Τρία πολύ ενδιαφέροντα ρεσιτάλ βιολιού-πιάνου δόθηκαν τον περασμένο μήνα σε αθηναϊκές αίθουσες συναυλιών. Πέραν της αδιαμφισβήτητης αξίας, της ποιότητας και των έντονων προσωπικοτήτων, τους τρεις βιολιστές συνδέουν κι άλλα χαρακτηριστικά: την Κατερίνα Χατζηνικολάου και τον Λαέρτη Κοκολάνη η κοινή παρουσία στα αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (η πρώτη ως εξάρχουσα, ο δεύτερος ως κορυφαίος β’ στα δεύτερα βιολιά), τον Ιόνιαν-Ηλία Καντέσα και τον Κοκολάνη, η εξ ημισείας αλβανική καταγωγή. Επίσης, το γεγονός ότι όλα τα ρεσιτάλ με διαφορετικά πλην πρωτότυπα προγράμματα και εξαίρετους πιανίστες-συνοδούς ξεκίνησαν μάλλον…διστακτικά!
Στις 21/3, στο "Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη", η Κατερίνα Χατζηνικολάου και ο πιανίστας Απόστολος Παληός παρουσίασαν έργα γαλλικής μουσικής. Ήταν η δεύτερη φορά που ακούσαμε μαζί τους εκλεκτούς μουσικούς, μετά την περσινή εμφάνισή τους στο "Ωδείο Φίλιππος Νάκας" , η οποία όμως υπονομεύθηκε εν μέρει από το όχι κατάλληλο πιάνο της αίθουσας.
Φέτος το ακρόαμα δυσκόλεψε η άχαρη ακουστική της χαμηλοτάβανης αίθουσας, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο εναρκτήριο έργο της βραδιάς, την μοναδική "Σονάτα για βιολί και πιάνο" του Πουλένκ, καθώς επηρέασε την ηχητικά ισορροπημένη προβολή των εναλλαγών διαθέσεων της. Στο ευφάνταστο και αφιερωμένο στον Λόρκα έργο ψήγματα "στραβίνσκειου" μοντερνισμού χρωματίζουν ένα χαρακτηριστικά γαλλικό μουσικό καμβά. Εν προκειμένω, οι εντάσεις των ακραίων μερών (του ορμητικού αρχικού allegro και ιδίως του τραγικού presto με την απρόσμενη, ευρηματική κατάληξη) δόθηκαν με τη δέουσα αιχμηρή φραστική, ηχώντας περισσότερο εκφραστικά από την ελεγειακή μελωδικότητα του αργού ιντερμέτζο με τα ισπανικά κιθαρίσια "πιτσικάτι".
Ακολούθησε μια επιτυχημένη ανάγνωση της απερίφραστα ρομαντικής πλην κάπως συμβατικής 1ης "Σονάτας για βιολί και πιάνο" του Σαιν-Σανς. Οι δύο ισάξιοι σολίστ την απέδωσαν αρκούντως ποιητικά, με ωραίο ήχο και μεγάλη ποιότητα διαλόγου, ενώ στο θυελλώδες φινάλε ενθουσίασε η δεξιοτεχνική άνεση της βιολίστριας.
Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε με την ανάλαφρη, λυρική "Σισιλιάνα" του Φωρέ, που ήχησε με την αναγκαία απλότητα και τρυφερότητα έκφρασης, και ολοκληρώθηκε με την κυκλικής φόρμας "Σονάτα" του Φρανκ, την οποία Χατζηνικολάου και Παληός είχαν ερμηνεύσει και στο περσινό τους ρεσιτάλ. Αν τότε εκφράζαμε απορία που το σπουδαίο αυτό έργο δεν ακουγόταν συχνότερα, κατά τη φετινή σαιζόν το ακούσαμε για…πέμπτη (!) φορά, τέταρτη σε βιολί και τρίτη από γυναίκα σολίστ (μετά τις Παπαματθαίου-Μάτσκε και Γιούλια Φίσερ). Η ερμηνεία που προσφέρθηκε ήταν ακόμα καλύτερη από την περσινή σε γραμμή, έκφραση, συναίσθημα. Για μια ακόμη φορά, θαύμασε κανείς το συνδυασμό τεχνικής και μουσικότητας της σολίστ, την πλαστικότητα άρθρωσης και φραστικής, την λεπταίσθητη διαφοροποίηση δυναμικής και χροιάς του ήχου με κλιμακούμενη ένταση στα γρήγορα μέρη, ένα παίξιμο όπου το sostenuto εναλλασσόταν με την αέναη κινητικότητα. Άξιος συμπαραστάτης της σε ευγένεια έκφρασης, αριστοτεχνική φραστική και ρυθμική εγρήγορση υπήρξε ο Παληός, εκ των κορυφαίων ερμηνευτών του ρομαντικού ρεπερτορίου στον τόπο μας.
Η πολύ όμορφη βραδιά επιβεβαίωσε τις γνωστές πλέον αρετές της Χατζηνικολάου, τον μοναδικής ποιότητας και ορθοτονίας ήχο, την αίσθηση ύφους, το εύρος αντίληψης, κυρίως όμως τη μεγάλη αυτοπεποίθηση. Εκτός προγράμματος προσφέρθηκε η μεταγραφή για βιολί και πιάνο του διάσημου "Χορού της φωτιάς" από το μπαλέτο "Μάγος έρωτας" του ντε Φάγια.
Λίγες μέρες αργότερα (27/3) απολαύσαμε τον εξαίρετο Ιόνιαν-Ηλία Καντέσα στο ρεσιτάλ που έδωσε, στο πλαίσιο του κύκλου "Έλληνες σολίστ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, συνοδευόμενος από τον Ισραηλινο-βρετανό πιανίστα Νόαμ Γκρήνμπεργκ.
Ολόκληρο το πρώτο μέρος του συνδέθηκε με τον διακεκριμένο Γαλλογερμανό βιολιστή και συνθέτη Ροντόλφ Κρώυτσερ, στον οποίο αφιερώθηκε -σε δεύτερο χρόνο!- η περίφημη, ομώνυμη 9η Σονάτα για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν. Αρχικά ακούσθηκε η "Φαντασία Κρώυτσερ" του εξίσου σπουδαίου βιολιστή Σίμου Παπάνα. Το 12λεπτης διάρκειας, αφιερωμένο στον Καντέσα έργο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα διερεύνηση των τεχνικών και εκφραστικών δυνατοτήτων του βιολιού.
Χωρίς παύση ακολούθησε μία μεγάλης εκκεντρικότητας ερμηνεία της απαιτητικής Σονάτας "Κρώυτσερ" του Μπετόβεν. Ήδη από το εναρκτήριο μέρος αιφνιδίασε ο αδόκητος (για ένα adagio sostenuto!) συνδυασμός ιλιγγιωδών ταχυτήτων και διακινδυνεύσεων δυναμικών, η κατά τόπους βιαιότητα του παιξίματος, η εξαιρετικά τεταμένη φραστική. Λαμβανομένου υπ’όψη και του αιχμηρού, ενίοτε όξινου ήχου του βιολιού, η αμείωτη ένταση του ακροάματος δεν άφηνε ανάσες ανάμεσα στις φράσεις και τις παραγράφους, για να μπορεί να παρακολουθήσει ο ακροατής τις ιδέες του συνθέτη, με αποτέλεσμα τη συχνή αλλοίωση της μουσικής δραματουργίας, των κλασικιστικών ιδεωδών της γραφής.
