Μέσα σε διάστημα ενός μήνα το Mέγαρο Mουσικής Αθηνών φιλοξένησε δύο από τις σημαντικότερες μέχρι τώρα εκδηλώσεις της φετινής χρονιάς, που προσέφεραν σπάνιες μουσικές απολαύσεις.
Στις 16/10 και στο πλαίσιο ευρωπαϊκής περιοδείας, ο σπουδαίος Καταλανός γκαμπίστας και αρχιμουσικός Ζόρντι Σαβάλ παρουσίασε στην "Aίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" ένα πρόγραμμα με έργα Μέντελσον, επικεφαλής του ισπανικού, πλην πολυεθνικής σύνθεσης συνόλου του οργάνων εποχής "Le Concert des Nations". Ο 82χρονος μουσικός φημίζεται εδώ και μισό αιώνα για τις ερμηνείες του σε έργα της εποχής του μπαρόκ αλλά και στις παραδοσιακές μουσικές των χωρών της Μεσογείου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, με το ίδιο φιλέρευνο πνεύμα, έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στην εποχή του κλασικισμού (Μότσαρτ, Μπετόβεν) και του ρομαντισμού (Σούμπερτ και πρόσφατα Μέντελσον). Και αυτές οι εξορμήσεις του σε διαφορετικές ζώνες του ρεπερτορίου βασίζονται στη διεξοδική έρευνα των πρωτοτύπων παρτιτούρων και επιχειρούν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις των συνθετών και τον "αυθεντικό" τρόπο εκτέλεσης των έργων τους.
Η βραδιά ξεκίνησε με την 4η Συμφωνία ("Ιταλική") του Μέντελσον. Αν και δεν ανέφερε κάτι σχετικό το πρόγραμμα, ακούσθηκε όχι η καθιερωμένη εκδοχή του 1833 (που δεν είναι η τελική) αλλά αυτή, λιγότερο γνωστή του 1834, που διαφέρει κατά τόπους, κυρίως ως προς την ανάπτυξη των μελωδικών θεμάτων των τριών τελευταίων μερών. Αμφότερες τις εκδοχές αντιπαρέβαλε στην τελευταία δισκογραφική του κατάθεση (AliaVox, 2023).
Κοιτάζοντας περισσότερο προς την κομψότητα του ύστερου κλασικισμού παρά προς τον πρώιμο ρομαντισμό, η ερμηνεία του έσφυζε από δροσιά, παλμό και ρυθμική ακρίβεια, ιδίως στα γρήγορα μέρη (το εναρκτήριο allegro vivace και το έξοχο καταληκτικό saltarello), ενώ φώτισε σειρά λεπτομερειών, που, πάντως, μόνο ένα πιο έμπειρο αφτί θα μπορούσε να εντοπίσει! Ιδιαίτερα αξιοποιήθηκαν η μεγάλη κινητικότητα του συμφωνικού ειρμού, η προσεγμένη φραστική και η ωραία ανάδειξη του μελωδικού υλικού από τα αέρινα, χωρίς βιμπράτο έγχορδα εποχής, με εξάρχουσα την …επί βάθρου καθήμενη Λίνα Τουρ-Μπονέτ, μία από τις σπουδαιότερες σήμερα μπαρόκ βιολίστριες. Βέβαια, τις ισορροπίες (ιδίως δυναμικών) ανέτρεπαν συχνά τα όξινα, στριγκά χάλκινα και τα κάπως αβαρή, "διακοσμητικά" ξύλινα (και δη τα φλάουτα), όπως έγινε έντονα αισθητό τόσο στο αρκετά σβέλτο andante con moto όσο και σ’ένα αρκούντως κινητικό μενουέτο.
