Πολλά ρίσκα πήρε φέτος το Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι (ROF). Η διοργάνωση σημαδεύθηκε από την πρώτη σκηνική παρουσίαση της όπερας "Εδουάρδος και Χριστίνα", με αφορμή την πρόσφατη αποκατάσταση της παρτιτούρας της από την Fondazione Rossini. Ήταν η τελευταία "επίσημη" παρτιτούρα του Ροσσίνι που αποκαταστάθηκε, εγχείρημα ιδιαίτερης σημασίας για όσους γνωρίζουν τη σημασία της μουσικολογικής παράλληλα με τη μουσική και παραστατική υπεράσπιση του έργου του από το ROF, που λειτουργεί ως ένα "μουσικολογικό εργαστήριο εφαρμοσμένης θεατρικής πράξης".
Από κει και πέρα, το να προταθούν μαζί του ακόμη δύο σχετικά άγνωστα έργα, όπως τα "Αυρηλιανός στην Παλμύρα" και "Αδελαΐδα της Βουργουνδίας", είχε ως συνέπεια να στερείται το φετινό cartellone κάποιας δημοφιλούς, μείζονος -κωμικής ή σοβαρής- όπερας από την τεράστια παραγωγή του συνθέτη. Να οφείλεται άραγε εκεί η σχετικά μειωμένη προσέλευση του κοινού, έστω και αν οι υπεύθυνοι επικοινώνησαν ότι η προσέλευση του - ως συνήθως, κυρίως μη ιταλικού- κοινού άρχισε να πλησιάζει τα προ της πανδημίας επίπεδα; Ίσως.
Ίσως πάλι οι αρκετές κενές θέσεις που παρατηρήσαμε να οφείλονται στο ότι όλες οι παραστάσεις φιλοξενήθηκαν στην τεράστια "Vitrifrigo Arena" (το κλειστό γήπεδο μπάσκετ της πόλης), αφού στο ιστορικό "Teatro Rossini" εκτελούνταν εργασίες, ενώ εκκρεμεί και η ολοκλήρωση ανακαίνισης του "Palafestival" (του κλειστού γυμναστηρίου στο κέντρο της πόλης).
Αρκετά, λοιπόν, τα διλήμματα για το Περουβιανό διευθυντικό δίδυμο του ROF, τον sovrintendente Ερνέστο Παλάσιο και τον καλλιτεχνικό διευθυντή Χουάν Ντιέγκο Φλόρες (αμφότεροι διάσημοι τενόροι – ο πρώτος μάλιστα αποτέλεσε μέντορα και μάνατζερ του δεύτερου!). Το λυρικό πρόγραμμα του φεστιβάλ συμπληρώνεται, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα, πέραν των καθιερωμένων ρεσιτάλ μπελκάντο ή των λυρικο-συμφωνικών ρεσιτάλ, και με εκδηλώσεις θρησκευτικής μουσικής και μουσικής δωματίου (ιδίως πιάνου). Ελλείψει χώρων, μετά από πολλά χρόνια επιστρατεύθηκε φέτος και το "Πειραματικό Θέατρο" (Teatro Sperimentale) -μία αίθουσα κινηματοθέατρου- στην καρδιά της πόλης, όπου διοργανώθηκαν τα περισσότερα από τα ρεσιτάλ αλλά και η ετήσια παράσταση του "Ταξιδιού στην Ρενς", που δίνουν οι απόφοιτοι της σπουδαίας "Accademia Rossiniana", βασικού μοχλού για την καλλιέργεια και ανάπτυξη του ροσσίνειου τραγουδιού και την παραγωγή νέας γενιάς καλλιτεχνών.
Ι. ΟΠΕΡΕΣ
Κοινό σημείο όλων των φετινών οπερατικών παραγωγών ήταν ότι αφορούσαν "ψευδοϊστορικά" έργα, γεμάτα από απαγορευμένους έρωτες (τενόρων για υψιφώνους, που προτιμούσαν …κοντράλτο!) και διάφορες περιπέτειες που κατέληγαν σε happy end. Επίσης, ότι όλες οι παρτιτούρες τους αποκαταστάθηκαν κριτικά πρόσφατα, δηλ. κατά την τελευταία δεκαετία.
