Δύο Ιούνηδες πριν, αν και κάγχασα ειρωνικά βλέποντας ορισμένους/ες του εγχώριου μουσικού Τύπου να αποχωρούν από την Πλατεία Νερού –θεωρώντας ότι "δεν είχαν τίποτα άλλο να δουν", μετά την εμφάνιση των Fontaines D.C. στο πλαίσιο του Release Athens Festival εκείνης της χρονιάς– έκανα κι εγώ το λάθος να υποτιμήσω τον Nick Cave.
Μη βρίσκοντας πολλά σημεία επαφής με τους πιο πρόσφατους δίσκους του, δηλαδή, προετοιμαζόμουν για μια συναυλία χλιαρής μελαγχολίας με πιθανές εκλάμψεις, η οποία θα αντανακλούσε, εκ των πραγμάτων, τις μεταμορφώσεις που επέφερε ο χαμός του έφηβου γιου του Arthur, πίσω στο 2015. Μπροστά μου, όμως, ορθώθηκε ένας συγκλονιστικός Nick Cave· με τρόπους και πάθη που έμοιαζαν λες και είχαν βγει κατευθείαν από εκείνη την performance του Ιουνίου 2001 με τους Bad Seeds στο "Le Transbordeur" της Λυών, η οποία τροφοδότησε, στη συνέχεια, τη DVD έκδοση "God Is In The House" (2003). Το "Get Ready For Love" να χτυπά σαν ηλεκτροπληξία το φεστιβαλικό πλήθος, το "City Of Refuge" και η εικόνα του στο "O Children", όπου έμοιαζε με εκστατικό ιεροκήρυκα των rock 'n' roll ευαγγελίων, έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου.
Το τελευταίο, μάλιστα, με ώθησε να διαβάσω με γνήσιο ενδιαφέρον τη δική του ερμηνεία για το τι σημαίνει να περπατάς και να τραγουδάς πάνω στη σκηνή, όπως την κατέθεσε στο δημοφιλές blog "Red Hand Files" (Φεβρουάριος 2022), όπου παρομοίασε την όλη κατάσταση με "θρησκευτική εμπειρία" –παρατήρηση πολύ εύστοχη και διπλής ισχύος, αφού δεν αφορά μόνο τον καλλιτέχνη, μα και το κοινό. Από το 2023, λοιπόν, αποφάσισε να τη θέσει σε μια νέα βάση, πραγματοποιώντας σόλο συναυλίες σε χώρους συγκεκριμένης χωρητικότητας, οι οποίες δεν θα στηρίζονταν ούτε στις γνώριμες ηλεκτρικές εντάσεις των Bad Seeds, αλλά ούτε και σε όσα παρουσιάζει στα soundtracks που σκαρώνει κατά καιρούς με τον Warren Ellis: θα διεξάγονταν μόνο με ένα πιάνο κι ένα μπάσο, με τον ίδιο να κάθεται στο πρώτο και τον Colin Greenwood να αναλαμβάνει το δεύτερο, κομίζοντας την πείρα που έχει αποκτήσει ως διακεκριμένο μέλος των Radiohead.
Τα πρώτα βήματα αυτής της προσέγγισης έγιναν με επιτυχία στη Βόρεια Αμερική, ακολούθησε η Αυστραλία, τελικά ανακοινώθηκε και ευρωπαϊκό σκέλος της σχετικής περιοδείας, από το οποίο δεν γινόταν βέβαια να λείψει η Αθήνα. Κάπως έτσι, ο Nick Cave με τον Colin Greenwood αναμένεται να καταλάβουν την κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση για τρεις συνεχόμενες ημέρες (Σάββατο 1/6, Κυριακή 2/6 & Δευτέρα 3/6). Εκεί, λατρεμένα τραγούδια σαν τα "Papa Won't Leave You, Henry", "The Mercy Seat", "The Weeping Song" ή "Into My Arms" θα συνυπάρξουν με λιγότερο προβεβλημένες στιγμές του πλούσιου καταλόγου του –φαίνεται, για παράδειγμα, ότι παίζει το "Palaces Of Montezuma" των Grinderman, αλλά και το "Shivers" των Boys Next Door– καθώς και με επιλεγμένες διασκευές, αφού μάλλον θα ακουστεί και το "The Carnival Is Over". Στόχος, σε κάθε περίπτωση, είναι η όσο το δυνατόν πιο απέριττη κι απογυμνωμένη παρουσίαση του υλικού του, καθώς ο ίδιος ο Cave θεωρεί ότι έτσι θα αποκαλυφθεί πιο γλαφυρά η ουσιαστική του φύση.
