Στις 14/12/2023 φιλοξενήθηκε στην κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" η Εθνική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ουγγαρίας, που γιόρτασε πέρσι 100 χρόνια ζωής. Το σύνολο, του οποίου κατά το παρελθόν ηγήθηκαν προσωπικότητες όπως οι Φρίτσαϋ, Σόμογκυ, Φέρεντσικ και Κότσις, διηύθυνε στην Αθήνα η δυναμική Ρωσίδα αρχιμουσικός Αλεφτίνα Ιόφε.
Όχι αμιγώς ουγγρικό, το ετερόκλητο πρόγραμμα ξεκίνησε με αποσπάσματα από το μπαλέτο "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" του Προκόφιεφ. Εν προκειμένω ξένισε η επιλογή όχι μιας από τις 2 ορχηστρικές Σουίτες που ο συνθέτης σχηματοποίησε από τη μουσική για το μπαλέτο αλλά μιας αυθαίρετης σειράς 7 αποσπασμάτων που δεν ακολούθησαν αυτήν της πλοκής του έργου, με αποτέλεσμα να ηχούν οργανικά και αφηγηματικά μάλλον ασύνδετα.
Την οπωσδήποτε επιτυχημένη και αρκούντως δραματική εκτέλεση διείπε εύλογα μία συμφωνική οπτική, τη στιβαρότητα της οποίας ενίσχυσε η αρκετά μεστή ηχητική εικόνα της ορχήστρας, ιδίως των εγχόρδων. Η ακρίβεια της αναλυτικής μουσικής διεύθυνσης βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στις άρτια οργανωμένες ισορροπίες φραστικής και την ανάδειξη με πρωτοφανή ευκρίνεια των επιμέρους "φωνών" (και δη αυτών των καλλιεπών ξύλινων και χάλκινων πνευστών) στο σύνολο.
Ακολούθως, ο 22χρονος Ρώσος πιανίστας Αλεξάντερ Μαλοφέεφ, ένα από τα τελευταία παιδιά-θαύματα της μεγάλης ρωσικής σχολής, αναμετρήθηκε με δύο απαιτητικές, μολονότι σχετικά σύντομες -15λεπτης διάρκειας- συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα, τις οποίες δεν ακούμε συχνά σε αίθουσες συναυλιών. Αρχικά ερμήνευσε τον "Χορό των νεκρών" του Λιστ (μια σειρά παραλλαγών στο γνωστό θέμα "Dies irae" της νεκρώσιμης ακολουθίας της καθολικής εκκλησίας), ένα έργο αντιπροσωπευτικό του ρομαντισμού που εξερευνά τα εκφραστικά όρια του πιάνου από την απόλυτη ένταση μέχρι την απόλυτη καταλλαγή στα όρια της σιωπής. Ο Μαλοφέεφ ξεχώρισε όχι μόνο για την πρωτοφανή δεξιοτεχνική του άνεση (από τα βίαια γκλισσάντι και τις γρήγορες κλίμακες μέχρι τις πολλές συγχορδίες και τα σαρωτικά περάσματα σε όλη την έκταση του οργάνου) αλλά και για τη μεγάλη του μουσικότητα, ιδιαίτερα στις πολυφωνικού χαρακτήρα στιγμές στοχαστικής ηρεμίας, απότοκο της εξαιρετικής πλαστικότητας τόσο της φραστικής όσο και των διαβαθμίσεων δυναμικής.
Την απόλυτη αντίστιξη παρέσχε η επόμενη σύνθεση, το "Αντάντε σπιανάτο και μεγάλη λαμπερή Πολωνέζα" του Σοπέν. Η 5λεπτη αιθέρια πιανιστική εισαγωγή του "Αντάντε σπιανάτο" αποδόθηκε -θαυμάσια- σαν μια μεγάλης τρυφερότητας εκμυστήρευση με δεκάδες αποχρώσεις, που τόνιζαν την μπελκαντίστικη μελωδική γραφή, ενώ στην "Πολωνέζα" εντυπωσίασαν η πεντακάθαρη άρθρωση, η σκανδαλιστική δακτυλική ευχέρεια, ο κρυστάλλινος ήχος και η ρομαντική ευαισθησία. Σε αντίθεση με το έργο του Λιστ, η Ιόφε εκμαίευσε εδώ μια πιο ευαίσθητη ορχηστρική συνοδεία, κυρίως από τα έγχορδα.