Η θυελλωδών ταχυτήτων διεύθυνση του Σαβάλ και η ιδιαιτερότητα των ηχοχρωμάτων των οργάνων εποχής δεν επέτρεψε, πάντως, να φωτισθεί ανάγλυφα η ευρύτερη παλέτα διαθέσεων (όπως η μελαγχολία) και κλιμάτων που εμπεριέχονται σ’ένα έργο κυρίαρχης, σίγουρα, εξωστρέφειας, που αντανακλά εντυπώσεις του συνθέτη από ταξίδι του στην Ιταλία. Μικρές ενστάσεις για μία οπωσδήποτε ευφρόσυνη συναυλιακή εμπειρία…
Πολύ επιτυχέστερη πρόβαλε η εκτέλεση ολόκληρης της σκηνικής μουσικής που ο Μέντελσον έγραψε για το σαιξπηρικό "Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας". Σε αυτήν συνέπραξαν το γυναικείο σκέλος της Εθνικής Χορωδίας της Καταλωνίας, ως σολίστ η Βελγίδα υψίφωνος Φλόρε φαν Μέερσε και η Κροάτισσα μεσόφωνος Ντιάνα Χάλλερ και, ως αφηγητής, ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Εντυπωσίασε εν προκειμένω κατ’αρχάς η απίστευτα αιθέρια διαφάνεια ήχου ορχήστρας και χορωδίας, αλλά και το φωτεινό τίμπρο της φαν Μέερσε, καθώς δικαίωσαν με αμιγώς μουσικούς όρους τον ονειρικό κόσμο του δάσους και των ξωτικών. Εξίσου όμως ευχαρίστησε η θεατρική διάσταση της παρουσίασης, τόσο σε επίπεδο της νηφάλιας απαγγελίας του Μαρκουλάκη, εύληπτης εισαγωγής -εν είδει "γέφυρας"- στη δράση της κάθε σκηνής, όσο -και κυρίως- λόγω της αέναης κίνησης της 17μελούς χορωδίας, που "εισέβαλε" στη σκηνή από τον χώρο των ακροατών, τραγουδώντας (με θαυμαστό συντονισμό) και χορεύοντας ανάμεσα στους καθήμενους μουσικούς της ορχήστρας!
Το υποδειγματικής ακρίβειας και εστίασης τραγούδι χορωδών και μονωδών (ξωτικών), οι όμορφες συνηχήσεις μεταξύ των δύο σολίστ, τα περισσότερο εύροα -ήδη από την περίφημη Εισαγωγή- τέμπι του Σαβάλ (τι όμορφος, επίσημος βηματισμός στο δημοφιλές "Γαμήλιο εμβατήριο"!), η θαυμάσια ορχηστρική απόδοση με ιδιαίτερη μνεία στις καλαίσθητες παρεμβάσεις των χάλκινων πνευστών ("Νυχτερινό", "Πένθιμο εμβατήριο") απέδωσαν ποιητικά και με σπάνια γλαφυρότητα -με εξαίρεση την ενίοτε εξίσου ορατή απειλητική της διάθεση- την όλη νυχτερινή ατμόσφαιρα του έργου, ενθουσιάζοντας δίκαια το κοινό που γέμισε ασφυκτικά τη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου…
Εξίσου ασφυκτικά γέμισε, όμως, και η μικρή "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" ακριβώς ένα μήνα αργότερα (16/11) με αφορμή το ρεσιτάλ που έδωσε το εκλεκτό γαλλικό κουαρτέτο εγχόρδων "Ébène" ("Εμπέν"). Οι βιολιστές Πιερ Κολομπέ και Γκαμπριέλ Λε Μαγκαντύρ, η βιολίστα Μαρί Σιλέμ και ο Ιάπωνας τσελίστας Γιούγια Οκαμότο (που αντικατέστησε τον πολύ γνωστό Ραφαέλ Μερλέν) ερμήνευσαν τρία σημαντικά κουαρτέτα των 18ου, 19ου και 20ού αιώνων: το 3ο του έργου 20 του Χάϋντν (1772), το 15ο του Σούμπερτ (1826) και το 3ο του Μπάρτοκ (1927).