Η μη νεανική όπερα "Εδουάρδος και Χριστίνα" δεν έτυχε της ιδιαίτερης φροντίδας του Ροσσίνι, που ασχολήθηκε μαζί της περιστασιακά, λόγω πολλών άλλων παράλληλων αναθέσεων. Το έργο ανέβηκε ουσιαστικά μόνο στη Βενετία το 1819 και επαναλήφθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά. Η δυσκολία της κριτικής αποκατάστασης της παρτιτούρας του έγκειτο και πάλι στο πλήθος των πηγών που ερευνήθηκαν και αξιοποιήθηκαν, οι οποίες και κατέδειξαν ότι από τα 26 μουσικά του μέρη 19 ήταν δάνεια από άλλες όπερες (πρωτίστως από την "Ερμιόνη", αλλά και από τις "Αδελαΐδα της Βουργουνδίας", "Ριτσιάρντο και Τζοράιντε"). Μολονότι η συγκεκριμένη, εξαιρετικά συνήθης στον Ροσσίνι πρακτική εκπορευόταν από χρηστικούς/πρακτικούς λόγους, προκαλεί μέχρι σήμερα θαυμασμό η ευφάνταστα διαφορετική δραματουργική αξιοποίηση των μουσικών δανείων από όπερα σε όπερα.
Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται στη βασιλική αυλή της Σουηδίας, προαναγγέλλοντας τίνι τρόπω τον "Χορό μεταμφιεσμένων" του Βέρντι. Το μενού περιλαμβάνει εξωτερικούς εχθρούς, ιστορίες απαγορευμένης αγάπης/γάμου, πατρικού μένους και συγχώρεσης.
Την παράσταση (17/8) σκηνοθέτησε ο -γνωστός μας από τον παλαιότερο "Τροβατόρε" της Λυρικής στο Ηρώδειο- Στέφανο Πόντα, ο οποίος, πιστός στη "συνολική" αντιμετώπιση ενός παραστατικού γεγονότος, υπέγραψε και σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς. Μέσα σε ασπρόμαυρο φόντο (πλην των μανδύων των πρωταγωνιστών), η προσεγμένη οπτικοποίηση διέθετε επισημότητα/μεγαλοπρέπεια, περιελάμβανε δε γιγαντιαία αγάλματα τύπου μαυσωλείου, μεταλλικά πλέγματα κλπ. Ο συνδυασμός αφαιρετικής σκηνοθετικής ματιάς και πλούσιας οπτικοποίησης -σήμα κατατεθέν των σε λογική installation παραστάσεων του Πόντα- μπερδεύει, βέβαια, τον θεατή, που κινείται στη σφαίρα άλλοτε του ονείρου άλλοτε της πραγματικότητας. Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο αν η πρωτίστως αισθητική, συνειδητά αντι-ρεαλιστική προσέγγιση (εξ)υπηρετεί το έργο, όταν αποφεύγει να "αντιμετωπίζει" τις αδυναμίες του! Τουλάχιστον, εν προκειμένω καθοδήγησε με θεατρικότητα το σύνολο της -αενάως κινούμενης- διανομής, ενώ κατάφερε να προσδώσει ενδιαφέρον στην απολύτως συμβατική δράση, χορογραφώντας την, μέσω μιας ομάδας χορευτών οι οποίοι ενσάρκωσαν σειρά ρόλων (υπαρκτών και μη!).
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η μουσική, που ανέδειξε επιτυχημένα, ιδίως ως προς το ρυθμικό της πλούτο, ο Ιταλός αρχιμουσικός Γιαντέρ Μπινιαμίνι, επικεφαλής μιας έξοχης Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της RAI (Τορίνο). Παρά την ωραία ομάδα σταθερού βασίμου, μεγαλύτερη διαφοροποίηση σε κλίματα, ατμόσφαιρες, διαθέσεις θα ήταν επιθυμητή και σε επίπεδο μουσικής διεύθυνσης.
