Με μοναδική καλλιτεχνική επιτυχία και ανταπόκριση του κοινού ολοκληρώθηκε τον περασμένο μήνα (3-4, 10 & 12/11) το 6ο Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε την πορεία του το 2017, υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιολοντσελίστα Δήμου Γκουνταρούλη και με την σταθερή, πολύτιμη συμπαράσταση της εταιρείας "Arte Atene". Για δεύτερη συνεχή χρονιά η διοργάνωση επαναλήφθηκε και στην Αθήνα (13-19/11), στην Αίθουσα του "Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός" και στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ως συνήθως, συνοπτικούς και άκρως κατατοπιστικούς προλόγους για τα έργα και την ιστορική ερμηνευτική της λεγόμενης παλαιάς μουσικής μέσω οργάνων εποχής, προσέφερε, με τις γνωστές παιδαγωγικές του αρετές, ο Γκουνταρούλης. Οι συναυλίες στη Θεσσαλονίκη -και μία αθηναϊκή- συνοδεύθηκαν από προβολές (επιμέλεια: Αλέξανδρος Σεϊταρίδης) πινάκων ζωγράφων που απεικονίζουν όργανα και μουσικούς της εποχής του μπαρόκ.
Η συγκυρία και ο διακριτός χρονικά προγραμματισμός των εκδηλώσεων επέτρεψε την παρακολούθηση ενός ζεύγους συναυλιών στη Θεσσαλονίκη (στην "Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης" του ΜΜΘ) και ενός ζεύγους στην Αθήνα. Τα 4 φετινά προγράμματα συνέδεε το έτος 1723.
Το έτος αυτό ολοκλήρωσε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μιαν εξαετή περίοδο δουλειάς και δημιουργίας στην πόλη Καίτεν, ως αρχιμουσικός στην αυλή του φιλόμουσου πρίγκηπα Λεοπόλδου. Έργα που γράφτηκαν κατά την περίοδο αυτή περιελάμβαναν οι δύο πρώτες συναυλίες (ΜΜΘ, 10 & 12/11).
Η πρώτη -και αδιαμφισβήτητα κορυφαία όλου του κύκλου- ήταν αφιερωμένη στο ρεπερτόριο του οργάνου της βιόλας ντα γκάμπα. Πέρα από συνθέσεις του Γ.Σ. Μπαχ ακούσθηκαν και κομμάτια του -γεννημένου το 1723- μαθητή του Καρλ Φρήντριχ Άμπελ, ο πατέρας του οποίου ήταν κύριος γκαμπίστας στην ορχήστρα της αυλής του Καίτεν και καλός φίλος του Μπαχ.
Η βραδιά της 10/11 κινήθηκε σε υψηλότατο μουσικό επίπεδο, λόγω της ποιότητας των Γάλλων σολίστ, της γκαμπίστριας Λυσίλ Μπουλανζέ και του τσεμπαλίστα Πιερ Γκαλλόν (δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της νέας γενιάς μουσικών με εξειδίκευση στο μπαρόκ), και των ερμηνειών τους.
Ο ασύλληπτης ορθοτονίας ήχος, η μουσικότητα αλλά κυρίως η εκφραστικότητα του παιξίματος της Μπουλανζέ δικαίωσαν τόσο τη στοχαστική διάθεση και το νηφάλιο συναίσθημα των δύο από τις 3 "Σονάτες για βιόλα ντα γκάμπα και τσέμπαλο ομπλιγκάτο" (με αρ. καταλόγου BWV 1028 και 1029) του Γ.Σ. Μπαχ, όσο και την πιο δεξιοτεχνική, μελωδική γραφή και φωτεινή διάθεση των έργων του Άμπελ, της "Σονάτας για βιόλα ντα γκάμπα και τσέμπαλο" WΚ 152 και των 3 "Κομματιών για σόλο βιόλα ντα γκάμπα" WK 205-206/208. Το ακρόαμα απογείωσε ο ζωντανός διάλογος με τον Γκαλλόν και η ευχάριστη αντίστιξη του πιο όξινου ήχου του τσέμπαλου με τον μεστό ήχο της βιόλας ντα γκάμπα.
