![Covnt_front](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/crop/both/63/639a1ae88b6c4aa49a7cabf67a8e9a1f.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Χωρίς πολλά-πολλά, με τη φόρα που ήδη είχαν από τη φορμαρισμένη τους βραδιά στο "Block 33" της Θεσσαλονίκης, οι Covenant ήρθαν, είδαν και (ξανα)νίκησαν μπροστά σε ένα "Arch" γεμάτο με κόσμο. Πράγμα που επιβεβαίωσε, για ακόμα μία φορά, πόσο ταγμένο παραμένει το ελληνικό κοινό στο ηλεκτρονικό έρεβος του Eskil Simonsson και της παρέας του.
Άλλωστε τα χρόνια μπορεί να περνούν –κοντεύει εικοσαετία, απ' όταν τους γνωρίσαμε δισκογραφικά– μα οι Σουηδοί αντέχουν, διατηρώντας την αισθητική που όχι μόνο τους καθιέρωσε, μα κατέκτησε κι ένα "λαϊκότερο" προφίλ, χάρη στο οποίο υπερβήκαν τα συνήθη σύνορα (και στεγανά) του ηχητικού χώρου που οριοθετείται από τα αρχικά EBM: είναι κι αυτό, δηλαδή, μέρος της εξίσωσης του μαζικού ενθουσιασμού που πυροδότησαν αγαπημένα τους τραγούδια όπως το "Dead Stars" ή το "Like Tears In The Rain".
![Covnt_01](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/a8/a8ad339cf4694e869367fd2eaad19371.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Μια τέτοια προσέλευση, τώρα, σημαίνει ότι στο "Arch" ήρθε κόσμος από νωρίς. Κάποιοι διάλεξαν να αράξουν απέξω, άλλοι σχημάτισαν πηγαδάκια στο πίσω μέρος του χώρου, αρκετοί, όμως, ήταν κι όσοι προωθήθηκαν προς τα μπροστά ή προς τον εξώστη. Έτσι, στο άνοιγμα της συναυλίας, η Night In Athens βρήκε κάμποσο κοινό ενώπιόν της, το οποίο παρακολούθησε το support set της με περιέργεια, μα και με προσήλωση. Αν μη τι άλλο, δηλαδή, η Τίνα Μπολέτη –η εγκατεστημένη στο Λονδίνο Αθηναία δημιουργός που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα– τράβηξε και τα βλέμματα, μα και τα αφτιά προς το μέρος της.
![Covnt_02](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/99/991dc9b28ab44e12b074876b5656faef.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Αυτό το πέτυχε με τρεις τρόπους: με τις στρογγυλά σκοτεινές μελωδίες που ανάβλυζαν από τα synths της, με τις νευρικές, κοφτές κινήσεις με τις οποίες στάθηκε πάνω στη σκηνή, αλλά και με την εμφάνισή της, που έφερε κατά νου κάτι από το Βερολίνο του Μεσοπολέμου, "γράφοντας" ταιριαστά κάτω από τα κόκκινα φώτα του "Arch". Ο κόσμος στάθηκε στο "Metropolis", ίσως γιατί επικοινώνησε αμεσότερα με τους ελληνικούς του στίχους, όμως ωραία στιγμή ήταν και το "Paradise". Η Night In Athens έπαιξε κι ένα καινούριο κομμάτι, προϊδέασε για νέο άλμπουμ κι έκλεισε μέσα σε χειροκροτήματα, καθώς ενημέρωνε ότι όλα τα έσοδα από το merch της θα πάνε στην Παλαιστίνη.
