Αφότου αποκαλυφθούν δημόσια, τα έργα τέχνης τραβάνε πάντα τον δικό τους δρόμο, βαδίζοντας, πολλές φορές, πέρα από το άμεσο πεδίο ορατότητας των δημιουργών τους. Πού να φανταζόταν ο μαρκήσιος Ντε Σαντ, λ.χ., ότι ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι θα πρόσδενε τις 120 Μέρες του στα Σόδομα (1785) σε μια ταινία-σχόλιο με έντονα σαρκική υπόσταση, για τον φασισμό και τον σαδισμό των ισχυρών; Και ποιος να έλεγε στον περίφημο Ιταλό σκηνοθέτη ότι, σχεδόν μισό αιώνα μετά (49 χρόνια, για την ακρίβεια), ένα είδος μουσικής το οποίο δεν πρόλαβε καν να δει, θα προσπαθούσε να ανοίξει διάλογο με το θρυλικό του, πια, "Salò";
Αν μη τι άλλο, λοιπόν, υπάρχει εξαρχής ίντριγκα στο να στήσεις μια ραπ συναυλία με αφορμή το "Salò", αξιοποιώντας μια φουρνιά νέων ονομάτων από το εγχώριο χιπ χοπ για λογαριασμό της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Διότι το "Salò - The Concert" δεν είναι άσχετο με το θεατρικό "Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα" του Άρη Μπινιάρη το οποίο εξακολουθεί να παίζεται εκεί ως (και) το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, βασιζόμενο, φυσικά, στο φιλμ του Παζολίνι. Ίσα-ίσα, λειτουργεί συμπληρωματικά, αφού συμβαίνει μετά το πέρας των κυριακάτικων παραστάσεων, στον σκηνικό τους χώρο, διατηρώντας τον Μπινιάρη ως καλλιτεχνικό επιμελητή. Ως αίτημα της προσπάθειας, λοιπόν, προβάλλει η διεύρυνση, με τη σχετική επικοινωνία να θέτει κι επιπλέον διαστάσεις: την επιδραστικότητα του Παζολίνι, μα και τη διαρκή ανησυχία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής "για έναν ανοιχτό διάλογο με κάθε γόνιμη φωνή του σήμερα".
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από τις ωραίες λέξεις, βέβαια: είτε μιλάμε για τη συγκεκριμένη περίσταση, είτε για απόπειρες συγκατοίκησης με συμφωνικές ορχήστρες σαν το πρόσφατο εγχείρημα του 12ου Πίθηκου για τη Red Bull, είτε για τη συνεργασία Χάρις Αλεξίου & ΛΕΞ, το επίσημο πρόσωπο του νεοελληνικού πολιτισμού ψάχνει να βρει διόδους επικοινωνίας με το πιο δημοφιλές είδος μουσικής στη νεολαία των καιρών μας. Κι αυτό, πέρα από το όποιο οικονομικό όφελος ή τον αναγκαίο εναρμονισμό με ό,τι θεωρείται "σχετικό", ξανοίγει δυνητικά περιθώρια καλλιτεχνικής δράσης, έστω κι αν καραδοκούν και ορισμένοι ενοχλητικοί αστερίσκοι. Δεν κρατήθηκα να μη χαμογελάσω με συγκατάβαση στην έναρξη του "Salò - The Concert", ας πούμε, σκεπτόμενος σε ποιον χώρο ακούγαμε το spoken word για την περιφρόνηση προς την αστική τάξη και την αστυνομία. Πώς το έλεγε ο ΛΕΞ, "ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών";
Προσωπικά, πάντως, δεν είμαι διατεθειμένος να επιμείνω σε τέτοιες κατευθύνσεις συζήτησης, γιατί ούτε κι εγώ εκπροσωπώ κάτι προερχόμενο "από τα κάτω": αντιλαμβάνομαι την αντίφαση, μα περισσότερο με ενδιαφέρει να δω πώς προσδέθηκε το ελληνικό χιπ χοπ στο ""Salò" και στον Παζολίνι και πώς ακριβώς οραματίστηκαν τον διάλογο αυτόν όσοι πήραν μέρος υπό τη διεύθυνση του Odydoze, ο οποίος υπογράφει τη μουσική παραγωγή. Φεύγοντας, λοιπόν, δεν πείστηκα από την ευθυγράμμιση προσδοκιών και αποτελεσμάτων: αντιθέτως, είδα κάτι αρκετά συγκεχυμένο, που δεν βρήκε τις σφιχτές διασυνδέσεις τις οποίες απαιτούσε η λεζάντα "Salò - The Concert".
