Ήταν αληθώς δύσκολο να μη βγάλει κάπου καλά μια τόσο προσεγμένη και μελετημένη συναυλία, όπου όλα έδειχναν να έχουν τοποθετηθεί στη θέση τους με ιδιαίτερη σπουδή και επιμέλεια, υπό τη σκέπη του Ιδρύματος Βυζαντινής & Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Κι ας ήταν πολλά τα πρόσωπα που παρέλασαν από τη σκηνή το γλυκό βράδυ της πρώτης μέρας του Οκτώβρη. Κι ας ήταν μακρά η διαδρομή την οποία κλήθηκε να κάνει μαζί τους το κοινό, ξεκινώντας από τους πρώιμους χριστιανικούς ύμνους της ύστερης αρχαιότητας, διασχίζοντας τις εκτάσεις του δημοτικού τραγουδιού, φτάνοντας, εν τέλει, στο έργο εκείνο του Μίκη Θεοδωράκη το οποίο έχτισε τα θεμέλιά του με μνήμες από τις μέρες τις βυζαντινές.
Το Ηρώδειο δεν βγήκε sold out, αλλά η προσέλευση ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Πράγμα που είχε την ειδική του σημασία, αφού μέρος των εσόδων της βραδιάς θα κατέληγε σε υποτροφίες μαθητών του Ιδρύματος Βυζαντινής & Παραδοσιακής Μουσικής (για το τρέχον σπουδαστικό έτος). Πολλοί, δε, από όσους είχαν λάβει θέσεις από νωρίς ανέμεναν ότι θα έβλεπαν και τον Ιερώνυμο Β' να καταφτάνει στην πρώτη σειρά. Όμως ανειλημμένες υποχρεώσεις κράτησαν τον μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος μακριά: αντ' αυτού, λοιπόν, εμφανίστηκε εκπρόσωπός του, μεταφέροντας σύντομο και περιεκτικό χαιρετισμό, ο οποίος λειτούργησε και ως έναρξη της βραδιάς. Ο ίδιος, μάλιστα, θα την ολοκλήρωνε και 3 ώρες μετά, αναφερόμενος στα όσα μπορεί να πετύχει ο λαός μας όταν μένει ενωμένος, πριν καλέσει το συγκεντρωμένο πλήθος να δοξάσει τον Θεό.
Αν και το κυρίως ενδιαφέρον του κόσμου εστιάστηκε στους τρεις βασικούς ερμηνευτές της βραδιάς –τον Βασίλη Σκουλά, τον Δημήτρη Μπάση και τη Σοφία Μάνου– ραχοκοκαλιά της συναυλίας στάθηκε η Ορχήστρα "Κανών" της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Ένα καταπληκτικό σύνολο μουσικών, το οποίο πρόσφερε παιξίματα μεστά και μετρημένα σε μια ευρεία γκάμα ρεπερτορίου, φανερώνοντας ζηλευτό εκτελεστικό επίπεδο. Στη διευρυμένη σκηνή του Ηρωδείου παρατάχθηκαν με επικεφαλής τον διευθυντή τους Γεώργιο Δεμελή, ο οποίος έπαιξε και κανονάκι. Την παράσταση, ωστόσο, έκλεψε ο αεικίνητος κιθαρίστας με τις ξεσηκωτικές χειρονομίες με τις οποίες έδινε οδηγίες στους συνοδοιπόρους του στο δεξί άκρο (ενίοτε και στο κοινό), σωματικοποιώντας γλαφυρά το πώς έζησαν εκείνοι την περίσταση.