![Covnt_03](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/c3/c3a0ebc927bc4969ae27ba67180079dc.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Τη support σκυτάλη έλαβαν οι Grey Gallows, συγκρότημα από την Πάτρα με πυκνή δισκογραφική παρουσία στα 7 χρόνια στα οποία είναι ενεργό. Ήδη από το ξεκίνημά του, μάλιστα, το δίδυμο έδειξε ότι πόνταρε στη δημιουργία μιας ξεχωριστής οπτικοακουστικής ατμόσφαιρας, αφού τα synths και τα βαθιά, μελαγχολικά, goth υφής φωνητικά παντρεύτηκαν επιτυχώς με τα μπλε και φούξια φωτοπαιχνιδίσματα των προβολέων του "Arch", οι οποίοι θα τους συνόδευαν ως το τέλος του set.
![Covnt_04](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/19/1924271a972a4fa18d564d576254ac7f.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Οι Grey Gallows αποτυπώθηκαν στατικοί ως φιγούρες και αρκετά μονότονοι ως προς το υλικό που παρουσίασαν, το οποίο ούτε εκπλήξεις διέθετε, ούτε και προσπάθησε να κρύψει τα όσα χρωστά στην παρακαταθήκη των Sisters Of Mercy, των Bauhaus ή των (πρώιμων) Cure. Εντός αυτού του πλαισίου, πάντως, καταγράφηκε ζηλευτός επαγγελματισμός, άψογα δουλεμένος ήχος –που ακούστηκε και σωστά– αλλά και μερικά αξιοπρόσεχτα τραγούδια σμιλεμένα στη βρετανική darkwave πεπατημένη, όπως λ.χ. το "Don't Bring Flowers" ή το φετινό "Dying Light". Τα οποία παίχτηκαν με τη δέουσα υποβλητικότητα και ανταμείφθηκαν με άφθονα παλαμάκια, τουλάχιστον από τις μπροστινές σειρές.
![Covnt_05](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/1a/1aee9a08d0b546c589c8e386b4663b72.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Οι Covenant, τώρα, δεν μας έκαναν να περιμένουμε πολύ, αφού τήρησαν απόλυτα το χρονοδιάγραμμα που είχε ανακοινωθεί για τη βραδιά. Από την αρχή, μάλιστα –μέχρι να ολοκληρωθεί το μακροσκελές intro και να ακούσουμε τον Eskil Simonsson να αναφωνεί "OK, let's do this"– φάνηκε ότι είχαν σκοπό να στηθούν απέναντί μας με άκρως θεατρικό τρόπο, παρουσιαζόμενοι ως φιγούρες στην ομίχλη: τα εφέ καπνού που τύλιξαν τη σκηνή θα έμεναν εκεί μέχρι τη λήξη της συναυλίας, δημιουργώντας μια επιβλητικά θολή αχλή, την οποία οι Σουηδοί θα "πότιζαν" με τη γοτθική τους μελαγχολία.
![Covnt_06](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/8d/8dd623579a7c4f05b9ad3eda4250fe0e.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Η λέξη "γοτθική", βέβαια, ίσως εγείρει ενστάσεις, καθώς οι Covenant δεν προσδιορίζονται συνήθως έτσι, προτιμώντας μια ηλεκτρονική ταυτότητα, η οποία ισορροπεί σε ετικέτες όπως EBM και synthpop. Και είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της συναυλίας σε έκαναν συχνά να σκεφτείς καλλιτέχνες σαν τους Kraftwerk, τους Depeche Mode, ακόμα και τους ...Culture Beat, αφού τα euro beats του δημοφιλέστατου "Dead Stars", λ.χ., που έκανε το "Arch" να ξεσπάσει σε κραυγές και χορευτικές κινήσεις, παρέπεμπαν ευθέως σε εποχές μαζικής κυριαρχίας τέτοιων γκρουπ. Όλες αυτές οι τελείες, ωστόσο, ενώνονται τελικά σε ένα αισθητικό σκοτάδι με σαφώς goth καταβολές (στίχοι, τενόρο απολήξεις των φωνηέντων, μελωδίες των synths κ.ο.κ.), του οποίου η σκούφια κρατά από τους Sisters Of Mercy.