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι, εάν απομόνωνα την εμπειρία από τη λεζάντα της, θα εκφραζόμουν μάλλον θετικά: μπορεί να μην ξεχώρισα κάποιο ξεκάθαρα συγκλονιστικό κομμάτι, άκουσα όμως φροντισμένα πράγματα σε επίπεδο beats, με ρυθμικές και μελωδικές ιδέες που δεν δίστασαν να ξεφύγουν από τα συνηθισμένα, αξιοποιώντας λ.χ. έντονα ηλεκτρονικά ή samples από το σμυρνέικο παρελθόν του ρεμπέτικου, ακόμα και από το "Marguerita" του Elvis Presley (εάν το έπιασα σωστά). Κάτι ανάλογο θα σχολίαζα και με βάση τα όσα πρόσεξα από τους στίχους που συνεισέφεραν οι 9 συμμετέχοντες ράπερς (σε επιμέλεια Σωτήρη Τζοβάρα), αφού ειπώθηκαν πράγματα από τα οποία δεν έλειπε η βαρύτητα, ο στοιχειοθετημένος αντισυστημικός λόγος, μα και η street ποιητικότητα που διακρίνει το χιπ χοπ. Σ' ένα κομμάτι, μάλιστα, έγινε και ευθεία αναφορά στη Δημοκρατία του Σαλό, τη μαριονέτα αυτή της ναζιστικής Γερμανίας που στήθηκε για χατίρι του Μπενίτο Μουσολίνι, όταν παύθηκε από την πρωθυπουργία της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το βασικό (μου) ζήτημα, ωστόσο, ήταν ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σαν την παραπάνω, δεν αντιλήφθηκα το πώς ακριβώς κούμπωνε η όλη προσπάθεια με το κατά Παζολίνι "Salò". Η επιδιωκόμενη γέφυρα δεν στήθηκε, θεωρώ, ούτε από το μουσικό/στιχουργικό περιεχόμενο, ούτε από την εικόνα του. Ήταν, περισσότερο, σαν παρουσίαση ενός νέου, πολυσυλλεκτικού χιπ χοπ δίσκου στο περιβάλλον της παράστασης του Μπινιάρη, παρά κάτι που πήγαζε από εκείνη, επιδιώκοντας μια γεροδεμένη αλληλεπίδραση. Ανά σημεία, μάλιστα, το όλο πράγμα γινόταν πολύ αμήχανο, αφού πάνω στη σκηνή έβλεπες τους συμμετέχοντες ράπερς να κρούουν άσκοπα τις κρεμασμένες από τα τοιχώματα αλυσίδες, να κάθονται σε ψευδοεντυπωσιακές πόζες στις βαθμιδωτές εξέδρες-θρόνους ή να προσπαθούν να κινηθούν ημιχορογραφημένα σε εκείνες τις ρωμαϊκές προσαρμογές που λάτρευαν αρχιτεκτονικά οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι (ό,τι ο Παζολίνι αποκαλούσε "ιταλική εκδοχή του Μπαουχάους").
Αλλά ούτε και οι ράπερς συνέβαλλαν κάτι ιδιαίτερα σχετικό με την επί σκηνής παρουσία τους ή με τη γενικότερη απόδοσή τους. Έδειξαν, δηλαδή, να αντιμετωπίζουν την περίσταση ως ένα ακόμα λάιβ στηριγμένο στους κώδικες του χώρου, που απλά διεξαγόταν σε ένα αλλιώτικο περιβάλλον, απαιτώντας μια διαφορετική κίνηση εκ μέρους τους. Με μία μεγάλη και ξεκάθαρη εξαίρεση: την Oxentra, μέχρι πρότινος γνωστή ως Penny. Η οποία πραγματοποίησε επιβλητικό μπάσιμο σε επίπεδο performance, είχε μια αλλόκοσμα φουτουριστική εμφάνιση στα μαύρα που μπορούσες να την ταιριάξεις πράγματι με το "Salò" και ράπαρε φοβερά, με σθένος, ανάσες και flow αξιοζήλευτο, απέχοντας παρασάγγας από κάθε άλλον που βρέθηκε στην ίδια σκηνή. Επιπλέον, είχε και το πιο εντυπωσιακό κομμάτι που γράφτηκε για την περίσταση –το "I Like To Suffer", με τα σχεδόν trance ξεσπάσματα.