Καθώς το έργο ήταν απαιτητικό και από φωνητικής πλευράς, ήταν ευχάριστο που η διανομή διέθετε τρεις πολύ καλούς Ιταλούς τραγουδιστές για τους "ισότιμους" πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σε ό,τι αφορά το απαγορευμένο -αν και παντρεμένο!- ζεύγος Εδουάρδου-Χριστίνας, τον πρώτο ενσάρκωσε πολύ πειστικά η έμπειρη μεσόφωνος Ντανιέλα Μπαρτσελλόνα, η οποία κάλυψε με την σκηνική της εμπειρία τις ρωγμές -ιδίως στη χαμηλή περιοχή- του άλλοτε πλούσιου τίμπρου: ευτυχώς γι’αυτήν η γραφή ευνοούσε την απόλυτα φερέγγυα υψηλή περιοχή! Ως Χριστίνα, η νεαρή υψίφωνος Αναστασία Μπάρτολι διέθετε εντυπωσιακή και πολύ έντονη σκηνική παρουσία που συνοδευόταν από ένα μεταλλικό τίμπρο με λαμπερές, δυνατές ψηλές νότες, μάλλον προσφορότερο για ρόλους του πρώιμου, νεανικού Βέρντι (που έχει ήδη αναλάβει). Τούτο φάνηκε και στο οπερατικό ρεσιτάλ που έδωσε (22/8) συνοδευόμενη στο πιάνο από τη μητέρα της Τσετσίλια Γκασντία, περίφημη σοπράνο με μεγάλη ιστορία στο Πέζαρο: φωνητικά, τουλάχιστον, η κόρη ελάχιστα θυμίζει τη μάνα και δασκάλα, που μπορεί όμως κάλλιστα να την μυήσει …στο ύφος και την αισθητική του ροσσίνειου τραγουδιού.
Τον γραμμένο για baritenore, εξίσου σημαντικό -και ψυχολογικά σαφώς πιο περίπλοκο- ρόλο του βασιλιά και πατέρα Κάρολου ερμήνευσε με νεύρο και αφοσίωση ο τενόρος Ενέα Σκάλα. Η πολύ απαιτητική γραφή, ειδικά στην υψηλή φωνητική περιοχή, τον έφερε, πάντως, συχνά στα όρια του.
Από την υπόλοιπη διανομή ευχαρίστησαν ο Ρώσος μπάσος cantante Γκριγκόρυ Σκάρουπα, με ωραία φωνή και ευγενή παρουσία ως Τζάκομο και ο Ιταλός τενόρος Ματτέο Ρόμα, απολύτως αξιόπιστος μουσικοδραματικά Ατλέι. Ικανοποιητική, αλλά όχι ανεπίληπτη, υπήρξε και η συμμετοχή της Χορωδίας του "Θεάτρου Ventidio Basso" του Άσκολι.
Η θερμότατη υποδοχή του κοινού έδειξε ότι το θεωρούμενο ως έλασσον έργο, ίσως αξίζει πραγματικά μίας δεύτερης ευκαιρίας...
Έτερη νέα παραγωγή, αυτή της όπερας "Αδελαΐδα της Βουργουνδίας" έφερε την υπογραφή ενός ακόμη γνωστού μας από παλαιότερες δουλειές του ("Καπουλέττοι και Μοντέκκοι", "Μαγικός Αυλός") στη Λυρική, του Γάλλου Αρνώ Μπερνάρ, που είχε εν προκειμένω ως βοηθό την ημέτερη Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου. Ο Μπερνάρ προσέφυγε στην τεχνική του "θεάτρου στο θέατρο", αλλά κάπως διαθλασμένα, υπό την έννοια ότι παρουσίασε όχι μια παράσταση της όπερας, αλλά το στήσιμό της στις πρόβες, "εντάσσοντας" τη ζωή των συμμετεχόντων καλλιτεχνών …στα επί σκηνής δρώμενα! Έτσι, η σοπράνο που ερμηνεύει την Αδελαΐδα είναι στην πραγματική ζωή ερωτευμένη με τον τενόρο που ερμηνεύει τον Αντελμπέρτο˙ όταν ανακαλύπτει ότι αυτός την απατά με μία χορεύτρια, τον εκδικείται με την …κοντράλτο που ερμηνεύει τον Όθωνα, τον οποίο και τελικά ερωτεύεται! Όταν η παράσταση ανεβαίνει κανονικά, στο φινάλε αντί για γάμο Αδελαΐδας-Όθωνα, ο τελευταίος της κάνει …πρόταση γάμου!