Οι παραπάνω αρετές του Μαλοφέεφ επιβεβαιώθηκαν και σ’ένα μαγικό -εκτός προγράμματος- "Πρελούδιο" του Ραχμάνινοφ (το 2ο του έργου 3 σε ντο δίεση ελάσσονα).
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με μία από κάθε άποψη συναρπαστική και δουλεμένη σε βάθος λεπτομέρειας ερμηνεία της 20λεπτης Σουίτας από το χορόδραμα "Ο θαυμαστός μανδαρίνος" του Μπάρτοκ. Η Ιόφε έδωσε εδώ έμφαση στη διαυγή αποκωδικοποίηση της εμπνευσμένης, εξπρεσιονιστικής παρτιτούρας με τις έντονες καινοτομίες σε αρμονία, ρυθμό και ενορχήστρωση. Αξιοποίησε δε προς τούτο τον πολύ πιο λεπτό, διάφανο -σε σχέση με τον Προκόφιεφ- ήχο των εγχόρδων, τα πλούσια ηχοχρώματα οργάνων όπως το κλαρινέτο και τα τρομπόνια, αλλά και τα σβέλτα ανακλαστικά του συνόλου. Παράλληλα, όμως, δεν αμέλησε την εξίσου διαυγή αφηγηματικά και με αυξανόμενη ένταση προβολή της αιχμηρής δραματουργίας αυτού του ιδιότυπου μπαλέτου-παντομίμας.
Στις έντονες επευφημίες του κοινού, αρχιμουσικός και ορχήστρα αντιχάρισαν ένα δημοφιλέστατο ανκόρ, τον 5ο "Ουγγρικό Χορό" του Μπραμς, που έτυχε όμως -απρόσμενα!- μιας εξαιρετικά αναλυτικής, απόλυτα συμφωνικής και ελάχιστα λικνιστικής ανάγνωσης...
Τρεις εβδομάδες νωρίτερα (24/11/2023), ένα πιο αντιπροσωπευτικό και εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην ουγγρική μουσική πρόγραμμα χάρισε, υπό τη διεύθυνση του Άγγλου αρχιμουσικού Στέφαν Άσμπερυ, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο πλαίσιο των τακτικών συναυλιών της στην ίδια -αλλά λιγότερο γεμάτη- αίθουσα.
Τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γκιέργκυ Λίγκετι, ξεκίνησε με το "Lontano" ("Μακρινό"), μία από τις μείζονες ορχηστρικές του συνθέσεις, εμβληματική του μεταπολεμικού μοντερνισμού. Στο υποβλητικό 12λεπτο κομμάτι -γνωστό στο ευρύ κοινό από την ταινία "Λάμψη" του Κιούμπρικ- επιτυγχάνεται ώσμωση μεταξύ ενός στατικού ύφους και μιας πουαντιλίστικης γραφής: μεγάλες επιφάνειες ηχητικής ακινησίας/σιωπής διαδέχονται σύντομες, κοφτές παραγράφους, παρέχοντας την αίσθηση ενός αενάως κινούμενου ηχητικού όγκου. Χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη διαφάνεια ήχου και σβελτάδα, η ΚΟΑ απέδωσε απλώς αξιοπρεπώς αυτήν την ευφάνταστη σπουδή πάνω στις αμέτρητες αποχρώσεις του συμφωνικού ήχου.
Στη συνέχεια, ο γεννημένος στην πρώην Σοβιετική Ένωση, Μαυροβούνιος βιολιστής Ρόμαν Σίμοβιτς -εξάρχων της περίφημης λονδρέζικης ορχήστρας "Φιλαρμόνια"- προσέφερε μιαν εξαιρετική ερμηνεία του 2ου "Κοντσέρτου για βιολί" του Μπάρτοκ. Η σύνθεση συγκεράζει στο πρώτο της μέρος φολκλορικά ακούσματα (επιρροές από τον ουγγρικό χορό verbunkos) με δωδεκαφθογγικές τεχνικές, ένα θεματικό υλικό που τυγχάνει ευφάνταστης ρυθμικής και ηχοχρωματικής επεξεργασίας στο φινάλε, ενώ το δεύτερο μέρος -και "ψυχή"- της αποτελεί μια σειρά παραλλαγών πάνω σε μια εκφραστική "νυχτερινή" μελωδία. Πέρα από τις (δεξιο)τεχνικές προκλήσεις -όχι μόνο στην καντέντσα- που απαντήθηκαν με σκανδαλιστική άνεση και ένα παίξιμο αέναης κινητικότητας από τον 42χρονο σολίστ, και η ιδιότυπη δραματουργία και ποιητική της δικαιώθηκε με σπάνια αντίληψη και εκφραστική ωριμότητα μέσα από ένα βιολιστικό ήχο καλλιεργημένο και φωτεινό που μπορούσε να εξελίσσεται και σε εξόχως αιχμηρό/γωνιώδη και μία φραστική και άρθρωση αντίστοιχης ευελιξίας. Καθοδηγημένη με φροντίδα από τον αρχιμουσικό, η ορχήστρα έπαιξε γενικά με ευπρόσδεκτη εγρήγορση, μολονότι ο διάλογος με τον σολίστ υπήρξε εντελέστερος κυρίως στο φινάλε – ο διάχυτος νυχτερινός λυρισμός του α' μέρους δικαιώθηκε μόνο από πλευράς βιολιού...