Ενδιάμεσα, ο Γκαλλόν έλαμψε -όπως και στην πρόσφατη ηχογράφησή του!- με την μοναδικής κομψότητας, ρυθμικής ακρίβειας και λικνιστικής κινητικότητας εκτέλεση της 3ης "Γαλλικής Σουίτας για σόλο τσέμπαλο" BWV 814 του Γ.Σ. Μπαχ, που διαφοροποίησε με γνώση και γούστο καθένα από τους 6 χορούς που την απαρτίζουν. Η συμμετοχή της βιόλας ντα γκάμπα ως δεύτερης φωνής σε 2 από τις γραμμένες για σόλο πληκτροφόρο Sinfonie (τις υπ’αρ. 4 και 12) του έργου "Inventionen und Sinfonien" του Γ.Σ. Μπαχ απέβη, πάντως, σε βάρος της αναμενόμενης πρωτοκαθεδρίας του τσέμπαλου. Η θαυμάσια βραδιά ολοκληρώθηκε εκτός προγράμματος με μια μεσογειακή νότα, ένα τμήμα μιας "Σονάτας για βιολί και μπάσο κοντίνουο" του Ιταλού Μασίτι σε μεταγραφή για βιόλα ντα γκάμπα.
Ο Άμπελ υπήρξε ίσως ο τελευταίος και πιο σημαντικός γκαμπίστας της εποχής του. Η βιόλα ντα γκάμπα υποκαταστάθηκε σταδιακά από το βιολοντσέλο και το ρεπερτόριο της μετεγράφη συνήθως για το όργανο αυτό. Τέτοιες μεταγραφές έργων (για βιόλα ντα γκάμπα ή βιολί και τσέμπαλο), που ο Γ.Σ. Μπαχ έγραψε στο Καίτεν, χάρισαν στο α’ μέρος του προγράμματος της 12/11 ο Γκουνταρούλης με τον εκλεκτό Βραζιλιάνο τσεμπαλίστα Μπρούνο Προκόπιο.
Ο Γκουνταρούλης έπαιξε εν προκειμένω σε τετράχορδο βιολοντσέλο πίκκολο, ένα υβριδικό σπάνιο όργανο ανάμεσα σε βιόλα και βιολοντσέλο, πιο κοντινό πάντως στο βιολί (με το οποίο μοιράζονται ίδιες χορδές και κούρδισμα, πλην μίας χαμηλότερης οκτάβας) απ’ό,τι στο βιολοντσέλο (που είναι πιο χαμηλό από το πίκκολο).
Αυτή η ηχητική εικόνα δικαίωσε πολύ περισσότερο τη μεταγραφή για βιολοντσέλο πίκκολο του recitativo, 2ου μέρους του "Κοντσέρτου για όργανο σε ντο μείζονα" BWV 594 (στο οποίο αξιοποιήθηκε ηχητική ανάμνηση ερμηνείας κοντσέρτου του Βιβάλντι από τσιγγάνο βιολιστή!) αλλά και της "Σονάτας για βιολί και μπάσο κοντίνουο" BWV 1027 του Γ.Σ. Μπαχ απ’ό,τι αυτήν της 1ης του "Σονάτας για βιόλα ντα γκάμπα και τσέμπαλο ομπλιγκάτο" BWV 1027. Στην τελευταία στοίχισαν ιδιαίτερα και οι αστάθειες του Προκόπιο, που έγιναν ακόμη εντονότερες στα 3 αποσπάσματα (δύο παραλλαγές και μία άρια) από τις "Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ για τσέμπαλο σόλο" BWV 988 του Γ.Σ. Μπαχ που ερμήνευσε εμβόλιμα. Αυτές μάλλον οφείλονταν σε στιγμιαίο …τρακ (έννοια όχι άγνωστη ακόμη και για τους εμπειρότερους μουσικούς!), καθώς -κατά πληροφορίες- στην αθηναϊκή συναυλία όλα κύλησαν απρόσκοπτα…
Η βραδιά απογειώθηκε στο β’ μέρος της, όπου παρουσιάσθηκε αυθεντικό ρεπερτόριο για βιολοντσέλο πίκκολο και μπάσο κοντίνουο Ιταλών συνθετών που έζησαν στο Λονδίνο την ίδια περίπου εποχή.
