρετικά διάφανος ήχος των εγχόρδων και οι ποιητικές συνεισφορές των έξοχων ξύλινων πνευστών υπενθύμιζαν τις οφειλές στον κλασικισμό του Χάϋντν. Αξιοποιώντας την εμπειρία και την ευελιξία της φημισμένης ορχήστρας δωματίου, η ιδανική ισορροπία της ερμηνείας -που απογειώθηκε στο αντιστικτικά δυσκολότατο φινάλε- αποτυπώθηκε στη μοναδική ευφράδεια αφήγησης, διεγείροντας ευφρόσυνα αισθήματα.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με 5 από τους "Ελληνικούς Χορούς για ορχήστρα εγχόρδων" του Σκαλκώτα, που έτυχαν μίας συναρπαστικής εκτέλεσης, ασύλληπτης υφολογικής πιστότητας για ένα δυτικό ορχηστρικό σύνολο ελάχιστα εξοικειωμένο με παραδοσιακό υλικό. Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την οξεία αντίληψη των μουσικών και τη σπάνια διαύγεια ήχου των εγχόρδων, ο Καρύδης φώτισε άριστα, με ακρίβεια ακτινογραφίας, την ιδιότυπη, ευφάνταστη ενορχήστρωση με την αντισυμβατική αρμονία και τις ερεθιστικές διαφωνίες, οδηγώντας τη συναυλία σε διονυσιακής ευφορίας κορύφωση!
Οι έντονες επευφημίες του -από κάθε άποψη υποδειγματικού- κοινού αλλά και η όλη στάση των μελών της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης ήχησαν αναπόδραστα σαν επιβράβευση ενός μοναδικής σεμνότητας αρχιμουσικού, για τον οποίο η παρτιτούρα κατισχύει της προσωπικότητας του ερμηνευτή. Μακάρι να μη χρειασθεί να περιμένουμε και πάλι πολλά χρόνια για να ξανακούσουμε τον Κωνσταντίνο Καρύδη...
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την ερμηνεία της 9ης Συμφωνίας του Μπρούκνερ στο πλαίσιο συναυλίας της ορχήστρας "Ουτοπία" υπό τον αρχιμουσικό Θεόδωρο Κουρεντζή ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 20/5) © Χάρης Ακριβιάδης