Συχνά ταυτισμένη με την ευρύτερη έννοια του μουσικού θεάτρου, η σύγχρονη όπερα οφείλει να είναι κάτι περισσότερο φιλόδοξο, όπως κατέδειξε η σύγκριση δύο πολύ όμορφων όσο και διαφορετικών παραγωγών που παρουσιάσθηκαν το φθινόπωρο. Αμφότερες κατέδειξαν τη σημασία της ποιότητας και της εντελέστερης επεξεργασίας λιμπρέτου, ενορχήστρωσης και φωνητικής γραφής, μέσα από την οποία οφείλει να λειτουργεί η μουσική δραματουργία.
Στις 25/9/2023 παρακολουθήσαμε στο Καναδικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα ιδιωτική παρουσίαση-προβολή της όπερας "Ελένη" (2019) του Νέστορα Ταίηλορ. Το λυρικό αυτό δράμα σε δύο πράξεις ανέβηκε στην Όπερα της Ερφούρτης το Δεκέμβριο του 2022 και τον Ιανουάριο του 2023 σε σκηνοθεσία του Ελβετού Γκυ Μονταβόν και μουσική διεύθυνση Μύρωνα Μιχαηλίδη, αντιστοίχως καλλιτεχνικού και μουσικού -τότε- διευθυντή του λυρικού θεάτρου της (πρώην ανατολικής) Γερμανίας. Η προβολή ενώπιον εκλεκτών εκπροσώπων των μουσικών μας πραγμάτων αφορούσε βιντεοσκοπημένη -με μέτριας ποιότητας μονοκάμερο- παράσταση της πρεμιέρας του έργου (3/12/2022).
Το έργο βασίζεται στο γνωστό ομότιτλο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα (1993) του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα Νίκου Γκατζογιάννη (Nicholas Cage), που αφηγείται την τραγική ιστορία της μητέρας του Ελένης στο ηπειρώτικο χωριό Λια(ς), προπύργιο των δυνάμεων του Δ.Σ.Ε. τα χρόνια του Εμφυλίου. Αυτή εκτελέσθηκε από τους αντάρτες λόγω της συμμετοχής της στη φυγάδευση των 4 παιδιών της στην Αμερική, όπου ζούσε και εργαζόταν ο σύζυγός της, για να αποφύγουν το λεγόμενο "παιδομάζωμα".
Στον γεννημένο στην Αυστραλία Έλληνα συνθέτη είχε παραγγελθεί αρχικά ένα ορατόριο πάνω στο ίδιο θέμα από τον Ελληνοαμερικανό αρχιμουσικό Πήτερ Τιμπόρις, με σκοπό να παρουσιαστεί στο Κάρνεγκι Χωλ της Νέας Υόρκης. Η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και η όλη συνθετική δουλειά μετετράπη σε όπερα, με τη συνεργασία του συγγραφέα και του γνωστού Σκωτσέζου κοντραμπασίστα Φέργκους Κάρρι, ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο στην αγγλική γλώσσα.
Η ευανάγνωστη, κλασικού στίγματος παράσταση, που έστησε ο Μονταβόν, σεβάσθηκε απόλυτα ποιητικό κείμενο και μουσική. Αξιοποίησε κατά διαστήματα την παρουσία του γιου/συγγραφέα Νικόλα ως αφηγητή σε ειδικό εξώστη δίπλα στη σκηνή, όπου εκτυλισσόταν εξ ολοκλήρου η δράση. Με ρεαλιστικά σκηνικά ή μέσω βιντεοπροβολών απεικονίσθηκαν τόποι (πλατεία, σπίτι, φυλακή) του χωριού. Το σκηνικό, όπως και τα κοστούμια και τους υποβλητικούς φωτισμούς, υπέγραψε ο Ερίκ Σεβαλιέ. Μόνη ένσταση για την επιτυχημένη οπτικοποίηση αποτέλεσαν οι εξαιρετικά μνημειώδεις πέτρινοι όγκοι, που πρόβαλαν ενίοτε υπερβολικοί για ηπειρώτικο τοπίο. Στα θετικά της σκηνοθεσίας πρέπει να προσμετρηθεί η λεπτομερής θεατρική καθοδήγηση του συνόλου των πολυάριθμων μονωδών και χορωδών.