Οι ερμηνείες υπήρξαν αδιαμφισβήτητα υποδειγματικές από (δεξιο)τεχνικής πλευράς. Οι 4 μουσικοί συνδύαζαν όλες τις ποιότητες (τεχνικής, ήχου, συντονισμού, διαλόγου, αντίληψης, προσωπικότητας) που απαιτεί για τη δικαίωσή της η μουσική δωματίου. Η ευκολία με την οποία οι σολιστικές συνεισφορές τους διαδέχονταν τη συλλογική πράξη, με την οποία η κάθε "φωνή" εντασσόταν στο σύνολο ή διεκδικούσε ξεχωριστό ρόλο υπήρξε σκανδαλιστική! Ήσαν όμως λαμπρές και από πλευράς ουσίας, καθώς δικαίωσαν το εντελώς ιδιαίτερο ύφος και στίγμα κάθε έργου.
Στο 3ο από τα "Κουαρτέτα εγχόρδων του ήλιου" (έργο 20) του Χάϋντν θαύμασε κανείς την κλασική κομψότητα και χάρη της ανάγνωσης, που επέτρεψε την γλαφυρή προβολή του ιδιαίτερου μουσικού συντακτικού και των διαφορετικών διαθέσεων (θυελλώδη/ορμητική, λυρική, μελαγχολική). Υπό την αδιαπραγμάτευτη ηγεσία του Κολομπέ, οι 4 μουσικοί αποκάλυψαν την ομορφιά της συγκεκριμένης παρτιτούρας με σπάνια μεταξύ τους ώσμωση, φωτεινό, αψεγάδιαστης ορθοτονίας ήχο, ευπρόσδεκτα ευέλικτη φραστική και ευγενές συναίσθημα.
Από τον κλασικισμό του Χάϋντν, που -ας μην ξεχνάμε- διαμόρφωσε τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους του κουαρτέτου για έγχορδα, οι "Ébène" πέρασαν στον μοντερνισμό του Μπάρτοκ, ερμηνεύοντας με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνική και εκφραστική άνεση το 3ο από τα 6 κουαρτέτα του. Η σύντομη, ριζοσπαστική, εξπρεσιονιστική σύνθεση εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα όχι μόνο ως δείγμα πειραματισμού του συνθέτη με σειρά από τεχνικές (όπως τα sul ponticello, col legno και glissando), αλλά και για την ασυνήθιστη, διαρκώς κλιμακούμενη (μετά από ένα νυχτερινού λυρισμού moderato) δραματική ένταση, που αμβλύνουν μόνο τα ευφάνταστα επεξεργασμένα μελωδικά μοτίβα από ουγγρικούς παραδοσιακούς/λαϊκούς χορούς στο allegro.
Ολόκληρο το δεύτερο μέρος κάλυψε το 15ο και τελευταίο ολοκληρωμένο από τα κουαρτέτα εγχόρδων του Σούμπερτ. Η μεγάλης (σχεδόν 55λεπτης!) διάρκειας ρομαντική παρτιτούρα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και γοητευτικότερες της όλης εργογραφίας της μουσικής δωματίου. Το έντονο συναισθηματικό φορτίο της γραφής, αυτή η αέναη πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, προβλήθηκε μέσα από ένα παίξιμο απίστευτων διαβαθμίσεων ήχου και δυναμικών αλλά και μέσα από έντονες εναλλαγές διαθέσεων, τις οποίες νοηματοδοτούσαν ασύλληπτες λεπτομέρειες άρθρωσης, στίξεις/παύσεις, εμφάσεις. Με πόση εκφραστικότητα δόθηκε η ανησυχία του εκτενούς εναρκτήριου allegro molto moderato, η πένθιμη διάσταση του andante, η ζωντάνια του scherzo-allegro vivace, η γαλήνη και η αισιοδοξία του καταληκτικού allegro assai! Μια ερμηνεία αναφοράς που έρευσε με απόλυτα αβίαστη αφηγηματική ευφράδεια…
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Ο Καταλανός αρχιμουσικός Ζόρντι Σαβάλ διευθύνει το σύνολο "Le Concert des Nations" σε συναυλία στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (16/10)