Από τα τέλη της δεκαετίας του 1900, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησής της, η ελληνική οπερέτα έζησε αναγκαστικά στη σκιά των ευρωπαϊκών της προτύπων. Σιγά-σιγά, όμως, βρέθηκε μια χρυσή τομή μεταξύ της αθηναϊκής μπελ επόκ και των κυρίαρχων διδαγμάτων που έρχονταν από το Παρίσι και τη Βιέννη εκείνων των καιρών. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα εύφορο πεδίο δημιουργικής δράσης.
Είναι πολλά, λοιπόν, τα ονόματα που κέρδισαν την αγάπη του τότε κοινού, συνδεόμενα με αξιόλογα έργα. Το φράγμα του χρόνου, όμως, το υπερπήδησαν κυρίως ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης με τον "Βαφτιστικό" (1918) και ο Νίκος Χατζηαποστόλου με τους "Απάχηδες των Αθηνών" (1921), οπερέτα που προξένησε πραγματικό σεισμό, σπάζοντας όλα τα εισπρακτικά ρεκόρ του εγχώριου Μεσοπολέμου: όταν ολοκληρώθηκε ο γύρος του θριάμβου, μετρήθηκαν γύρω στα 400.000 εισιτήρια, από 600 παραστάσεις σε όλη τη χώρα. Ήταν δε τέτοιος ο αντίκτυπος, ώστε δεν άργησε να μεταφερθεί και στον κινηματογράφο –μία φορά το 1930, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη κι άλλη μία το 1950 σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά, με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Άννα Καλουτά.
Έκτοτε, οι "Απάχηδες των Αθηνών" παρέμειναν μια λατρεμένη οπερέτα, γενόμενοι ακλόνητη σταθερά στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ανεβαίνουν τώρα για ακόμα μία φορά, επιστρέφοντας στη σκηνή του "Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας" μετά από 15 χρόνια απουσίας, για 8 παραστάσεις: Πέμπτη 14, Παρασκευή 15, Σάββατο 16, Κυριακή 17, Τετάρτη 20, Πέμπτη 21, Παρασκευή 22 & Σάββατο 23/12. Η νέα παραγωγή, όμως, φιλοδοξεί να συνδεθεί και με μια φρέσκια σκηνοθετική ματιά, η οποία στοχεύει να αναδείξει την ουσία πίσω από τη διαρκή δημοφιλία που απολαμβάνει, εδώ και περίπου έναν αιώνα πια, το έργο του Νίκου Χατζηαποστόλου.
Αυτή η δίχως προηγούμενο αποδοχή, δηλαδή, εξηγείται από το ότι οι "Απάχηδες των Αθηνών" κατόρθωσαν να αποτελέσουν σημείο συνάντησης της ευρωπαϊκής οπερέτας (εν προκειμένω της βιεννέζικης) με την εδραιωμένη στη λογοτεχνία και στο θέατρο αθηναϊκή ηθογραφία. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαυρογεωργίου προχωρά –από κοινού με την Τζούλια Διαμαντοπούλου– και σε μια διασκευή του πρωτότυπου λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα, ώστε ο "απάχης" των μακρινών καιρών του Χατζηαποστόλου να αποτυπωθεί ευκρινέστερα (για τα δικά μας μάτια) ως "αλήτης των πόλεων". Αντιπροσωπεύοντας μια ιστορική περίοδο πολλών ζυμώσεων, όπου η Αθήνα, ήδη πριν την καραδοκούσα ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία (1922), αποτελεί "αρένα των τάξεων": ένα αστικό κέντρο σε μετάβαση από τον παλαιό κόσμο, αυτόν που διαλύθηκε με το πέρας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1918), σε κάτι νεότερο κι ακόμα αδιαμόρφωτο.
Στο ξαναζωντάνεμα αυτής της εποχής στοχεύει λοιπόν ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, επιθυμώντας, παράλληλα, να κρατήσει τον χαρακτήρα ταξικής κωμωδίας που διέπει τις σατιρικές γραμμές του έργου, τονίζοντας το υποκριτικό παιχνίδι που παίζεται γύρω από το κεντρικό θέμα του έρωτα, τόσο από τους αστούς, όσο και από τα λαϊκά στρώματα. Η ανανεωτική ματιά επεκτείνεται όμως και στη μουσική, χάρη στις νέες ενορχηστρώσεις που επιμελήθηκε ο Αχιλλέας Γουάστωρ, οι οποίες θα αποδοθούν από τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση του διακεκριμένου αρχιμουσικού Κορνήλιου Μιχαηλίδη.
Τον κεντρικό ρόλο του "Πρίγκιπα" –που πίσω στο 1921 επωμίστηκε ο θρυλικός τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης– αναλαμβάνει ο Χρήστος Κεχρής (στη δεύτερη διανομή πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Φίλιας), ενώ ως Τιτίκα θα δούμε τη Διαμάντη Κριτσωτάκη (και τη Μάρθα Σωτηρίου, στη δεύτερη διανομή). Ξεχωριστή μνεία, φυσικά, αξίζει στην έκτακτη συμμετοχή της Ζωζώς Σαπουντζάκη, αλλά και στον Άγγελο Παπαδημητρίου, ο οποίος θα φιγουράρει ως Ξενοφών Παραλής. Τη Βέρα Παραλή θα παίξει η Μυρσίνη Μαργαρίτη, ενώ τους επιστήθιους φίλους του "Πρίγκιπα", τον Καρούμπα και τον Καρκαλέτσο, ενσαρκώνουν (αντίστοιχα) ο Γιώργος Ιωάννου και ο Μαρίνος Ταρνανάς.