Εκεί που η παραγωγή εντυπωσίασε ήταν στο μουσικό της σκέλος, το οποίο ξεχώρισε με την επιτυχημένη ώσμωση μιας ευρύτατης γκάμας πολυστιλιστικών ρευμάτων: φολκλορικά στοιχεία, εκκλησιαστικοί ύμνοι, ηπειρώτικα πολυφωνικά μοιρολόγια αρθρώθηκαν θαυμάσια με επιρροές από αλεατορική, μινιμαλιστική και κινηματογραφική μουσική, ακόμη και από μιούζικαλ (στη σκηνή που ο συγγραφέας/ αφηγητής αναπολεί τα χρόνια του στην Αμερική). Από την εκλεκτικιστική γραφίδα του Ταίηλορ προέκυψε μία ιδιαίτερα σαγηνευτική, συχνά εξπρεσιονιστική, νεο-ρομαντική παρτιτούρα με πλούσια ηχοχρωματική παλέτα, λόγω και της αξιοποίησης των συμβο(υ)λών γνωστών μουσικών -όλων των υποομάδων οργάνων, ιδίως όμως των κρουστών!- της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (στην οποία ο συνθέτης υπηρέτησε από διάφορα πόστα μεταξύ 2009-2016).
Από φωνητικής πλευράς, η όπερα εντάσσεται κυρίως στο είδος της λεγόμενης "χορωδιακής όπερας" λόγω του πολύ σημαντικού -όχι μόνο δραματουργικά- ρόλου της χορωδίας (εν προκειμένω της Μικτής Χορωδίας της Όπερας της Ερφούρτης και της Χορωδιακής Ακαδημίας της πόλης), που αναπαριστούσε τους αντάρτες αλλά και τους κατοίκους του χωριού. Σε ό,τι αφορά τους μονωδούς, η γραφή ήχησε πιο παραδοσιακή, με κυρίαρχη τη μελωδική δραματική εξαγγελία. Από την πολυπληθή διανομή που απάρτισαν μέλη του θιάσου της Όπερας της Ερφούρτης ξεχώρισε το πρωταγωνιστικό ζεύγος Ελένης-Νικόλα, που ενσάρκωσαν η Ιταλο-αμερικανίδα υψίφωνος Τζέσσικα Ρόοουζ Κάμπιο και ο Αμερικανός τενόρος Μπρετ Σπραγκ. Αν το ηρωικό μέταλλο του δεύτερου κατίσχυσε με άνεση της πληθωρικής ενορχήστρωσης, αυτό, πιο σκληρό/αιχμηρό της πρώτης απέδωσε άρτια τις δραματικές σελίδες του ρόλου, αλλά όχι τις πολλές λυρικές του πτυχές. Δεν είναι, ίσως, τυχαίο ότι ο βασικός ρόλος της μάνας - όπως αποκάλυψε ο συνθέτης- δουλεύθηκε φωνητικά πάνω στο διαφορετικών ποιοτήτων τίμπρο της Ρουμάνας πρωταγωνίστριας της ΕΛΣ Τσέλιας Κοστέα. Από τους λοιπούς δευτεραγωνιστικούς ρόλους ξεχώρισαν η Κάντα της Αργεντίνας υψιφώνου Καντέλα Γκοτέλι, ο αρχηγός των ανταρτών του Ούγγρου βαρύτονου Μάτε Σόλυομ-Νάγκυ και ο Λουκάς Ζιάρας του Ελβετού τενόρου Τριστάν Μπλανσέ.
Η μουσική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, επικεφαλής μιας αξιόπιστης Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ερφούρτης, διέθετε θεατρικό παλμό και αφηγηματική ρευστότητα, ενώ συντόνισε καλά τα επί σκηνής δρώμενα.
Έστω και όχι υπό ιδανικές οπτικοακουστικές συνθήκες, η παρακολούθηση της παράστασης, που έτυχε θερμότατης υποδοχής από το γερμανικό κοινό και τον εξειδικευμένο Τύπο, πιστοποίησε ότι η "Ελένη" αποτελεί -μετά τη "Φόνισσα" του Κουμεντάκη- τη σημαντικότερη όπερα Έλληνα συνθέτη στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα που διανύουμε. Μακάρι το αγγλικό της λιμπρέτο να της διασφαλίσει ευρύτερη υποδοχή στο εξωτερικό. Εντός συνόρων, κάτι τέτοιο δεν είναι, δυστυχώς, αυτονόητο, παρά την ποιότητά της και την εξαιρετικά συγκινητική -και αληθινή- ιστορία.