Ξεχωριστή παρουσία, όμως, είχε και μια 33μελής χορωδία ψαλτών, η οποία εκκίνησε τη συναυλία αποδίδοντας το "Φῶς Ἱλαρόν": έναν από τους αρχαιότερους ύμνους της Χριστιανοσύνης, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν ακόμα η εκκλησία παρέμενε μία και αδιαίρετη. Τέθηκε, έτσι, ένα ιστορικό σημείο εκκίνησης για την πορεία των όσων θα ακούγαμε, που είχε όμως και τη σημειολογική του αξία, αφού το ιλαρό αυτό φως πέρασε αργότερα και στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου που θα μελοποιούσε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η χορωδία τραγούδησε και το "Απολυτίκιο Του Αποστόλου Παύλου", ενώ, αργότερα, θα βλέπαμε και τον διευθυντή της, τον αρχιμανδρίτη Ειρηναίο Νάκο, να άδει το "Ανοίγω Το Στόμα Μου" (από το Άξιον Εστί), βρίσκοντας έναν ελκυστικά δικό του τρόπο να το προσεγγίσει, που δικαίως καταχειροκροτήθηκε.
Προς το τέλος πια της συναυλίας, οι ψάλτες παρατάχθηκαν ξανά στο πάνω μέρος της σκηνής, παρέα με την επίσης συμμετέχουσα Παιδική Χορωδία Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, η οποία είχε έρθει ντυμένη στα λευκά, με αναμμένα κεράκια ανά χείρας και είχε ήδη δώσει διαπιστευτήρια λέγοντας το "Τριζόνι". Αρχικά, η παρουσία τους φάνηκε διακοσμητική, απλά δηλαδή για να δοθεί ένα βάθος στην κορύφωση της βραδιάς με το "Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ" και για να λάβουν μερίδιο από το τελικό χειροκρότημα. Αλλά δεν ήταν έτσι, γιατί το φινάλε είχε σχεδιαστεί να είναι δικό τους, με μια θαλερή, ομαδική εκτέλεση στον "Ακάθιστο Ύμνο", όπου όλο το Ηρώδειο σηκώθηκε όρθιο και σιγοτραγούδησε "τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια".
Ως προς τη ροή της, τώρα, η συναυλία είχε δύο διακριτά μέρη, με το δεύτερο και κάπως πιο εκτενές χρονικά να αφιερώνεται στο βυζαντινής έμπνευσης έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί είναι που ήρθαν επί σκηνής και τα έξοχα μπουζούκια της ορχήστρας, αλλά και η καλλιτεχνική διευθύντρια της συναυλίας, η πιανίστρια και παλιά συνεργάτιδα του συνθέτη Τατιάνα Παπαγεωργίου, βάζοντας, έτσι, μια τελική πινελιά στη συνολική σύλληψη της σκηνοθέτριας Ελισάβετ Παπαγεωργίου για τη βραδιά. Το πρώτο μέρος, πάλι, πέρασε ομαλά από τους πρωτοχριστιανικούς ύμνους στο δημοτικό τραγούδι, με τη Σοφία Μάνου, τον Δημήτρη Μπάση και τον Βασίλη Σκουλά να πηγαινοέρχονται στο μικρόφωνο, πριν βρεθούν και οι τρεις μαζί για μια σφριγηλή εκτέλεση στο παραδοσιακό της Κρήτης "Όσο Βαρούν Τα Σίδερα", που έγινε δεκτό με ιαχές ενθουσιασμού και παλαμάκια, δημιουργώντας ατμόσφαιρα γλεντιού στις κερκίδες.
Σταθερά συνεργαζόμενη με την Ορχήστρα "Κανών" κι έχοντας συνυπάρξει επιτυχώς με τον Δημήτρη Μπάση και σε άλλες εκδηλώσεις, η Σοφία Μάνου είχε μεγάλη άνεση πάνω στη σκηνή, όπου εμφανίστηκε με ένα εντυπωσιακό λευκό φόρεμα, ζωσμένο με χρυσή ζώνη. Αναλόγως εντυπωσιακή, όμως, στάθηκε και η φωνή της, η οποία διαθέτει λαμπερά χαρίσματα τόσο στις ψηλές νότες, όσο και στις χαμηλές, που έδειξαν σε διάφορες περιστάσεις τη θητεία της στο βυζαντινό μέλος και στην παραδοσιακή μουσική.