Η ιδέα ήταν έξυπνη και χαριτωμένη, διεκπεραιώθηκε άριστα (σκηνικά: Αλεσσάντρο Κάμερα – κοστούμια: Μαρία Κάρλα Ρικόττι) και με αβίαστο θεατρικό ρυθμό, αλλά έδειξε ελάχιστη "πίστη" στο έργο και την πρωτότυπη δραματουργία. Στην ουσία ….απέφυγε να το σκηνοθετήσει, μετατρέποντάς το μάλιστα σε μία κωμωδία, κάτι ξένο προς τις προθέσεις και τη μουσική του Ροσσίνι, που έγραψε μία …"σοβαρή" όπερα! Αυτονόητα, η οπωσδήποτε ευχάριστη παράσταση μάλλον προβλημάτισε…
Σε μουσικό επίπεδο, κατόπιν ενός ατυχήματος ο Ιταλός αρχιμουσικός Φραντσέσκο Λαντζιλόττα διηύθυνε μόνο την πρεμιέρα! Οι υπόλοιπες 3 παραστάσεις (και αυτή της 19/8 που παρακολουθήσαμε) δόθηκαν σε μουσική διεύθυνση του βοηθού του Ενρίκο Λομπάρντι, ο οποίος φώτισε γλαφυρά το μελωδικό πλούτο της πανέμορφης παρτιτούρας, με τη βοήθεια της για μια ακόμη φορά θαυμάσιας Συμφωνικής Ορχήστρας της RAI. Λόγω της όχι πάντοτε ιδανικής στάθμισης των ηχητικών όγκων και δυναμικών, η συνοδεία μονωδών και χορωδών (αυτών του "Θεάτρου Ventidio Basso" του Άσκολι) δεν υπήρξε, όμως, πάντοτε ανεπίληπτη.
Από πλευράς διανομής, η παραγωγή διέθετε ένα άρτιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι με απόλυτη γνώση της τεχνικής και του ύφους του ρομαντικού μπελ-κάντο. Με πολύ πιο γεμάτη φωνή σε σχέση με το παρελθόν, η Αδελαΐδα της Ρωσίδας υψιφώνου Όλγκας Περετυάτκο, λιγότερο ευαίσθητη και περισσότερο αποφασιστική, ξεχώρισε για τις ωραίες συνηχήσεις και τη σκηνική χημεία με την Αρμένισσα μεσόφωνο Βαρντούχι Αμπραχαμυάν, Όθωνα με απόλυτα ισορροπημένα ρετζίστρα και σκηνικό κύρος.
Στο ρόλο του Αντελμπέρτο ο Αμερικανός τενόρος Ρενέ Μπαρμπέρα ερμήνευσε μεν άριστα, με το σαγηνευτικό του ηχόχρωμα, τη βασική του άρια, αλλά η υπόκριση ήταν υποτονική. Ο πολύ καλός φωνητικά Μπερενγκάριο του βαθύφωνου Ρικκάρντο Φάσσι πρόβαλε υπέρμετρα νεανικός σκηνικά για ένα ρόλο πατέρα- βασιλιά, ενώ καλή ήταν η Ευρίκη της υψιφώνου Πάολα Λεότσι.
Η τρίτη -μόνη "παραδοσιακή"- παραγωγή του φετινού φεστιβάλ, αυτή του "Αυρηλιανού στην Παλμύρα" (18/8), είχε πρωτοπαρουσιασθεί το 2014, με αφορμή την ολοκλήρωση αποκατάστασης της παρτιτούρας της από τον Αμερικανό Γουίλ Κράτσφηλντ, που είχε αναλάβει και τη μουσική διεύθυνση. Η εκ νέου ακρόαση επιβεβαίωσε τις αρχικές εντυπώσεις ενός λυρικού έργου κάπως πρωτόλειου δραματουργικά αλλά πολύ ενδιαφέροντος μουσικά, του οποίου μεγάλα κομμάτια χρησιμοποίησε ο Ροσσίνι σε μεταγενέστερα έργα ("Ελισσάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας" και τον διάσημο "Κουρέα της Σεβίλλης").