Ανταποκρινόμενος στο θερμότατο χειροκρότημα του κοινού, ο Σίμοβιτς ερμήνευσε εκτός προγράμματος την "Μπαλάντα", 3η από τις "Σονάτες για σόλο βιολί" του Υζαΰ.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος ξεκίνησε με την πανέμορφη σουίτα από την όπερα "Χάρυ Γιάνος" του Κόνταϋ, ένα από τα πιο κοσμαγάπητα δείγματα ουγγρικής μουσικής, που δυστυχώς ακούγεται πολύ σπάνια στις αίθουσες συναυλιών. Ο 57χρονος Άσμπερυ διέπλασε μιαν ακριβή και σφριγηλή εκτέλεση, με σαφείς αφηγηματικές αρετές (η 6μερής σουίτα περιγράφει συνοπτικά τον κωμικού και λαϊκού χαρακτήρα κεντρικό ήρωα της όπερας και τις αφηγήσεις του), αν και χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ ή έμφαση στο έντονα ορατό τοπικό/"παραδοσιακό" χρώμα της μουσικής. Η κατά περίπτωση λυρική, χορευτική ή εμβατηριακή της διάθεση προϋποθέτει διαρκώς σολιστικές παρεμβάσεις επιπέδου από τα περισσότερα όργανα των ορχηστρικών ομάδων, και δη τα πνευστά (ξύλινα και χάλκινα) αλλά και τα κρουστά, οι κορυφαίοι των οποίων έλαμψαν εν προκειμένω. Η τόσο εκφραστική βιόλα του Λιβιεράτου (έξοχα συνοδευόμενη από όλα τα ξύλινα) στο μαγευτικό "Τραγούδι", τα σόλι του τρομπονιού του Ανδρέα Πυλαρινού και της τούμπας του Ραράκου στη "Μάχη και ήττα του Ναπολέοντα", η συμβολή του κόρνου του Σίσκου στο δημοφιλέστατο "Ιντερμέτζο", αλλά κυρίως η νοσταλγική εθνική πινελιά που προσέθεσε το παραδοσιακό τσίμπαλομ της έγκυρης Αγγελίνας Τκάτσεβα (ο ήχος του οποίου θα μπορούσε, όμως, να προβληθεί/αναδειχθεί εντελέστερα) δικαίωσαν όλο το μελωδικό, ηχοχρωματικό και ρυθμικό πλούτο της παρτιτούρας, το φινάλε της οποίας ήχησε, πάντως, αρκετά πομπώδες.
Η επιτυχημένη βραδιά ολοκληρώθηκε με δύο (τους υπ’αρ. 3 και 5) από τους 21 "Ουγγρικούς Χορούς" που συνέθεσε ο Μπραμς, εμπνευσμένος από δημοφιλέστατους τσιγγάνικους σκοπούς, που στην εποχή του ταυτίζονταν -εσφαλμένα- με την παραδοσιακή μουσική της Ουγγαρίας. Παρότι προσεγμένες, με άψογο παίξιμο των εγχόρδων και καλές συνεισφορές των ξύλινων (το όμποε του Βάμβα στον 3ο), οι ερμηνείες ήχησαν μάλλον βαριές και χωρίς το παράφορο πάθος που απαιτείται για να μεταδοθούν οι σφοδρές και απρόσμενες μεταπτώσεις διαθέσεων, που χαρακτηρίζουν αυτά τα σφριγηλά ρυθμικά κομμάτια.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από τη συναυλία της Εθνικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ουγγαρίας υπό την Ρωσίδα αρχιμουσικό Αλεφτίνα Ιόφε με σολίστ τον συμπατριώτη της πιανίστα Αλεξάντερ Μαλοφέεφ στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (14/12/2023) © Χάρης Ακριβιάδης