Ο Γουόρεν Έλις, μέλος των Dirty Three και δεξί χέρι του Κέιβ, ανέβασε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο Instagram. Ο Κομπέιν κάθεται στον καναπέ. Πίσω του, η τζαμαρία και ο κήπος. Φοράει λευκό μακό μ’ ένα σχέδιο, σαν μάτι που φλέγεται. Ριγέ πιτζάμες. Είναι πολύ αδύνατος. Τα μαλλιά του δεν είναι μακριά. Δείχνουν φρεσκολουσμένα. Παλάμες ενωμένες στο ύψος της κοιλιάς. Το δεξί πόδι πάνω στ’ αριστερό. Είναι ξυπόλυτος. Κοιτάζει το φακό. Όπως ένα αγόρι.
Μπροστά του, ένα χαμηλό τραπέζι. Ένα άδειο γυάλινο ποτήρι, τρία καρούλια φιλμ, μια μηχανή πολαρόιντ και αραδιασμένες φωτογραφίες με το χαρακτηριστικό λευκό πλαίσιο, ένα ηλεκτρονικό ξυπνητήρι, ένα μπιμπερό. Στο πάτωμα, ένα πλαστικό μπουκάλι νερό κι ένα καπέλο. Αυτή είναι η φωτογραφία.
Ο Έλις μόλις είχε φτάσει στο Λονδίνο, μαζί με τον Ντέιβιντ Μακ Κομπ, πρώην τραγουδιστή των Triffids. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Τότε είδαν την είδηση. Κάθισαν και κοιτούσαν στη σιωπή: "Ακόμα αυτό κάνουμε, τριάντα χρόνια μετά".
Ήταν λοιπόν ένα αγόρι που γεννήθηκε κάπου στην Αμερική. Ήταν ένα γλυκό αγόρι, ξανθό και υπερκινητικό. Όταν ήταν μικρό, του άρεσε να τραγουδάει και να ζωγραφίζει. Το σχολείο δεν του άρεσε. Ήταν πάντα αφηρημένο. Αργότερα, οι γονείς του χωρίσανε. Πήγε να ζήσει με τον πατέρα του. Ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά. Το διώξανε από το σπίτι. Κοιμόταν κάτω από τις γέφυρες. Τα πρωινά πήγαινε για να ζεσταθεί στη δημόσια βιβλιοθήκη. Διάβαζε. Έπινε χόρτο. Ανακάλυψε το πανκ. Γνώρισε έναν ψηλό Κροάτη. Φτιάξανε μια μπάντα. Παίζανε σε υπόγεια, με την πλάτη στο κοινό. Βγάλανε ένα δίσκο. Κάνανε συναυλίες παντού, ταξιδεύοντας στριμωγμένοι σ’ ένα νοικιασμένο βανάκι. Το αγόρι είχε κάτι σπιράλ τετράδια, έκανε σχέδια και έγραφε πολύ. Ήταν καλοί και εργατικοί. Αφοσιωμένοι στη μουσική. Μια πολυεθνική τούς τσίμπησε. Ηχογραφήσανε ένα δεύτερο δίσκο.
Καθόμουν στο σαλόνι, όταν είδα το βίντεο κλιπ. Θυμάμαι να κοκαλώνω. Δεν μου είχε ξανασυμβεί. Ήμουν δεκαέξι και το τραγούδι μύριζε νεότητα. Μια πορτοκαλί ανταύγεια τρύπησε το διαμέρισμα. Μετά η μπάντα έγινε τεράστια. Ξαφνικά όλοι ακούγανε ένα είδος μουσικής που ελάχιστοι ακούγανε. Αλλά δεν μας πείραξε. Γιατί το αγόρι ήταν μια χαρά, μας έμοιαζε και έλεγε πράγματα που δεν είχε ξεστομίσει κανείς εκείνη την εποχή και, μάλιστα, σε τέτοια κλίμακα: "Μην υπηρετείς τους υπηρέτες", "Δεν θέλουμε φασίστες και ομοφοβικούς στις συναυλίες μας", "Δεν γνώρισα ποτέ σοφό άνθρωπο. Αν ναι, είναι γυναίκα". Ακόμα να χωνέψουμε το τελευταίο.
Το αγόρι όμως δεν άντεχε τη φήμη. Το στομάχι του πονούσε πριν τις συναυλίες. Έπαιρνε ηρωίνη για ν’ ανακουφιστεί. Ερωτεύτηκε και έγινε πατέρας. Κλείστηκε για μήνες στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του, παίρνοντας ναρκωτικά και μεγαλώνοντας το παιδί, αδιαφορώντας για την καριέρα του. Ο τρίτος δίσκος ηχογραφήθηκε σε μια εβδομάδα. Ήταν τραχύς και θορυβώδης. Ήθελε να διώξει το μισό του ακροατήριο. Δεν τα κατάφερε. Τον αγαπήσανε περισσότερο. Μετά βγήκε με μια μάλλινη ζακέτα και έπαιξε ένα ακουστικό σετ γεμάτο διασκευές, γιατί αγαπούσε περισσότερο τους φίλους του από τον εαυτό του. Φαινόταν ήρεμος. Καθαρός. Αλλά δεν ήταν: "Μόνο κάτω από τον ήλιο, αισθάνομαι μοναδικός".
Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Ήμουν πάλι στο σαλόνι. "Αυτοκτόνησε ο μαλάκας", είπε ο Χ. Κατέβασα το ακουστικό. Πήγαμε στο "Booze". Ήταν γεμάτο κόσμο. Λίγο πριν φύγουμε, ο DJ έβαλε το "Αbout A Girl". Αλλά ήταν για ένα αγόρι.