Η Ντανιέλα Σκιαβόνε υπέγραψε την αναβίωση της λιτής δουλειάς του Μάριο Μαρτόνε. Αυτός αναπαρέστησε την τοποθετημένη στην συριακή Παλμύρα δράση με όρους παραμυθένιου κινηματογραφικού πέπλουμ: λίγα σκηνικά (ένας λαβύρινθος τελάρων/πλαισίων από γάζα) και καλαίσθητα κοστούμια "εποχής", ατμοσφαιρικοί φωτισμοί συνδυάσθηκαν με ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως η συχνή παρουσία επί σκηνής -και ως βωβού ρόλου- της τσεμπαλίστριας Χάνα Λη ή ακόμη αυτή αληθινών κατσικιών στη βουκολική σκηνή. Σχεδιασμένη αρχικά για το μικρότερο "Τεάτρο Ροσσίνι", η παράσταση έχασε σίγουρα μεγάλο μέρος της οικειότητας και της ποιητικής της από τη μεταφορά στην αχανή "Vitrifrigo Arena". Τουλάχιστον επεβίωσαν οι αφηγηματικές της αρετές, αλλά και το θεατρικό παίξιμο μεγάλης έντασης που εξασφάλισε ο καταξιωμένος Ιταλός σκηνοθέτης από τη διανομή, εστιάζοντας στην ψυχολογία των χαρακτήρων ως το κλειδί ερμηνείας μιας πλοκής που θίγει συγκρούσεις, όπως αυτές μεταξύ δυτικής εξουσίας-Ανατολής ή ακόμη ανδρών-γυναικών.
Χωρίς να φτάσει στα φωνητικά ύψη της αρχικής (που διέθετε δύο από τους ακμαιότερους ροσσίνειους τραγουδιστές της εποχής μας, τον Μάικλ Σπάιρς ως Ρωμαίο αυτοκράτορα και την Τζέσσικα Πραττ ως βασίλισσα της Παλμύρας Ζηνοβία), η φετινή διανομή υπήρξε ισορροπημένη.
Το πρωταγωνιστικό ζεύγος ενσάρκωσαν ο Ρώσος τενόρος Αλεξέι Ταταρίντσεφ και η Ισπανίδα υψίφωνος Σάρα Μπλανκ, που ανταπεξήλθαν άνετα στις δυσκολότατες τεσσιτούρες (ιδίως στην υψηλή περιοχή) των ρόλων τους. Ανεξαρτήτως της αρτιότητας του "ιταλικού" τραγουδιού και της εκφοράς λόγου, η προσωπογραφία του πρώτου -που δεν έχει τη φωνή baritenore που ζητά ο ρόλος- πρόβαλε κάπως ωχρή. Παρότι το ελαφρύ λυρικό τίμπρο της στερούνταν πιο ευδιάκριτης "υπογραφής", η Μπλανκ υπήρξε μια θαυμάσια δεξιοτεχνικά (τεχνική, κολορατούρα) Ζηνοβία, ανέδειξε έξοχα την ευαισθησία και τα διλήμματα του χαρακτήρα, ενώ διέθετε καλύτερη μουσικοδραματική "χημεία" από την προκάτοχό της με τον -εκ τρίτου πρωταγωνιστή- Αρσάκη.
Στον απαιτητικότατο αυτό ρόλο τις εντυπώσεις έκλεψε η μουσικότατη Ιταλίδα μεσόφωνος Ραφαέλλα Λουπινάτσι, με θερμό ηχόχρωμα -που έδεσε σε θαυμάσιες συνηχήσεις με αυτό, πιο μεταλλικό της Μπλανκ- και ψυχολογικά πειστική υπόκριση. Από τους μικρότερους ρόλους ξεχώρισαν ο Νοτιοαφρικανός τενόρος Σάννυμποϊ Ντλάντλα (Οράσπης) και η Ιταλίδα μεσόφωνος Μάρτα Πλούντα (Πούμπλια), ενώ καλά απέδωσε τα πανέμορφα χορωδιακά μέρη η Χορωδία του "Τεάτρο Φορτούνα" του Φάνο.
Η παράσταση είχε και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού τη μουσική διεύθυνση ανέλαβε ο Γιώργος Πέτρου, ο κατά γενική ομολογία καλύτερος αρχιμουσικός της φετινής διοργάνωσης, επικεφαλής μιας αξιόπιστης αλλά μάλλον θαμπής ηχητικά Συμφωνικής Ορχήστρας "Ροσσίνι". Η ευέλικτη, μοναδικής ρευστότητας διεύθυνσή του ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό τον αρμονικό και ρυθμικό πλούτο και τις πολυστυλιστικές επιρροές της παρτιτούρας, διέθετε άποψη, ενώ υποστήριξε θαυμάσια τους τραγουδιστές.