Αντιπροσωπευτικό του ιταλικού μπαρόκ, γεμάτο μελωδικές ιδέες και εναλλαγές διαθέσεων, το πανέμορφο 6ο από τα "12 Alletamenti da camera" του Βαλεντίνι αναδείχθηκε έξοχα από το παίξιμο του Γκουνταρούλη, εκφραστικό στα αργά μέρη, στέρεα δεξιοτεχνικό στα γρήγορα. Οι ίδιες αρετές υπηρέτησαν και τις δύο "Σονάτες σε ρε μείζονα και ρε ελάσσονα" του Καποράλε (στενού συνεργάτη του Χαίντελ), που έδωσαν μιαν ακριβή εικόνα του ανερχόμενου τότε "style galant" (στοχαστικά αργά, χαρίεντα, ανάλαφρα γρήγορα μέρη, μάλλον αδιάφορα φινάλε). Ενδιάμεσα, ο Προκόπιο χάρισε μιαν ερμηνεία γεμάτη κινητικότητα και χρώματα της 3ης από τις "6 Σονάτες για τσέμπαλο" Η.33 του Κ.Φ.Ε. Μπαχ.
Διαφορετικού στίγματος ήσαν οι δύο συναυλίες που παρακολουθήσαμε στην Αθήνα.
Αυτή της 18/11 στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του "Παρνασσού" είχε ως τίτλο "Orient Express: Παρίσι – Κωνσταντινούπολη" και αποτέλεσε μία συνομιλία ανάμεσα στη μουσική της οθωμανικής αυλής που φέρει τη σφραγίδα ενός αληθινού homo universalis, του Μολδαβού Δημητρίου Καντεμίρ (που πέθανε το 1723!) και τη μουσική της Γαλλίας της εποχής του μπαρόκ (τέλη 17ου και αρχές 18ου αιώνων).
Δύο σύνολα εξαίρετων μουσικών τέθησαν απέναντι και αντικριστά επί σκηνής: αριστερά η ομάδα του γαλλικού μπαρόκ (αποτελούμενη από τους γκαμπίστες Ανδρέα Λινό και Ηλέκτρα Μηλιάδου, τον Δημήτρη Κούντουρα σε φλάουτο με ράμφος και τον τσεμπαλίστα Πάνο Ηλιόπουλο) και δεξιά αυτή της οθωμανικής μουσικής (αποτελούμενη από τον Θύμιο Ατζακά στο ούτι, τον Ελληνοκύπριο Μιχάλη Κουλουμή στο βιολί, τον Νίκο Παραουλάκη στο νέϋ, τον Βαγγέλη Πασχαλίδη στο σαντούρι και τον Μανούσο Κλαπάκη στα κρουστά).
Οι δεύτεροι ερμήνευσαν τα ατμοσφαιρικά, υπνωτιστικής ομορφιάς πεσρέφια και σεμάγια (λαϊκούς και λόγιους σκοπούς του 17ου αιώνα) των Καντεμίρ, Αγγέλη και Μεχμέτ. Οι πρώτοι ανταπαντούσαν με -πειραγμένες!- ενόργανες σουίτες των Ραμώ, Φορκεραί και Λυλλύ, αντιπροσωπευτικών συνθετών της γαλλικής αυλής της εποχής.
Από την αρχή έγινε αντιληπτό ότι η μουσική "ορθοδοξία" (τουλάχιστον στο γαλλικό μπαρόκ) δεν αποτέλεσε το κύριο μέλημα. Η συμμετοχή του ενός συνόλου στα κομμάτια του άλλου άρχισε να μετεξελίσσεται από το επίπεδο της απλής συνοδείας (στα οθωμανικά κομμάτια) σε αυτό της εναλλαγής φωνών/ρόλων ή ακόμη και του διαλόγου (στα γαλλικά έργα). Αποκορύφωμα μία επιεικώς …αγνώριστη "Σουίτα" από την μουσική που συνέθεσε ο Λυλλύ για τον "Αρχοντοχωριάτη" του Μολιέρου, όπου θαύμασε κανείς τα σόλι αλλά και το πάντρεμα διαφορετικών οργάνων: φλάουτο με νέϋ, βιολί με βιόλα ντα γκάμπα και βιολοντσέλο, τσέμπαλο και ούτι σε ευφυή συμπόρευση ως ομάδα σταθερού βασίμου! Τις σχετικές διασκευές/γέφυρες/μεταγραφές υπέγραψαν οι Ατζακάς, Ηλιόπουλος και Λινός.