Οι παραλλαγές του δεύτερου μέρους θα δικαιώνονταν από περισσότερο συναίσθημα και στοχαστικότητα, πολλώ δε μάλλον που το ρυθμικά ακριβές αλλά ηχοχρωματικά αδιάφορο παίξιμο του Γκρήνμπεργκ απλώς προσπαθούσε να ακολουθήσει τον σολίστ. Οι ίδιες ερμηνευτικές επιλογές/ακροβασίες στιγμάτισαν και το καταληκτικό presto. Παρά το (δεξιο)τεχνικά ανεπίληπτο και κατά τόπους συναρπαστικό παίξιμο, η όλη ερμηνεία δεν μετασχηματιζόταν σε έκφραση, ηχώντας μανιερίστικη στην υπερβολή της, στο πρότυπο των -δήθεν ρηξικέλευθων- προσεγγίσεων μειζόνων συμφωνικών έργων από τον αρχιμουσικό Θεόδωρο Κουρεντζή.
Τα πράγματα κύλησαν καλύτερα στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, που άνοιξε με την 1η Σονάτα για βιολί και πιάνο του Σούμαν. Η δεξιοτεχνική σιγουριά και ο αρκετά αιχμηρός ήχος του Καντέσα υπηρέτησαν άρτια την ανήσυχη δραματουργία της ρομαντικής σύνθεσης με τις εναλλαγές εντάσεων και καταλλαγών. Συνάρπασε ιδιαίτερα το καταληκτικό lebhaft με το αντιστικτικό κυνηγητό μεταξύ βιολιού-πιάνου, λόγω και της σβελτάδας του Γκρήνμπεργκ, έστω και εάν δεν τιθάσευε πάντοτε τις δυναμικές. Γενικότερα, και παρά την κοινή οπτική, οι έντονες όσο και διαφορετικές προσωπικότητες των δύο μουσικών δεν συνέβαλαν στην αρτιότερη μεταξύ τους ώσμωση και συνομιλία, που θα επέτρεπε την προβολή της διάχυτης στο έργο (και δη στο allegretto) μελαγχολίας με μεγαλύτερη συναισθηματική νηφαλιότητα, χωρίς δηλ. εκφραστικούς υπερθεματισμούς.
Καμία ένσταση, αντιθέτως, για την πραγματικά υπέροχη ερμηνεία της 3ης Σονάτας "σε παραδοσιακό ρουμάνικο στυλ" του Ενέσκου, με την οποία ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα. Πέρα από την ιδανική χροιά ήχου, την οξύτατη αντίληψη και την σκανδαλιστική ευχέρεια ανάδειξης του -έντονου και καθοριστικού εν προκειμένω- φολκλορικού στοιχείου, ο Καντέσα αποκωδικοποίησε μοναδικά τη σύνθεση σε επίπεδο τεχνικής και έκφρασης, νοηματοδοτώντας την με σπάνια ευφράδεια. Στο πρώτο μέρος η προσεγμένη, αργή άρθρωση φώτισε τη μελαγχολική διάσταση της μουσικής, στο δεύτερο εντυπωσίασε η γλαφυρή διαδοχή μυστηριωδών γκλισσάντι και βιρτουοζίστικων "τσαλιμιών", στο τελευταίο η εξωστρεφής διάθεση, το χρώμα, το μπρίο! Κρίμα που το -και πάλι ρυθμικά αλάνθαστο- πιάνο του Γκρήνμπεργκ αλλοίωνε συνεχώς τις ισορροπίες, ανήκοντας σε ένα διαφορετικό εκφραστικό σύμπαν.
Στις 2/3, στην "Αίθουσα Γιάννης Μαρίνος" της Μουσικής Βιβλιοθήκης "Λίλιαν Βουδούρη" του Μεγάρου Μουσικής, το ζεύγος -στη ζωή και την τέχνη- Λαέρτη Κοκολάνη και Ελένης Νταφέκα (άλλως το "Duo Yūgen") παρουσίασαν άλλο ένα ερεθιστικό, όπως συνηθίζουν, πρόγραμμα με τίτλο "Έρωτας και παραμύθια". Επρόκειτο ουσιαστικά για μεταγραφές για βιολί-πιάνο συμφωνικών έργων ή έργων μουσικής δωματίου από το ανεξάντλητο ρεπερτόριο του ρομαντισμού.
Και αυτή η βραδιά ξεκίνησε κάπως διστακτικά με τα -αρχικά γραμμένα για τρίο εγχόρδων- άκρως μελωδικά "4 Ρομαντικά κομμάτια" του Ντβόρζακ. Βιολί και πιάνο άργησαν αρκετά να βρουν τις σωστές ισορροπίες τόσο από πλευράς διαμόρφωσης του ήχου όσο και απόδοσης του συντακτικού, κυρίως λόγω της δυσκολίας επαρκούς αντιδιαστολής των τριών αρχικών allegro. Εύλογα, οι δύο φωνές δεν συναντήθηκαν μουσικά και "ερωτικά"...
Αμφότεροι βρήκαν, ευτυχώς, γρήγορα το βηματισμό τους στο επόμενο έργο, τη μεταγραφή για βιολί και πιάνο (από την βιολίστρια Λύντια Μπάιχ και τον πιανίστα και μαέστρο Ματίας Φλέτσμπεργκερ) σκηνών από το δημοφιλέστατο μπαλέτο του Προκόφιεφ "Ρωμαίος και Ιουλιέτα", που βασίζεται στην ομώνυμη σαιξπηρική ρομαντική τραγωδία. Απόλυτη ικανοποίηση προσέφεραν τόσο η μεγάλη τεχνική άνεση, η αίσθηση αφήγησης και διαλόγου, όσο και η ποιότητα της μεταγραφής που ήχησε πολύ εντελέστερη -λόγω των πολυφωνικών δυνατοτήτων του βιολιού- από αυτήν (του Β. Μποριζόφσκυ) για βιόλα και πιάνο, που είχαμε ακούσει τον Ιανουάριο στο Μέγαρο Μουσικής.
Αμέσως μετά το διάλειμμα, η Νταφέκα χάρισε μίαν έξοχη ερμηνεία του "Vocalise" του Ραχμάνινοφ στην περίτεχνη πιανιστική μεταγραφή του Ζόλταν Κότσις. Οι καντάμπιλε ποιότητες του παιξίματός της επέτρεψαν να γίνεται συνεχώς αντιληπτή η αριστοτεχνική συνένωση από τον σπουδαίο Ούγγρο σολίστ των δύο αρχικών μουσικών γραμμών (φωνής/πιάνου).
Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με μία ακόμη μεταγραφή για βιολί και πιάνο, αυτήν -πάλι από τους Μπάιχ και Φλέτσμπεργκερ- της δημοφιλέστατης συμφωνικής σουίτας "Σεχραζάντ" του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ. Η συνεπτυγμένη, 25λεπτης διάρκειας εκδοχή ευχαρίστησε αφενός λόγω της προσεγμένης κατανομής της γραφής μεταξύ των δύο οργάνων, που επέτρεπε την μεταξύ τους συνομιλία αλλά και την ώσμωση των ήχων τους, αφετέρου λόγω της (δεξιο)τεχνικά αρτιότατης αξιοποίησης κάθε περιοχής του βιολιού. Ο συνδυασμός της περιγραφικής ευφράδειας του παιξίματος του Κοκολάνη με την ευπρόσδεκτη νηφαλιότητα της Νταφέκα αύξησαν τον συναισθηματικό αντίκτυπο μιας ερμηνείας, που μας μετέφερε με αβίαστη εκφραστικότητα στον κόσμο των παραμυθένιων "Χιλίων και μίας νυχτών"...
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ της βιολίστριας Κατερίνας Χατζηνικολάου και του πιανίστα Απόστολου Παληού στο "Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη" (21/3) © Ιδιωτική φωτογραφική λήψη