Παρ' όλα αυτά, οι τρόποι με τους οποίους προσέγγισε το υλικό της βραδιάς που της αναλογούσε, δεν ήταν πάντοτε οι ενδεδειγμένοι. Το θρακιώτικο "Γιατί Πουλί Μ' Δεν Κελαηδείς", για παράδειγμα, βγήκε νομίζω υπέρ το δέον απαστράπτον για τον θρηνητικό του χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον θεομητορικό ύμνο "Την Τιμιωτέραν Των Χερουβείμ", τον οποίον απέδωσε ωραία, συνοδεία της προαναφερόμενης χορωδίας ψαλτών. Στο θεοδωρακικό τμήμα της βραδιάς, πάλι, κάπου ξέφυγε μέσα στις ψηλές νότες η λαϊκή ταυτότητα του "Σε Ποιο Βουνό", ενώ ίσως να χάθηκε κι εκείνο το κάτι που χάρισε κάποτε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά στο "Νύχτα Μέσα Στα Μάτια Σου", παρά τον εκφραστικό τρόπο με τον οποίον το είπε η Μάνου, έχοντας ως μόνη συνοδεία το πιάνο της Τατιάνας Παπαγεωργίου. Αλλά οι φωνητικές της δυνάμεις άστραψαν στο καλοστημένο ντουέτο με τον Μπάση για το "Από Παράθυρό Σου", ενώ τραγούδησε με υποδειγματική ζέση και ανάταση το "Στην Ανατολή", κάνοντας το Ηρώδειο να παραληρεί.
Ο Δημήτρης Μπάσης, με τη σειρά του, ήταν το όνομα στο οποίο θεμελιώθηκε η απήχηση της βραδιάς στο ευρύτερο κοινό και δεν είναι τυχαίο ότι δέχτηκε ηχηρό, άφθονο χειροκρότημα σε πολλές και διαφορετικές στιγμές –με μια κυρία από τις πρώτες σειρές, ειδικά, να βροντοφωνάζει "μπράβο Μπάση!", συγκινημένη από τις επιδόσεις του στο "Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ", που ήταν, πράγματι, θαλερές. Στο τμήμα με τα δημοτικά τραγούδια, πάντως, η καλογυμνασμένη του φωνή ίσως να μπέρδεψε τα πράγματα: όλα σωστά ήταν σε επίπεδο γυρισμάτων, ας πούμε, όλα ορθώς τοποθετημένα στις αντιστίξεις με το κλαρίνο, νομίζω όμως ότι ο ακριτικός χαρακτήρας του πελοποννησιακού "Όλα Τα Πουλιά" δεν αναπνέει με μια τόσο ατσαλάκωτη προσέγγιση.
Το θέμα του "τσαλακώματος", μάλιστα, το ξανασκέφτηκα και στο δεύτερο τμήμα, όπου ο Μπάσης αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστική φιγούρα –δικαιωματικά, καθώς είναι ένα λαρύγγι που επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Θεοδωράκη για συνεργασίες, όσο βρισκόταν εν ζωή. Ακούγοντάς τον δηλαδή στα "Μέρα Μαγιού", "Της Ξενιτιάς (Φεγγάρι Μάγια Μου 'Κανες)" ή "Κράτησα Τη Ζωή Μου", σκέφτηκα ότι μόνος αυτός, από τις ανδρικές φωνές της εποχής μας, μπορεί να τα πει τέτοια τραγούδια δίχως να διακυβεύει το βάρος και την πειθώ τους, χάρη στα στέρεα, πειθαρχημένα και προφανώς μελετημένα πατήματά του στην παρακαταθήκη του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Την ίδια στιγμή, όμως, "ακούς" και την απόστασή του από τον τελευταίο: ένα συναισθηματικό κράτημα, δηλαδή, ένα κάτι σαν φράγμα. Με αποτέλεσμα να θαυμάζεις μεν τις δωρικώς καλλικέλαδες επιδόσεις στο "Μάνα Μου Και Παναγιά", μα να μην πολυπείθεσαι ότι κλαίει όντως και η Παναγιά, μαζί με τη χαροκαμένη μάνα.