Η 90λεπτης διάρκειας όπερα δεν είναι πολιτική (πολλώ δε μάλλον στρατευμένη), αλλά στοχεύει να μεταφέρει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα αγάπης και αλτρουϊσμού, με επίκεντρο την θυσία της μάνας που οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά της. Εστιάζοντας στη διαχρονική έννοια της προσωπικής κάθαρσης για την υπεράσπιση του δικαίου, στην αποδοχή της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού, καταθέτει εύλογους προβληματισμούς για γεγονότα στενά συνδεδεμένα με την σύγχρονη ελληνική ιστορία και τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο, το κυρίαρχο αφήγημα για τον οποίο επέβαλε η ηττημένη πλευρά. Αν αναλογισθεί κανείς τις ισχυρές αντιδράσεις που είχε προκαλέσει …το μυθιστόρημα πριν 30 χρόνια και την εξίσου ισχυρή παρουσία της Αριστεράς στο χώρο του πολιτισμού, το ανέβασμα στην Ελλάδα ενός τόσο ενδιαφέροντος λυρικού έργου επαφίεται πλέον στην τόλμη και το σθένος των ιθυνόντων των πολιτισμικών μας θεσμών…
Δύο μήνες αργότερα (21/11/2023) παρακολουθήσαμε στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ τις "Αστραπές" του διακεκριμένου Γάλλου συνθέτη Φιλίπ Ερσάν, μια εξίσου ενδιαφέρουσα παράσταση μάλλον μουσικού θεάτρου παρά σύγχρονης όπερας. Το έργο αποτέλεσε παραγγελία της Κωμικής Όπερας του Παρισιού, στην οποία και πρωτοπαρουσιάσθηκε το Νοέμβριο του 2021, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις. Αυτή ήταν η δεύτερη σύμπραξη της ΕΛΣ με την Opéra comique μετά τη θαυμάσια παραγωγή, το περασμένο καλοκαίρι, του "Ταξιδιού στη Σελήνη" του Όφενμπαχ, που αποτέλεσε, κατά την άποψή μας, την πλέον απολαυστική οπερατική παράσταση της περσινής καλλιτεχνικής περιόδου.
Ο Ερσάν μελοποίησε εν προκειμένω λιμπρέτο του γνωστού Γάλλου συγγραφέα Ζαν Εσενόζ, το οποίο βασίσθηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημά του με θέμα τη ζωή στην Αμερική του διάσημου Σερβοαμερικανού εφευρέτη Νίκολα Τέσλα. Η ιδιαίτερη πρόζα του πρωτοτύπου δεν κούμπωσε σε επίπεδο αδόμενου λόγου, με αποτέλεσμα η υπόθεση του έργου, ανεξάρτητα από το όποιο ενδιαφέρον της, να μην ξεφεύγει από ένα συμβατικό πλαίσιο, που μάλλον κούρασε. Τούτο δεν αποφεύχθηκε και σε επίπεδο χαρακτήρων, που έχρηζαν διεξοδικότερης σκιαγράφησης.
Αντιπαρερχόμενος αυτά τα αγκάθια και εκμεταλλευόμενος έξυπνα τις διαρκείς αλλαγές σκηνών που προέβλεπε το ποιητικό κείμενο, ο Γάλλος σκηνοθέτης Κλεμάν Ερβέ-Λεζιέ πρότεινε μιαν εξαιρετικά καλαίσθητη, αλληγορική, κινηματογραφικής λογικής παράσταση. Η ισόρροπα αφαιρετική σκηνοθεσία του αναπαρέστησε με υποδειγματική ακρίβεια τη Νέα Υόρκη των αρχών του περασμένου αιώνα, αξιοποιώντας μιαν εικαστικά συναρπαστική οπτικοποίηση. Τα ανάλαφρα κινούμενα σκηνικά της Ωρελί Μεστρ, τα κομψά κοστούμια εποχής της Καρολίν ντε Βιβαίζ και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί σε γκρι/σέπια τόνους του Μπερτράν Κουντέρ υποστήριξαν ιδανικά την σκηνοθετική προσέγγιση, που αναβίωσε στην Αθήνα η Κλαιρ Πασκιέ.