![Covnt_07](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/a4/a4f8067897474d8f9561df72e4f590e9.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Το νερό, εντωμεταξύ, είχε μπει στο αυλάκι ήδη πριν το ξέσπασμα του "Dead Stars": οι πρώτες σεισμικές δονήσεις ανάμεσα στους παριστάμενους καταγράφηκαν σαν ήχησε το "Feedback", ενώ σε εξώστη και στη μπροστά από το μπαρ έκταση υψώθηκε διακριτό κύμα ενθουσιασμού χάρη στο "Bullet". Αλλά και μετά το "Dead Stars", η χορευτική/σωματική διάσταση των δημιουργιών του σουηδικού γκρουπ εκπροσωπήθηκε επάξια από το "Tour De Force", μέχρι που ήρθε το "Invisible & Silent" να ορίσει μια περίοδο εμφανούς κοιλιάς στο set τους: είναι κι ένα στιγμιότυπο, άλλωστε, που σε συναυλία κάποιου πιο εμφανώς mainstream καλλιτέχνη θα σηματοδοτούσε το άναμμα των αναπτήρων (ή των φακών των κινητών, για μια πιο επίκαιρη αναφορά).
Ισχύει, λοιπόν, το σχόλιο που έκανε ο συνάδελφος και φίλος Αντώνης Ξαγάς, καθώς βαδίζαμε προς την έξοδο: αν οι Covenant είχαν παίξει λιγότερο, όπως έπραξαν στη Θεσσαλονίκη, λ.χ., ίσως να εξασφάλιζαν μια πιο σφιχτοδεμένη performance. Μικρό το κακό, πάντως, γιατί δεν άργησαν να ξαναβρούν τη σωστή "χημεία" μεταξύ ψυχρής, μετρονομικής αυστηρότητας και του τσακισμένου εκείνου ρομαντισμού που ενυπάρχει σε κομμάτια σαν το "Ignorance & Bliss", κάνοντάς τα να μοιάζουν σαν λοξοδρομημένοι darkwave επίγονοι μιας τυπικά schlager αισθητικής.
![Covnt_08](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/d5/d56f67d497a347deb2d85b43112f63a5.jpg?v=1&maxwidth=650&)
Ιδιαίτερα κινητικός μέσα στη θολούρα της σκηνής, εντωμεταξύ, ο Eskil Simonsson τραγούδησε υπέροχα σε όλη τη διάρκεια του set, ενώ ευχαρίστησε συχνά και το κοινό για τις αντιδράσεις του. Ανέλαβε όμως και την τήρηση των υποσχέσεων της μπάντας, που μέσω του Facebook event της συναυλίας είχε ρωτήσει ποια τραγούδια που δεν ακούγονταν συχνά θα ήθελαν να παιχτούν. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν, λοιπόν, επιλέχθηκε το "Leviathan", ενώ λίγο αργότερα ήρθε και το "Ritual Noise", ορίζοντας το τέλος της κανονικής διάρκειας της βραδιάς.
Ασφαλώς, τα "we want more" αντήχησαν σχεδόν με το που άφησαν οι Covenant τη σκηνή, όπου δεν καθυστέρησαν να ξαναφανούν –όσο σχετικό κι αν ήταν κάτι τέτοιο, μέσα στις ομιχλώδεις συνθήκες. Το "Like Tears In The Rain" έγινε δεκτό με ιαχές και παίχτηκε υπέροχα, στο μεταίχμιο επικότητας και αδυσώπητης θλίψης που το διακρίνει, ενώ το οριστικό φινάλε της βραδιάς αποτυπώθηκε πανηγυρικά χάρη στα άψογα εκτελεσμένα "Lightbringer" και "Call Τhe Ships Τo Port", που δημιούργησαν έναν νέο, τελικό παλμό ενθουσιασμού απ' άκρη σ' άκρη στο κατάμεστο "Arch".