Δεν παιζόταν ο Γιώργος Νταλάρας στο "Άλσος". Όντας απλά ο εαυτός του, ο γνώριμος δηλαδή τραγουδιστής και μουσικός που ξέρουμε εδώ και δεκαετίες, πέτυχε να καθηλώσει, να συγκινήσει, μα και να ξεσηκώσει. Από την ώρα που βγήκε στη σκηνή, εκεί γύρω στις 21.00, ως λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όταν και καληνύχτισε οριστικά, αφού πρώτα έκανε το χατίρι στον κόσμο –που χειροκροτούσε όρθιος– για ένα σύντομο encore.
Η βραδιά, εντωμεταξύ, ήταν από εκείνες τις όμορφες, σχεδόν καλοκαιρινές, για τις οποίες φημίζεται ο Σεπτέμβρης στη χώρα μας. Το δε "Άλσος" βρισκόταν στα καλύτερά του: στη θερινή του υπόσταση και γεμάτο με κόσμο (ελάχιστες θέσεις είχαν μείνει άδειες, εδώ κι εκεί), αποτύπωνε πλήρως τις αρετές του, όσες το έχουν αναδείξει σε έναν από τους ωραιότερους υπαίθριους χώρους της Αθήνας. Η συναυλιακή εκκίνηση έγινε από την πολυπρόσωπη ορχήστρα, η οποία κατέλαβε τη σκηνή απ' άκρη σ' άκρη, πριν σερβίρει ένα medley οικείων μελωδιών από τραγούδια που μάθαμε, μέσα στα χρόνια, με τη φωνή του Νταλάρα.
Στη συνέχεια, μάλιστα, θα θαυμάζαμε συχνά τα αριστοτεχνικά παιξίματα του Νίκου Ζέρβα (πιάνο), του Γιώργου Μάτσικα (μπουζούκι/κιθάρα), του Βασίλη Κορακάκη (μπουζούκι), του Γιάννη Σταματογιάννη (μπουζούκι), του Θανάση Σοφρά (μπάσο), του Χρήστου Ζέρβα (κιθάρα), του Μάνου Γρυσμπολάκη (ακορντεόν), του Ηλία Μαντικού (κανονάκι), του Αποστόλη Βαγγελάκη (πνευστά), του Στράτου Σαμιώτη (κρουστά) και του Δημήτρη Χριστοδουλάκη (ντραμς). Πιστοποίησαν, όλοι τους, μια φήμη που συνοδεύει εδώ και χρόνια τον Νταλάρα, θέλοντάς τον να συνεργάζεται με την αφρόκρεμα των εγχώριων μουσικών.
Ο Νταλάρας, τώρα, βγήκε στη σκηνή χαμογελαστός, ντυμένος μεταξύ λιτού και κομψού, κρατώντας την κιθάρα του: θα έπαιζε εκπληκτικά σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς, άλλωστε ήταν υπεύθυνος και για τις ενορχηστρώσεις που ακούσαμε. Δίπλα του στέκονταν η Ασπασία Στρατηγού και ο Αλέξανδρος Τζουγανάκης, τους οποίους και μας σύστησε με θερμά λόγια, ως άξια τέκνα μιας προηγούμενης γενιάς μουσικών, θυμίζοντάς μας, παράλληλα, ότι ανήκει και ο ίδιος σε αυτή την κατηγορία. Όλοι μαζί πραγματοποίησαν μια κεφάτη έναρξη με το "Αν Υπάρχει Λόγος", δημιουργώντας κλίμα ευφορίας.
Λίγο μετά, βέβαια, απευθυνόμενος στο πλήθος, ο δημοφιλής καλλιτέχνης διευκρίνισε ότι σκοπίμως θα οδηγούσε το πρόγραμμα προς διαφορετικές διαθέσεις –ειδάλλως "γινόμαστε ορθάδικο, ελληνάδικο, βαρελάδικο", όπως χαρακτηριστικά είπε. Πράγματι, έτσι θα μας είχε όλη τη βραδιά, πλοηγώντας μας από το δάκρυ στη χαρά και τούμπαλιν. Επίσης, ο Νταλάρας δεν δίστασε να μιλήσει για τις δύσκολες εποχές τις οποίες διανύουμε με όσα συνέβησαν τελευταία ή να αστειευτεί με ένα αλογάκι της Παναγίας που, προφανώς μαγνητισμένο από τα φώτα της σκηνής, ήρθε κι έκατσε στο πέτο του σακακιού του, δίνοντάς του αφορμή να πει για τον περισσότερο χώρο που οφείλουμε να παραχωρήσουμε σε τέτοια πλάσματα. Έλαβε, δε, ένα κύμα από παλαμάκια όταν σχολίασε τα χρόνια που περνούν και την ανάγκη των καλλιτεχνών της δικής του γενιάς να ανταμώνουν με το κοινό.
