Στο κατώφλι (πια) των 80 ετών, ο Billy Cobham μπορεί να συνεχίζει ακάθεκτος τις συναυλίες, χαίροντας ευρύτατης εκτίμησης ως ένας από τους σπουδαιότερους ντράμερ του τζαζ γαλαξία, όμως δεν βγαίνει και τόσο εύκολα σε παγκόσμιες περιοδείες. Εκτός κι αν υπάρχει λόγος σοβαρός.
Κάτι, ας πούμε, που συμβαίνει φέτος, καθώς συμπληρώθηκαν 50 στρογγυλά χρόνια από την κυκλοφορία του "Spectrum" (1973): δουλειάς που όρισε μεν το ξεκίνημα μιας προσωπικής δισκογραφίας, μα έχτισε παράλληλα κι έναν ολόδικό της θρύλο. Ο οποίος είδε το άλμπουμ να γίνεται ισχυρό σημείο αναφοράς στη fusion πλευρά των τζαζ πραγμάτων, αποκτώντας μια εμβέλεια που, με τον καιρό, έφτασε έως τους Massive Attack και το κοινό που ακολούθησε τα πιο ψαγμένα ηλεκτρονικά των βρετανικών 1990s.
Αυτός ο μισός αιώνας "Spectrum", λοιπόν, δεν γινόταν να περάσει έτσι αθόρυβα. Η Ελλάδα, μάλιστα, μπήκε εξαρχής στον σχεδιασμό της σχετικής τουρνέ, με τον Billy Cobham να αναμένεται στην Αθήνα τον Μάιο για το club πρόγραμμα του φετινού Athens Jazz –του μακροβιότερου εν ενεργεία μουσικού θεσμού της πόλης. Απρόβλεπτα θέματα προγραμματισμού, όμως, ανάγκασαν τη συναυλία να αναβληθεί και να μετακομίσει για την Παρασκευή 10/11, στην κεντρική σκηνή του "Gazarte". Όπου ο Cobham θα εμφανιστεί πλαισιωμένος από μουσικούς με "βαριά" βιογραφικά, σαν τον Rocco Zifarelli (επί 23 χρόνια κιθαρίστα του Ennio Morricone), τον μπασίστα Michael Mondesir (κατά καιρούς συνεργάτη του Jeff Beck, μα και της Whitney Houston) και τον πληκτρά Gary Husband (γνωστό από τις συμπράξεις του με τον John McLaughlin).
Από την άλλη, βέβαια, παρά τη δικαιολογημένη έμφαση στο "Spectrum", οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Cobham είχε ήδη χτίσει ένα γερό όνομα όταν το κυκλοφόρησε. Γεννημένος στον Παναμά, μα μεγαλωμένος στις Η.Π.Α., ακολούθησε από παιδάκι τα μουσικά βήματα του πατέρα του, εστιάζοντας σταθερά στα ντραμς, τα οποία του πρόσφεραν και το απαραίτητο μεροκάματο στα ύστερα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όταν βρέθηκε να δουλεύει ως session οργανοπαίκτης στην περίφημη Atlantic Records, όπου ηχογράφησε με τον George Benson και τον Grover Washington Jr. Η καθοριστική στιγμή στην καριέρα του, ωστόσο, ήρθε τον Απρίλιο του 1970, όταν ο Miles Davis τον κάλεσε στο γκρουπ που έφτιαξε το άλμπουμ "Jack Johnson" (1971): ήταν το πρώτο του μακροβούτι στον fusion κόσμο του jazz rock της εποχής, το οποίο του είχε ήδη κεντρίσει το αφτί.
Οι ηχογραφήσεις αυτές, πέρα από την ορατότητα που έφεραν σε επίπεδο αμερικάνικων charts ή τη σχέση εκτίμησης που δημιούργησαν με τον Miles Davis –ο οποίος θα καλούσε τον Cobham και στον δίσκο "Big Fun"– έγιναν διαβατήριο για τη συνίδρυση των Mahavishnu Orchestra: ενός σχήματος καθοριστικού για την περαιτέρω επέκταση της fusion αισθητικής, το οποίο έφερε τον Παναμεζοαμερικάνο ντράμερ δίπλα στον σπουδαίο John McLaughlin. Πράγματι, παραμένει πολύ δύσκολο να αποτιμήσεις σωστά το "Spectrum" αν το δεις ξεκομμένο από τον εν λόγω κορμό ή από άλμπουμ σαν το "The Inner Mounting Flame" (1971).
Παράλληλα, πάντως, το "Spectrum" δεν είναι απλώς ένα λαμπρό απότοκο αυτών των διεργασιών. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι, συνεργαζόμενος με τον Davis και τον McLaughlin, ο Cobham είχε την ευκαιρία να ξετυλίξει ένα δεινό ταλέντο σε μικρό χρονικό διάστημα, εξαπολύοντας μια φοβερή εκτελεστική δύναμη, που συνδυαζόταν με την ικανότητά του να συλλαμβάνει ρυθμικά μοτίβα ιδιαίτερα και απαιτητικά, τα οποία του χάρισαν έναν διακριτό χαρακτήρα ως μουσικού. Αλλά με το "Spectrum" ανέβηκε σκαλί, δείχνοντας ότι δεν ήταν μόνο ένας ευφυέστατος βιρτουόζος, αλλά κι ένας άνθρωπος ικανός να λειτουργήσει και ως δημιουργός. Κι αν ο Robert Christgau δεν το είδε, απορρίπτοντας τον δίσκο σαν μονοδιάστατο –σε μία από τις πολλές του αποτυχίες ως κριτικού– κομμάτια σαν το "Stratus" δημιούργησαν διαρκή αίσθηση. Η οποία πέτυχε να δρασκελίσει τις δεκαετίες, φτάνοντας ως τους Massive Attack, οι οποίοι, εντυπωσιασμένοι, το σάμπλαραν για το "Safe From Harm"· τραγούδι που τους βοήθησε (μαζί με τα υπόλοιπα του "Blue Lines") να ανατείλλουν ως ηλεκτρονική δύναμη στα πρώιμα 1990s.
Μισό αιώνα μετά, βέβαια, η τζαζ έχει βρεθεί να ασθμαίνει καθώς ανηφορίζει τον 21ο αιώνα, αφού οι δημιουργικές της ανησυχίες, αν και καλλιτεχνικά ζωντανές, έχουν χάσει σημαντικό μέρος της παλιότερης επαφής που διατηρούσαν με ένα ευρύτερο κοινό: στα δικά του χρόνια, λ.χ., ένας δίσκος σαν το "Spectrum" είχε τα περιθώρια να σκαρφαλώσει στο #26 της Αμερικής, αποφέροντας χειροπιαστά οφέλη στον Cobham –και οικονομικά, αλλά και σε επίπεδο διεθνούς αναγνωρισιμότητας. Πλέον κάτι ανάλογο φαντάζει ως εξαιρετικά δύσκολο για τους νεότερους μουσικούς του χώρου.
Από την άλλη, το γεγονός ότι η γενιά του Cobham παραμένει παρούσα στα τζαζ πράγματα (έστω και για λίγο ακόμα, όπως μας θύμισε το καλοκαίρι και η αποχαιρετιστήρια εμφάνιση του Herbie Hancock), πέρα από το να δημιουργεί ευκαιρίες για ξεχωριστές συναυλιακές βραδιές στην Αθήνα –σαν την επικείμενη στο "Gazarte"– λειτουργεί και με μια αίσθηση φάρου για όσους πλέουν προς το αχαρτογράφητο μέλλον.