Το εγχείρημα ανέδειξε τη σημασία της φαντασίας, του αυτοσχεδιασμού και της ώσμωσης ηχοχρωμάτων για την ανάδειξη της μαγείας της μουσικής του μπαρόκ. Η ενθουσιώδης υποδοχή του -ετερόκλητου- κοινού έδειξε ότι πέτυχε το στόχο του…
Την επομένη (19/11), το σύνολο οργάνων εποχής "La Stravaganza Greca", που απαρτίζουν ο βιολιστής Σίμος Παπάνας, ο τσελίστας Δήμος Γκουνταρούλης, ο τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος και ο Θοδωρής Κίτσος (θεόρβη και μπαρόκ κιθάρα), έδωσε στην Αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ ένα πρόγραμμα με έργα του ιταλικού μπαρόκ. Οι εντυπώσεις προέρχονται όχι από τη συναυλία, αλλά από τη γενική δοκιμή της, την οποία παρακολουθήσαμε κατόπιν ευγενικώς χορηγηθείσας άδειας.
Το ορόσημο 1723 σηματοδοτήθηκε εν προκειμένω από το έτος αναχώρησης από την Ιταλία δύο φίλων μουσικών και συνθετών, του βιολιστή Ταρτίνι και του βιολοντσελίστα Βαντίνι, για την Πράγα, όπου επρόκειτο να δουλέψουν για τρία χρόνια στην υπηρεσία του κόμη Κίνσκυ. Δεξιοτεχνικές σονάτες τους συνδυάσθηκαν με σπάνια έργα για βιολί, βιολοντσέλο και μπάσο κοντίνουο άλλων σημαντικών Ιταλών συνθετών της εποχής, των Στραντέλλα, Πόρπορα και Πλάττι.
Όπως είναι αναμενόμενο, μια γενική δοκιμή παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον ως δείγμα δημιουργικού διαλόγου μεταξύ των μουσικών, ακόμα και μέσω διαφωνιών ως προς τις τελικές ρυθμίσεις ή την εστίαση σε λεπτομέρειες των έργων, παρά ως προάγγελος του τελικού συναυλιακού αποτελέσματος, που κρίθηκε συναρπαστικό από έγκυρους παρευρεθέντες.
Ίσως όχι τυχαία, το μεγαλύτερο ροντάρισμα απαιτήθηκε για τα 3 έργα που πλαισίωσαν τα κύρια της βραδιάς. Ο διάλογος βιολιού-βιολοντσέλου υπήρξε καθοριστικός τόσο στη "Sinfonia σε ρε ελάσσονα" του Στραντέλλα όσο και στην Τρίο Σονάτα του Πλάττι, έργο με φαντασία (έξοχο allegro) και ιδέες (θαυμάσια εναλλαγή ενός εκφραστικού largo με staccato στο πρώτο μέρος). Ιδιαίτερη αξία είχε στο κομμάτι του Στραντέλλα το καντάμπιλε παίξιμο του Παπάνα, ενώ σ’αυτό του Πλάττι η εκπληκτική ορθοτονία του βιολιστικού του ήχου. Στην λιγότερο εμπνευσμένη 1η από τις "6 Σονάτες για βιολί, βιολοντσέλο ομπλιγκάτο και μπάσο κοντίνουο" που συνέθεσαν οι Πόρπορα/Κονστάντζι το ενδιαφέρον κέντρισε η ισοτιμία των ρόλων βιολιού και βιολοντσέλου, ιδίως λόγω των συνεχών περασμάτων του μελωδικού υλικού από το ένα όργανο στο άλλο.
Σε ό,τι αφορά τα βασικά έργα του προγράμματος, η "Σονάτα σε λα ελάσσονα για βιολοντσέλο και μπάσο κοντίνουο" του Μπαντίνι διακρίθηκε για την πολύ απαιτητική δεξιοτεχνικά γραφή για το βιολοντσέλο και τη μελωδικότητα των θεμάτων, που απέδωσε με τη δέουσα ευγένεια και στοχαστικότητα ο Γκουνταρούλης.
Σ’αυτήν -αριστουργηματική- σε σολ ελάσσονα για βιολί και μπάσο κοντίνουο "Η εγκαταλελειμμένη Διδώ" του Ταρτίνι ξεχώρισε κανείς το θεσπέσιο αργό μέρος και το θυελλώδες presto. Η συνολικά άκρως εκφραστική, συναισθηματικά φορτισμένη γραφή για το βιολί δικαιώθηκε από το υποδειγματικό από κάθε άποψη, μοναδικής αφηγηματικής ευφράδειας παίξιμο του Παπάνα. Απλά μαγικό!
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το αθηναϊκό ρεσιτάλ των Λυσίλ Μπουλανζέ και Πιερ Γκαλλόν στο πλαίσιο του 6ου Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής (Αίθουσα "Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός", 13/11)