ΙΙ. ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΡΕΣΙΤΑΛ
Από τις λοιπές φετινές εκδηλώσεις, παρακολουθήσαμε στο - όχι ιδανικής ακουστικής- "Πειραματικό Θέατρο" δύο 80λεπτης διάρκειας ρεσιτάλ γνωστών Ιταλίδων τραγουδιστριών της νεώτερης γενιάς.
Στις 17/8, η καταξιωμένη υψίφωνος Ρόζα Φέολα έδωσε ένα ρεσιτάλ με καβατίνες για υψίφωνο από όπερες του Ροσσίνι συνοδευόμενη από την Συμφωνική Ορχήστρα "Ροσσίνι" υπό τον Ιταλό αρχιμουσικό Σέστο Κουατρίνι. Το πρόγραμμα περιελάμβανε τις καβατίνες της Νινέττας από την "Κλέφτρα κίσσα", της Φιορίλλας από τον "Τούρκο στην Ιταλία", της Σεμιράμιδος από την ομώνυμη όπερα και την μεγάλη σκηνή και καβατίνα της Αμεναΐδος από τον "Τανκρέδο".
Κάτοχος ενός λυρικού, δροσερού τίμπρου, ισορροπημένου σε όλη του την έκταση αλλά χωρίς ιδιαίτερη "προσωπικότητα", η Φέολα προσέφερε -με ασφαλή κολορατούρα και φροντισμένες διευθύνσεις- εξαιρετικά προσεγμένες, πλην κάπως εκ του ασφαλούς (ιδίως στις δύο τελευταίες καβατίνες) ερμηνείες. Η καλαισθησία και το legato του τραγουδιού, η καθαρότητα της άρθρωσης και η ακρίβεια απόδοσης της ψυχολογίας των χαρακτήρων παρέπεμπαν στη δασκάλα της, τη θρυλική σοπράνο Ρενάτα Σκόττο, η οποία απεβίωσε την προηγούμενη του ρεσιτάλ, στην οποία και το αφιέρωσε με συγκίνηση.
Επικεφαλής μιας αξιοπρεπούς ορχήστρας, ο έμπειρος Κουατρίνι την συνόδευσε θαυμάσια, ενώ απέδωσε με μοναδική ακρίβεια και ζωντάνια, αν και χωρίς τις αναγκαίες διακινδυνεύσεις, τις εισαγωγές σε όλες τις όπερες, από τις οποίες προήλθαν τα φωνητικά κομμάτια. Στις θερμές επευφημίες των θεατών, η Φέολα αντιχάρισε -με καθαρή εκφορά της γαλλικής γλώσσας- την περίφημη άρια της Ματθίλδης "Ombres légers" από τον "Γουλιέλμο Τέλλο" του Ροσσίνι, στην οποία επιβεβαιώθηκαν οι αρετές της.
Δύο μέρες αργότερα (19/8) ήταν η σειρά της μεσοφώνου Τερέζας Iερβολίνο να δώσει ένα ρεσιτάλ μπελ-κάντο, πλήρως αφιερωμένο στον Ροσσίνι, υπό την συνοδεία του εξαιρετικού Ιταλού πιανίστα Τζούλιο Τζάππα.
Το ενδιαφέρον πρόγραμμα αρθρώθηκε αφενός γύρω από τις σοβαρές του όπερες (αποτελώντας ουσιαστικά μία ιδανική επισκεπτήρια κάρτα για κάθε κοντράλτο που αναμετράται με ανδρικούς ρόλους!) και αφετέρου γύρω από επιλεγμένα γαλλικά τραγούδια από τον όψιμο κύκλο "Αμαρτίες της γηραιάς ηλικίας" - μόνο κοινό στοιχείο αρκετών από αυτά ήταν ότι συνιστούσαν εξομολογήσεις γονέων προς τέκνα.
