Η συναυλία του Μπιλ Γουντς δεν είχε αρχή, μέση, τέλος. Ήταν ένα σταθερό σημείο μέσα στο χρόνο και το χώρο. Μόνο αφού βγήκα από το "Αn Club", με διάθεση να περπατήσω άσκοπα στα Εξάρχεια -μια γειτονιά που έχει καταντήσει εργοτάξιο, χρυσωρυχείο, πυριτιδαποθήκη-, ξετυλίχτηκε αυτό που μόλις είχα ακούσει και ενώθηκε με τα σημεία της πόλης. Θα μπορούσαμε να είχαμε ήδη πεθάνει, σκέφτηκα. Παραδόξως, είμαστε ακόμα εδώ και παρατηρούμε τις αλλαγές, γελώντας και κλαίγοντας την ίδια στιγμή.
Την πρώτη φορά που είχα πάει στο υπόγειο του "Αn" ήταν πριν 35 χρόνια. Μια συναυλία με τις Τρύπες, πριν δοξαστούν. Απροειδοποίητα, το σετ είχε διακοπεί στη μέση. Στεκόμουν με την πλάτη στον τοίχο, ψαρωμένος. Και τώρα; Τώρα μπορούσα να πληρώσω το εισιτήριο, ν’ αγοράσω ένα κουτάκι μπίρα, ίσως και δύο. Αλλά, στην πραγματικότητα, εξακολουθούσα να είμαι κολλημένος στον τοίχο.
Όση ώρα βρέθηκε ο Γουντς στη σκηνή, ήταν σαν να πετούσε σπάγγους στο κοινό. Δεν είχε σημασία τι ακριβώς έλεγε ή αν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Σημασία είχε ο τρόπος που ράπαρε, η ροή των λέξεων, ο ρυθμός που οι λέξεις έπεφταν στο πάτωμα του κλαμπ και στοιβάζονταν μέχρι να γίνουν ένα τεράστιο κουβάρι που μπλεκόταν στα πόδια, τα χέρια και το μυαλό μας.
Μπορεί τα τραγούδια του να έχουν μια αφοπλιστική ψυχραιμία που δεν συναντάμε συχνά, χωρίς μάλιστα τα γνωστά κλισέ του είδους, όμως το κελάρι τους είναι ασφυκτικά γεμάτο με τεράστιες ποσότητες έντασης, που έχουν προκύψει από την εξαντλητική παρατήρηση ενός αληθινού αστικού ποιητή και, πιστέψτε με, δεν υπάρχουν πολλοί. Θα έλεγε κανείς πως ο Γουντς συναρμολογεί τους στίχους όπως κάποιος μαζεύει από το δρόμο σπασμένα γυαλιά και προσπαθεί να τα κολλήσει εκ νέου, φτιάχνοντας κάτι που μόνο μέσα από το μικρόφωνο παίρνει σχήμα.
Τα τραγούδια του είναι χάρτες, όπως ακριβώς ονομάζεται το τελευταίο του άλμπουμ που τον έκανε επιτέλους γνωστό. Και πιο συγκεκριμένα, είναι χάρτες της καθημερινότητας: ξέφτια διαλόγων από φιλμ χωρίς σενάριο, μια ανοιχτή τηλεόραση που φέγγει σαν σκελετός σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, ένα νυχτερινό λεωφορείο που διασχίζει τη Βαβυλωνία, η αποκάλυψη του ίντερνετ, φτηνό φαγητό σε χάρτινη συσκευασία, μια πτήση αεροπλάνου πάνω από άγνωστες χώρες, να κοιτάζεις τον κόσμο από ένα δέντρο με αβοκάντο, τα μπερδέματα του Σάμσα, η εφηβική ψυχή του Σάλιντζερ, ο Μπομπ Σφουγγαράκης και ο Ατένμπορο.
Πράγματα που δεν θα υπήρχαν σ’ αυτή τη μορφή, αν ο Μπιλ Γουντς δεν τα έδενε στο τραγούδι σαν κόμπους σ’ ένα κορδόνι, αποσύροντάς τα από την τετριμμένη τους χρήση, για να μας τα γυρίσει πίσω λαμπερά, όπως τους αξίζει και μας αξίζει: "Οι κοινοτοπίες μπορούν να είναι απειλές θανάτου". Στους στίχους του όμως αισθανόμαστε ασφαλείς. Σίγουροι, εκτός χρόνου. Ίσως ευτυχισμένοι, σχεδόν ένοχοι: όπως όταν διαβάζουμε ένα καλό μυθιστόρημα στο κρεβάτι την ώρα που ο κόσμος φλέγεται. Ο κόσμος φλέγεται.
Αυτό είναι το συγγραφικό πρόγραμμα του Μπιλ Γουντς. Ανοίγει ένα διπλωμένο χάρτη, μας τοποθετεί στις τσακίσεις του και μετά εξαφανίζεται σαν φάντασμα. Κλείνει το μικρόφωνο, χώνει το λάπτοπ του στο σακίδιο, το βάζει στην πλάτη και φεύγει βιαστικά σαν παιδί που έχει αργήσει να επιστρέψει σπίτι. Ανέβηκα την Εμμανουήλ Μπενάκη, έστριψα στην Καλλιδρομίου και μετά έστριψα στη Ζωοδόχου Πηγής. Έφτασα ως τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μα όσο κι αν τον έψαξα, δεν τον βρήκα.