Σε επίπεδο μουσικής, η παρτιτούρα πρόδιδε τις εκλεκτιστικές επιρροές του Ερσάν: από Γιάνατσεκ (οστινάτι, φανφάρες) και αμερικανικό μινιμαλισμό μέχρι τσιτάτα από φοξ-τροτ ή …χριστουγεννιάτικα κάλαντα, η ορχηστρική γραφή οριοθέτησε υποβλητικές μουσικές εικόνες τόπων και καταστάσεων. Περισσότερο φωτεινή παρά δραματική, συχνά ατμοσφαιρική, βασίσθηκε κυρίως στα έγχορδα και τις θεατρικές παρεμβάσεις κρουστών (καμπάνες, βιμπράφωνο).
Και η φωνητική γραφή (πρωτίστως ένα parlando, που εξελισσόταν ενίοτε σε μελωδικά αριόζι), παρά την προσπάθεια διαφοροποίησής της ανά χαρακτήρα, επιβεβαίωσε την αίσθηση ενός -καλού- μουσικού θεάτρου. Η δραματουργία πέρναγε μέσα από τον αδόμενο γαλλικό λόγο, τον οποίο κλήθηκε να αποδώσει (χωρίς, πάντως, να είναι ικανή να νοηματοδοτήσει) η εξ ολοκλήρου ελληνική και ισορροπημένη διανομή.
Εύλογα τις εντυπώσεις έκλεψαν όσοι μονωδοί μπόρεσαν τουλάχιστον να αρθρώσουν με σχετική καθαρότητα την γαλλική γλώσσα. Κορυφαίος όλων υπήρξε ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός που ενσάρκωσε τον κεντρικό ρόλο με τη γνωστή φωνητική του καλλιέπεια, αν και όχι πάντοτε με τη δέουσα σκηνική βαρύτητα. Το σαγηνευτικό τίμπρο της μεσοφώνου Νεφέλης Κωτσέλη υπηρέτησε άρτια την προϊόντως μελωδική γραφή του ρόλου της Έθελ Άξελροντ. Ο βαρύτονος Γιάννης Σελητσανιώτης ενσάρκωσε με επιτυχία τον "κακό" Έντισον, ενώ ο τενόρος Γιάννης Καλύβας υπήρξε πιο πειστικός δραματικά παρά φωνητικά ως Νόρμαν Άξελροντ. Το αυτό ίσχυσε τόσο για τον Πάρκερ του βαρύτονου Μάριου Σαραντίδη όσο και για τον πιο κομβικό ρόλο της Μπέττυς, που ανατέθηκε στην υψίφωνο Χρύσα Μαλιαμάνη. Πολύ καλή ήταν η συμμετοχή σε μουσικό και θεατρικό επίπεδο της Χορωδίας της ΕΛΣ, μέλη της οποίας ερμήνευσαν και αρκετούς μικρότερους ρόλους.
Με ακρίβεια και προσεγμένες σολιστικές συνεισφορές από τα πνευστά απέδωσε την ιδιαίτερη παρτιτούρα η Ορχήστρα της Λυρικής υπό την προσεκτική μουσική διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη, που στήριξε καλά τους μονωδούς. Στην τελευταία εμφάνιση του αρχιμουσικού πριν τη συνταξιοδότηση μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες υπηρεσίας στη Λυρική, θα ανέμενε κανείς μία πιο θεσμική τιμητική αναγνώριση, πέρα από το ζεστό χειροκρότημα των συντελεστών μετά το κλείσιμο της αυλαίας…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η Ελένη (Τζέσσικα Ρόουζ Κάμπιο) αναπολεί πιο ξέγνοιαστες μέρες: σκηνή από την Β’ πράξη της όπερας "Ελένη" του Νέστορα Ταίηλορ που ανέβηκε στην Όπερα της Ερφούρτης το Δεκέμβριο 2022 και Ιανουάριο 2023 και παρουσιάσθηκε-προβλήθηκε ιδιωτικά στις 25/9/2023 στο Καναδικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα © Lutz Edelhoff