Με τη σχέση Nick Cave και Ελλάδας να έχει πολύ γερά θεμέλια, βαστώντας, πια, 42 έτη –τόσα μετράμε από τον Σεπτέμβριο του 1982, όταν τον πρωτοείδαμε στο γήπεδο του Σπόρτινγκ με τους Birthday Party– το κοινό έσπευσε να προμηθευτεί εισιτήρια με το που άνοιξε η προπώληση, με αρκετούς να μη διαβάζουν καν ότι οι τρεις αυτές συναυλίες δεν θα γίνουν με τους Bad Seeds. Φυσικά, με τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση να έχει δεδομένο αριθμό θέσεων (συν τον κόφτη που εφαρμόστηκε, για αγορά μόνο δύο εισιτηρίων ανά άτομο), πολλοί ενδιαφερόμενοι έμειναν απέξω. Πολλοί, όμως, ήταν και όσοι δεν μπόρεσαν να διαθέσουν τα 80 με 150 ευρώ τα οποία απαιτούνταν για να μην κάτσουν κάπου με περιορισμένη ορατότητα, όπως φάνηκε από την παθιασμένη κουβέντα που ξεκίνησε στα εγχώρια μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ανακοινώθηκε το sold out του τριημέρου.
Η κουβέντα αυτή ανέδειξε τις Nick Cave solo εμφανίσεις στις πιο συζητημένες συναυλίες του φετινού καλοκαιριού, ενώ επεκτάθηκε και σε ιδεολογήματα για τη φύση του rock 'n' roll και τη σχέση του με το εμπόριο, φτάνοντας, τελικά, και σε μια γκρίνια που υποβόσκει καιρό ανάμεσα στους Έλληνες φίλους του Αυστραλού δημιουργού –για το ποιος ήταν τότε που έστηνε τριήμερα στο "Ρόδον" (3, 4 & 5/5 1989) και ποιος είναι σήμερα. Ωστόσο, παρακάμπτοντας τη λίαν κατανοητή απογοήτευση όσων ένιωσαν ότι δεν δύνανται να τον παρακολουθήσουν για οικονομικούς λόγους, δεν γίνεται να μην επισημάνει κανείς ορισμένα πράγματα που έπρεπε να είναι αυτονόητα, μα φαίνεται πως πνίγονται, τελικά, σε έναν συναισθηματισμό που οδηγεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις και προσδοκίες.
Άσχετα, δηλαδή, με το πώς λέγεται ένας χώρος σαν κι εκείνον που ζητά ο Nick Cave για τις συγκεκριμένες εμφανίσεις, το γεγονός του πάγιου αριθμού θέσεων συνεπάγεται υψηλές τιμές εισιτηρίων. Το rock 'n' roll, επίσης, ήταν και παραμένει θέαμα συνυφασμένο με μια βιομηχανία, πράγμα που ίσχυε μια χαρά και στα παλιά τριήμερα στο "Ρόδον": όποιοι έχουν κρατήσει τα εισιτήρια, μπορούν να διαπιστώσουν, ιδίοις όμμασι, ότι, εκτός από διοργάνωση του ραδιοσταθμού "902 Αριστερά", ήταν και "sponsored by Diesel", σε χρόνια που κανείς δεν αμφισβητούσε αν ο Nick Cave άνηκε ή δεν άνηκε στους "εναλλακτικούς" καλλιτέχνες. Το παιχνίδι, λοιπόν, του ήταν ήδη γνώριμο και δεν έκανε τίποτα άλλο, με τον καιρό, παρά να εκμεταλλευτεί τη φήμη την οποία απόκτησε, ώστε να αναπροσαρμόσει τις αμοιβές του εντός του σχετικού χρηματιστηρίου αξιών. Τώρα, το αν οι τιμές των συναυλιακών εισιτηρίων στην Ελλάδα έχουν φτάσει σε (πράγματι) δυσθεόρατα ύψη για το σταθερώς ταλαιπωρημένο μέσο εισόδημα, αυτή είναι μια διαφορετική και πιο περίπλοκη συζήτηση, για μια άλλη στιγμή.