Στις καβατίνες του Τανκρέδου από την ομώνυμη όπερα, της Ανδρομάχης από την "Ερμιόνη", στη μεγάλη άρια του Κύρου από τον "Κύρο στη Βαβυλωνία" και στο ρετσιτατίβο και καβατίνα του Αρσάκη από την "Σεμιράμιδα", η Ιερβολίνο έκανε επίδειξη εξαιρετικά καλλιεργημένου και υφολογικά ενημερωμένου τραγουδιού. Η δεξιοτεχνική σιγουριά και η ικανότητα διανθίσεων, κυρίως δε η εκφραστικότητα των καλόγουστα δραματικών ερμηνειών εντυπωσίασαν σε μεγάλο βαθμό, χωρίς πάντως να υποκαταστήσουν πλήρως την έλλειψη ενός πιο ηρωικού ηχοχρώματος και μιας μεγαλύτερης έκτασης φωνής, δημιουργώντας έτσι ερωτήματα για το κατά πόσο μπορεί να υπερασπισθεί αυτούς τους ρόλους ιδανικά επί σκηνής. Όχι τυχαία, εντελέστερα ήχησε η γραμμένη για μεσόφωνο (και όχι contralto musico) καβατίνα της Ανδρομάχης.
Το γαλλικό μέρος υπηρετήθηκε με εξόχως θεατρικό ταμπεραμέντο και χιούμορ, αλλά και με μια οπωσδήποτε θολή εκφορά και νοηματοδότηση του αδόμενου γαλλικού λόγου. Απαστράπτουσα υπήρξε η συνοδεία του Τζάππα, που απέδωσε άριστα και δύο κομμάτια για σόλο πιάνο από τον ίδιο κύκλο. Εκτός προγράμματος η εκλεκτή τραγουδίστρια απέδωσε εξαιρετικά - τουλάχιστον στο πλαίσιο ενός ρεσιτάλ- την περίφημη άρια "Stride la vampa" της Ατζουτσένας από τον "Τροβατόρε" του Βέρντι και το τραγούδι "Era de maggio" με σαρκώδη -λόγω καταγωγής!- προφορά της ναπολιτάνικης διαλέκτου.
Του χρόνου (7-23 Αυγούστου 2024), το ROF συμπληρώνει 45 χρόνια λειτουργίας, τα οποία συμπίπτουν με τους εορτασμούς για την ανάδειξη του Πέζαρο σε "Ιταλική Πολιτιστική Πρωτεύουσα". Εύλογα, το Φεστιβάλ έχει προβλέψει για την ειδική αυτή επέτειο 4 -αντί 3- παραγωγές (νέες των έργων "Μπιάνκα και Φαλλιέρο" και "Ερμιόνη" και αναβιώσεις της περίφημης παραγωγής του "Κουρέα της Σεβίλλης" από τον Πίτσι και της "Αλλόκοτης παρεξήγησης"), ενώ θα ολοκληρωθεί με μία συναυλιακή απόδοση, με καταξιωμένους μονωδούς, του "Ταξιδιού στην Ρενς" (παράλληλα με αυτήν, καθιερωμένη, των αποφοίτων της Accademia Rossiniana). Για όσους δε αναρωτιόνται για το μέλλον του μεγάλου μουσικολογικού project του ROF μετά την κριτική αποκατάσταση και της τελευταίας από τις 38 "επίσημες" όπερες του, ανακοινώθηκε ήδη ότι ετοιμάζονται νέες κριτικές εκδόσεις δύο έργων της κατηγορίας …"όπερα-παστίτσιο" -που δεν προέρχονται δηλ. εξ ολοκλήρου από την πένα του Ροσσίνι, o οποίος όμως ενέκρινε την έκδοσή τους- των "Ρόμπερτ Μπρους" και "Ιβανόη", παραμελημένων απόπαιδων του, είναι αλήθεια, μέχρι πρότινος… Το Φεστιβάλ ετοιμάζει ακόμη τη σκηνική παρουσίαση της εκδοχής της Ρώμης της όπερας "Μωάμεθ Β’", ενώ πρόκειται να εμπλακεί πολύ πιο ενεργά σε διεθνείς συμπαραγωγές με μεγάλες λυρικές σκηνές του εξωτερικού. Η συνέχιση της όμορφης ροσσίνειας περιπέτειας αναμένεται με αδημονία.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η Χριστίνα (Αναστασία Μπάρτολι) ανησυχεί για την τύχη του μικρού γιου της Γκουστάβο, τη γέννηση και παρουσία του οποίου έχει αποκρύψει από τον πατέρα της βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο: σκηνή από την όπερα "Εδουάρδος και Χριστίνα" (Πέζαρο – Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι, Vitrifrigo Arena, 17/8) © Studio Amati Bacciardi