Ο πρώτος αισθητός ξεσηκωμός στις σειρές των τραπεζιών του "Άλσους" ήρθε όταν ήχησε το "Όλα Καλά". Ήδη ως τότε, πάντως, ο Νταλάρας είχε καταθέσει ατόφιο συναίσθημα λέγοντας το "Ήταν Πέντε Ήταν Έξι", στιγμιότυπο όπου έδειξε πόσο αειθαλής και φορμαρισμένος παραμένει: τα χρόνια μπορεί πράγματι να περνούν, όπως επεσήμανε, πάντως εκείνος καταφέρνει και διατηρεί τη φωνή του σε θαυμαστό και αξιοζήλευτο επίπεδο. Αν έκλεινες δηλαδή τα μάτια κι απλά τον άκουγες να τραγουδά –τόσο ωραία, τόσο ουσιαστικά– τα "Βεγγαλικά Σου Μάτια" ή το "Οι Ελεύθεροι Κι Ωραίοι", τίποτα δεν πρόδιδε ότι είναι 73 ετών. Θα μπορούσες, άνετα, να βρισκόσουν και σε μια συναυλία του στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Ένα μεγάλο ατού της συγκεκριμένης εμφάνισης, βέβαια, ήταν ότι στηρίχτηκε στα διαμάντια του ρεπερτορίου του, αποφεύγοντας το υλικό πιο πρόσφατων δίσκων, που, ας μη λέμε ψέματα, σε ελάχιστες περιστάσεις έχουν καταφέρει να αφήσουν αποτύπωμα. Και τι δεν είπε από τις δόξες τις δικές του ή ευρύτερα του λαϊκού μας τραγουδιού στο "Άλσος". Αλλά και πόσα δεν χώρεσαν, τελικά, αφού, κάνοντας μια σούμα, δεν ακούστηκαν π.χ. τα "Τι Να Θυμηθώ Τι Να Ξεχάσω", "Να 'Τανε Το '21" ή "Το Σακάκι Μου Κι Αν Στάζει" (που ομολογώ ότι περίμενα πώς και πώς). Όμως δεν είχε και τόση σημασία, γιατί μας κέρασε εκλεκτά τραγούδια, σε εκτελέσεις που συνδύαζαν το από καρδιάς με το υψηλότατο μουσικό επίπεδο. Μάλιστα, κατόρθωσε να κερδίσει το αφτί ακόμα και με ορισμένες συζητήσιμες ενορχηστρωτικές επιλογές, όπως ήταν λ.χ. εκείνη η πιο αλέγκρο και γρήγορη προσέγγιση στο "Πεπρωμένο".
Σε μια ενδεικτική επιλογή από την αφρόκρεμα αυτού του τόσο προσεγμένου προγράμματος, το "Έχω Έναν Καφενέ" άγγιξε την τελειότητα, ξετυλίγοντας όλα τα νταλαρικά χαρίσματα. Το "Ιπτάμενο Χαλί" ακούστηκε μετά από καιρό σε συναυλία του, δίνοντας την ευκαιρία για μια συγκινητική αναφορά στον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ("ο Λαυρέντης μας", όπως τον αποκάλεσε), η οποία χειροκροτήθηκε ζεστά. Στον "Παλιό Στρατιώτη", μια κυρία δύο τραπέζια πιο πέρα σηκώθηκε αυθόρμητα σε ένα μοναχικό ζεϊμπέκικο. Στο "Καράβια Στη Στεριά" και στο "Χαροκόπου 1942-1953" κάηκε το πελεκούδι, στο καζαντζιδικό "Όποια Και Να 'Σαι (Ό,τι Αγαπάω Εγώ Πεθαίνει)" ο Νταλάρας χειροκρότησε εκείνος τον κόσμο, που έδωσε ρεσιτάλ, σιγοτραγουδώντας ομαδικά το ρεφρέν. Χαμός, όμως, έγινε και όταν είπε τα "Παραπονεμένα Λόγια", τη "Φαντασία", το "Γράμμα" και το "Άλλα Μου Λεν Τα Μάτια Σου", ενώ συναρπαστική στάθηκε και η εκτέλεση στο "Καραντί", όπου σκόρπισε ρίγη ανατριχίλας με τους συναισθηματικούς του τονισμούς στους στίχους για των Ίνκας τα σκουλαρίκια.