Ψήγματα ταλέντου και δυνατότητων, βέβαια, φανέρωσαν και οι περισσότεροι από τους λοιπούς προσκεκλημένους, όμως οι προσπάθειές τους έμειναν κάπως μετέωρες, για διάφορους λόγους. Πολλά από αυτά τα νέα παιδιά, δηλαδή, φάνηκαν περισσότερο να ψάχνουν τον δρόμο και τα πατήματά τους, μην έχοντας ξεδιαλύνει ακόμα πού τελειώνει ένα στυλ, μια ρυθμική/κινησιολογική προσαρμογή κι ένα ευρύτερο vibe που πλέον "φοριέται" αρκετά –και πού αρχίζει μια ολοκληρωμένη πρόταση στηριγμένη στη χιπ χοπ κουλτούρα. Ακούγοντας το "Savior", για παράδειγμα, σκέφτηκα ότι στην Ignes πάει περισσότερο κάτι σε σύγχρονο R'n'B, παρά το ραπ. Σε άλλο στιγμιότυπο, πάλι, απόρησα με την έμπειρη Expe που βγήκε να πει το "Margarita" και το "Παιδιά" διαβάζοντας τους στίχους από το κινητό. Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκε, πάντως το βρήκα απογοητευτικό σε επίπεδο σκηνικής υπόστασης.
Ο Θεσσαλονικιός $ulee της κολεκτίβας που απαρτίζει τη Stealth Records συζητιέται αρκετά και, όντως, υπάρχει κάτι που θυμίζει το αστικό άγχος του Κ.ΒΗΤΑ εποχής Στέρεο Νόβα στο πιο αργό, το οποίο μπορεί να είναι θελκτικό, εάν βρεθεί το σωστό κομμάτι. Κι ο Half Quickie, επίσης –με το σήμα κατατεθέν μισοσηκωμένο μπατζάκι– έδειξε στην "Κάλτσα" ότι διαθέτει προσωπικότητα στο ραπάρισμα, ενώ ανά στιγμές μου κέντρισε το ενδιαφέρον και ο Αθηναίος Gxhan, στα δύο άτιτλα τραγούδια τα οποία είπε, αλλά και ο OH6. Για τη Ladele έχω μάθει για ζωντανές εμφανίσεις ιδιαίτερου δυναμισμού, εδώ ίσως να μην είχε περιθώρια για κάτι τέτοιο, ωστόσο τη βρήκα φωνητικά αδύναμη στα "Last Dance" και "Roll" με τα οποία κι έλαβε μέρος. Ακόμα λιγότερο, φοβάμαι, πρόσεξα τον BabyJ.
Πιστεύω στην εγγενή καλλιτεχνική πρόκληση που παρουσιάζουν προσπάθειες σαν το "Salò - The Concert" και είμαι εξαρχής διατεθειμένος να παραγκωνίσω πράγματα που ίσως σκοντάφτουν σε αδιέξοδα, αναλογιζόμενος το ρίσκο που ενυπάρχει σε κάθε τέτοια "αναμέτρηση". Όμως εδώ, ακριβώς λόγω του βεληνεκούς του Παζολίνι, δημιουργήθηκε, νομίζω, μια σοβαρή και μάλλον ασυγχώρητη ανακολουθία: η ταινία του ενόχλησε, σκανδάλισε, σόκαρε και σε έναν βαθμό συνεχίζει να το κάνει, σχεδόν μισό αιώνα μετά. Η συναυλία, όμως, παρά την καταιγιστική παρουσία της Oxentra ή τις εξαγγελίες για περιφρόνηση της αστικής τάξης, δεν έκανε τίποτα από τα τρία. Δεν ξέρω αν τσουγκράμε πια σε δικές μου αβάσιμες προσδοκίες, μα περίμενα ότι ειδικά η χιπ χοπ νεολαία θα ήταν πιο πρόθυμη από κάθε άλλον να ανέβει στο τρένο αυτό και να φέρει τον κόσμο του Παζολίνι κοντά σε όσα γεννούν τη δική της στιχουργική. Διατηρώντας τον αν όχι σοκαριστικό, τουλάχιστον επικίνδυνο για την εκμεταλλευτική διάσταση των σημερινών μορφών εξουσίας.