Ο Βασίλης Σκουλάς, από την άλλη, αν και διαθέτει μια πιο συγκεκριμένη φωνή συγκριτικά με τις τεχνικές δυνατότητες του Μπάση –η οποία κρατιέται μεν πολύ καλά, μα φέρει πια και το βάρος 77 ετών στη δύναμή της– στάθηκε εκφραστικώς υπέροχα, "κρούοντας" όλες τις σωστές συναισθηματικές χορδές. Αποτυπώθηκε, έτσι, ως ποιοτικώς ακλόνητη σταθερά, που δεν έλαμψε μόνο στο πιο παραδοσιακό κομμάτι της βραδιάς (όπως αναμενόταν), αλλά και στα του Θεοδωράκη. Όπου, εξαιρουμένου ίσως του "Είμαστε Δυο", βρήκε τρόπους επικοινωνίας αβίαστα συνυφασμένους με το δικό του ηχόχρωμα.
Ο Ανωγειανός καλλιτέχνης έγινε δεκτός με κύμα από παλαμάκια όταν πρωτοπρόβαλλε στη σκηνή κρατώντας τη λύρα του κι έγινε αιτία μεγάλων ενθουσιασμών στη συνέχεια, οι οποίοι συμπυκνώθηκαν στην κραυγή "γεια σου άρχοντα!" που αντήχησε σε μια στιγμή στο Ηρώδειο, κάνοντάς τον να χαμογελάσει. Ο Σκουλάς δημιούργησε ανατριχίλα αποδίδοντας το ριζίτικο "Ο Διγενής Ψυχομαχεί" με έναν τρόπο έξοχα τοποθετημένο μεταξύ Βυζαντίου και Κρήτης, που εντυπώθηκε ξανά και στη συνέχεια, όταν είπε λ.χ. το "Σε Ψηλό Βουνό". Αργότερα, πάλι, όταν έφτασε η ώρα του Θεοδωράκη, έθεσε την εκφραστική του παλέτα στην υπηρεσία του "Με Το Λύχνο Του Άστρου", όπου τον συνόδευσε ωραία η Παιδική Χορωδία Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, ενώ είπε περίφημα και το "Εδώ Το Φως", βάζοντας όλη του την ερμηνευτική βροντή στον στίχο του Γιάννη Ρίτσου "Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει".
Προς το φινάλε, πια, οι τρεις βασικοί ερμηνευτές στάθηκαν δίπλα-δίπλα, μοιραζόμενοι, μεταξύ άλλων, μια πανηγυρική διασκευή στο "Στρώσε Το Στρώμα Σου Για Δυο". Όμως ο επίλογος της ανταπόκρισης αξίζει στο σύνολο εκείνο που σχεδόν τους έκλεψε την παράσταση: τον ρεθυμνιώτικο Όμιλο Βρακοφόρων Κρήτης, που ταξίδεψε στην Αθήνα ειδική γι' αυτήν τη βραδιά, παρουσιάζοντας παραδοσιακούς χορούς. Στους οποίους έδωσαν ρεσιτάλ και στην αρχική τους εμφάνιση, όταν πιάστηκαν ώμο με ώμο μοιάζοντας με πραγματικούς δεσποτάδες της αέναης κίνησης έτσι ως ήσαν ντυμένοι στα κατάμαυρα, αλλά και μετά, όταν φόρεσαν την ανωγειανή στολή με το χαρακτηριστικό μαχαίρι κάτω από τη ζώνη. Τα "μπράβο" αντήχησαν δυνατά απ' άκρη σ' άκρη στο Ηρώδειο, ενώ έντονα ήταν και τα σφυρίγματα κατά τη διάρκεια των επιδείξεών τους. Με λίγα λόγια, λοιπόν, καταχωρήθηκαν ως η σταυροβελονιά μιας πραγματικά αξιόλογης εκδήλωσης.