Η Ασπασία Στρατηγού, τώρα, γνώριμη φιγούρα εδώ και αρκετά χρόνια στο πλευρό του Γιώργου Νταλάρα, δεν ήταν απλά μια ενισχυτική παρουσία. Πέρα από τα σημεία του προγράμματος όπου ανέλαβε εκείνη τα ηνία, δηλαδή, στάθηκε πολύ συχνά και δίπλα στον πρωταγωνιστή της βραδιάς για δεύτερα φωνητικά, λειτουργώντας, έτσι, (και) σαν μέλος της ορχήστρας. Βρίσκεται δε στην πιο ώριμη φάση της από τότε που τη θυμάμαι να τραγουδάει, έχοντας αναπτύξει δυνάμεις που της επιτρέπουν να λέει ακόμα και το "Όλα Σε Θυμίζουν" με έναν δικό της τρόπο, που μπορεί να μη φτάνει τη Χαρούλα την Αλεξίου ("μας έμαθε να τραγουδάμε", δήλωσε χαρακτηριστικά), μα έχει τη γοητεία του. Ωραία, επίσης, μας είπε και τα "Ύστερα Του Κόσμου" από την προσωπική της δισκογραφία, ενώ στάθηκε χάρμα πλάι στον Νταλάρα για ένα ντουέτο στις "Κλειδαριές". Μόνο το "Ξενύχτησα Στην Πόρτα Σου" της διέφυγε –ίσως γιατί η βροντερή του λαϊκότητα δεν συνάδει με την ηπιότητα της έκφρασής της;
Αλλά και ο Αλέξανδρος Τζουγανάκης στάθηκε αξιοπρεπέστατα στα κομμάτια της βραδιάς όπου ανέλαβε να δώσει τις απαραίτητες ανάσες στον Νταλάρα. Μπορεί, στην περίπτωσή του, να εκκρεμεί η ανάδυση μιας πιο αυτόνομης καλλιτεχνικής ταυτότητας εν μέσω των αναφορών του στον πιο "έντεχνο" ήχο και των κρητικών του καταβολών, πάντως, με το λαούτο του ανά χείρας, τραγούδησε ψυχωμένα το "Άστρα Μη Με Μαλώνετε" και το "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή", κερδίζοντας, δίκαια, το δικό του μερτικό από τη χαρά του χειροκροτήματος.
Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, ο Γιώργος Νταλάρας μέτρησε κανά-δυο φορές τις αποστάσεις που έχουν διανυθεί στη μέχρι τώρα πορεία, π.χ. τα σχεδόν 54 έτη που τον χώριζαν από τότε που πρωτοείπε το "Δίχως Την Καρδούλα Σου" του Σταύρου Κουγιουμτζή, σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου. Μέτρησα κι εγώ, όμως, τα 30 στρογγυλά χρόνια από τότε που τον είδα για πρώτη φορά ζωντανά. Τέτοιος ήρεμος σίφουνας ήταν και το 1993 στον Λυκαβηττό, παρέα με τους Άγαμοι Θύται, ίδιος παραμένει και τώρα, καθώς βαθαίνει πια ο 21ος αιώνας. Μια εκπληκτικά ποιοτική σταθερά φωνητικών, μουσικών και ερμηνευτικών χαρισμάτων, οικοδομημένη σε πολλή και σκληρή δουλειά, με γερή ρίζα στην εγχώρια λαϊκότητα. Κι αυτή η απίθανη συναυλία στο θερινό "Άλσος" ήταν, ταυτόχρονα, η καλύτερη πρόβα τζενεράλε για τις φθινοπωρινές εμφανίσεις που έπονται τον Νοέμβριο στο "Παλλάς", σε συνεργασία με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη.