Δεν είναι μόνο η γεωγραφία ή τα έτη γεννήσεως που διαφοροποιούν τους Χειμερινούς Κολυμβητές από τους Usurum και τα Kadinelia. Είναι και οι διακριτές αφετηρίες, οι οποίες –με τη σειρά τους– διαμορφώνουν τις διαφορετικές τους ματιές στο τι (μπορεί να) εστί ελληνικό τραγούδι.
Αλλά στη σκηνή ήταν οι συγκλίσεις που άφησαν διαρκέστερο αποτύπωμα, παρά οι διαφορές. Οι οποίες δεν ήταν αμιγώς μουσικές, μιας και όλοι ένιωσαν την ανάγκη να εκκινήσουν από τη στενάχωρη πραγματικότητα που μας έζωσε τους τελευταίους μήνες. Έπεισαν, έτσι, ότι ήταν καλή η ιδέα της μάζωξης των τριών αυτών ονομάτων σε "Κάτι Σαν Φεστιβάλ". Κάτι που φάνηκε να λειτουργεί και σε επίπεδο προσέλευσης, αφού μαζεύτηκε αρκετός κόσμος ήδη από νωρίς, γεμίζοντας ικανοποιητικά την Τεχνόπολη.
Ο Θανάσης Ζήκας και η Εύη Σεϊτανίδου ξεπρόβαλλαν στην ανακοινωμένη ώρα έναρξης και μίλησαν για την καταστροφή που συντελέστηκε το καλοκαίρι στην ελληνική φύση, πριν γεφυρώσουν τα γεγονότα με μια διασκευή στο "Με Λύκους Και Αρκούδες" του Γιώργου Ζήκα. Έτσι, πραγματοποίησαν μια εισαγωγή στον ήχο τους χρήσιμη για όσους συναντούσαν τα Kadinelia για πρώτη φορά, ενώ, συνάμα, εξέπεμψαν και έμμεσο στίγμα προέλευσης: μπορεί τα μικρόσωμα γεράκια που ενέπνευσαν το όνομά τους να ζουν στις Κυκλάδες, αλλά το δίδυμο αυτό έρχεται από τη Θεσσαλονίκη –με τον Θανάση Ζήκα, μάλιστα, να είναι γιος του αείμνηστου τραγουδοποιού.
Τα Kadinelia πρεσβεύουν μια κοσμοπολίτικη εντοπιότητα και μια ευρεία πρόσληψη της εγχώριας παράδοσης, την οποία ξανοίγουν σε ένα διεθνές περιβάλλον. Σε δικά τους τραγούδια σαν το κεφάτο "Ό,τι Σε Λεν", το οποίο προξένησε κι έναν πρώτο ενθουσιασμό στις μπροστινές σειρές, δεν ξεδιαλύνονται εύκολα τα όρια μεταξύ ελληνικού χωριού και μιας country βγαλμένης από τα επαρχιακά βάθη της Αμερικής. Και σε μελετημένες διασκευές, όπως λ.χ. στο ναξιώτικο "Τα Παλαιά Μου Βάσανα" –όπου ο Ζήκας έπαιξε ωραία και την τσαμπούνα, ωθώντας ορισμένους σε χορευτικές κινήσεις– δεν είσαι σίγουρος αν βρίσκεσαι σε νησιώτικο πανηγύρι ή αν παρακολουθείς μια folk rock συναυλία με ελληνικά χρώματα.
Η συμμετοχή τους στο "Κάτι Σαν Φεστιβάλ" έδειξε βέβαια ότι οι επιδιωκόμενες ισορροπίες χρειάζονται κι άλλο δρόμο ώστε να μεστώσουν, βγάζοντας σε περισσότερα ολοκληρωμένα τραγούδια. Πάντως το δίδυμο οδεύει σωστά, συμμετέχοντας σε έναν επίκαιρο διάλογο με την παράδοση που δείχνει ιδιαίτερα ζωντανός στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας, απασχολώντας ενεργά ένα κομμάτι του νεότερου κοινού που μπορεί να ακούει Εβρίτικη Ζυγιά και Villagers Of Ioannina City.
Οι Usurum, πάλι, έπαιξαν ως απόλυτοι κάτοχοι των εκφραστικών τους μέσων, αρχίζοντας κι αυτοί με μια σύντομη αναφορά σε όσα μαύρισαν εσχάτως την καθημερινότητά μας, κλονίζοντας και τη δική τους πρόθεση να στήσουν μια μίνι γιορτή στην Τεχνόπολη, παρέα με τους Χειμερινούς Κολυμβητές και τα Kadinelia: χούλιγκαν-μαχαιροβγάλτες, φωτιές, πλημμύρες κι ένας άνθρωπος σοκαριστικά δολοφονημένος στο λιμάνι του Πειραιά, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να προλάβει το πλοίο. Σε όλα τούτα, λοιπόν, εκείνοι αντέταξαν το "Μη Και Δεν Κι Αλλά", με στίχους τύπου "είναι η εποχή μας δύσκολη, στ' αλήθεια είναι δύσκολη και ψάχνω τα μέσα" να επιτυγχάνουν ένα επί σκηνής ποδαρικό με το δεξί.
Στην υπόλοιπη διάρκεια που τους αναλογούσε, ξετύλιξαν την τέχνη του γλυκόπικρου άσματος με μια αισθητική άρτια κατασταλαγμένη μεταξύ ελληνικότητας και παγκοσμιότητας. Αν δεν τους γνώριζες, βέβαια, μπορεί, φευγαλέα, να τους περνούσες για κάποιο από τα αγγλόφωνα γκρουπάκια που εσχάτως αποφάσισαν να εκφράζονται στα ελληνικά. Σύντομα, όμως, καταλάβαινες ότι εδώ οι αφετηρίες, μα και οι ραφές, είναι διαφορετικές. Αφενός, δηλαδή, η αθηναϊκή παρέα έχει δοκιμασμένη σχέση με τον ελληνικό λόγο, αισθανόμενη άνετα ακόμα και με τη μελοποίηση ποίησης, όπως έδειξε το "Δάσος" του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή το "Κλείσε Τα Παράθυρα" του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Αφετέρου, είναι μάστορες των ενορχηστρώσεων, όπου ακούσαμε να αντανακλώνται τα "χιλιόμετρα" από 15 χρόνια εμπειρίας, χάρη στην οποία μπόρεσε να αναδυθεί ένα ηχητικό κράμα ποιημένο από έντεχνο, τζαζ και διεθνείς indie pop/rock αναφορές, που θύμισαν λ.χ. περιπτώσεις σαν τους Vampire Weekend στα ξεκινήματά τους.
Το κοινό στην Τεχνόπολη ανταποκρίθηκε με θέρμη στο υλικό των Usurum, ήδη από τις αρχές του set, όταν ο "Κλέφτης" μαρτύρησε ότι κάτω από τη σκηνή βρίσκονταν και άνθρωποι που, προφανώς, τους ακολουθούν εδώ και κάποια χρόνια. Ιαχές ενθουσιασμού θα ακούγονταν βέβαια και στη συνέχεια, σε στιγμές π.χ. σαν το "Σ' Ονειρεύτηκα" ή στη μελαγχολική "Ρότα", με τους στίχους του Κοσμά Λαμπίδη για το καλοκαίρι που πέρασε. Ο Λαμπίδης, ασφαλώς, επικοινώνησε τέτοια τραγούδια και με τις καίριες ερμηνείες του, που εκπροσωπούν όμορφα την ήσυχη "σκοτεινιά" στην οποία ρέπει το συγκρότημα. Αν έμεινε ένας αστερίσκος από την εμφάνισή τους στο Κάτι Σαν Φεστιβάλ αφορά μόνο τα καινούρια κομμάτια που έπαιξαν, καθώς, σε ένα ειδικά (εκείνο με τα "μάτια σαν κυάλια"), παρατηρήθηκε ροπή προς τα όσα κάνει το Παιδί Τραύμα, που δεν ξέρω κατά πόσο τους πάει. Αυτά, όμως, θα τα δούμε σε μέλλοντα χρόνο.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές, τώρα, παραμένουν μεγάλοι πρωτομάστορες του γλυκόπικρου κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που τους έκανε να ταιριάξουν ωραία στη ροή της συναυλίας μετά τους Usurum, παρότι οι δικές τους δημιουργίες ριζώνουν σε μια λιγότερο νεολαιίστικη εντοπιότητα, αν εξαιρεθούν οι εκπληκτικά λοξές ενορχηστρώσεις, που αντανακλούν τις ελευθερίες μιας διεθνούς τζαζ. Αλλά, ενώ οι Usurum έπαιξαν με φουλ ένταση, η οκταμελής παρέα βγήκε με αισθητά πιο χαμηλωμένο ήχο. Δεν ξέρω πού οφείλεται η διαφορά, πάντως στην αρχή φάνηκε δύσκολο να συντονιστούμε με τη σκηνή, ενώ οι πιο πίσω σειρές αγωνίστηκαν να ακούσουν τα όσα έλεγε ο Αργύρης Μπακιρτζής για τον Σαίξπηρ και για τον χαρακτήρα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων.
Ο Μπακιρτζής, εντωμεταξύ, προειδοποίησε ότι, ελέω επικαιρότητας, είχαν έρθει με διάθεση να παίξουν και τα πιο βαριά τους τραγούδια. Πράγματι, στο άκουσμα λ.χ. του "Παγασητικού", η Τεχνόπολη σιώπησε, καθώς ο νους έτρεξε στη φονική καταστροφή στη Θεσσαλία –συναίσθημα που έγινε εντονότερο, λόγω της ελεγειακής εκτέλεσης. Ίσως, όμως, να είχαμε ανάγκη από μια τέτοια διάσταση, ικανή να λειτουργήσει ως "ξόρκι" ανακούφισης, μέσω τρόπων αρχέγονων, όσον αφορά τη μουσική τέχνη· γι' αυτό και ανταμείφθηκε με παλλόμενο χειροκρότημα. Εκ των υστέρων κρίνοντας, βέβαια, ο λατρεμένος "Ξένος" μάλλον ταίριαζε περισσότερο στο συγκεκριμένο τμήμα της βραδιάς, αντί να παιχτεί προς το φινάλε, όταν ο συναυλιακός χρόνος είχε σχεδόν εξαντληθεί και ο Μπακιρτζής είχε ξεμείνει, πια, από ανάσες.
Όταν συναντάς τους Χειμερινούς Κολυμβητές, βέβαια, δεν θέλει και πολύ για να ευθυμήσουν οι διαθέσεις, ό,τι έγνοιες κι αν κουβαλάς. Αφενός, είναι οι φημισμένες ιστορίες του Μπακιρτζή, που πάντα διασκεδάζουν, είτε τις έχεις ξανακούσει, είτε τις πετυχαίνεις για πρώτη φορά: προσωπικά, ας πούμε, κατευχαριστήθηκα εκείνη για την κατάρριψη του θρυλικού μότο "μπάνιο κάθε Σάββατο" –από το "Κάποιος Να Με Προσέχει"– αφού αυτή η συμβουλή δεν έσωσε, τελικά, τη σχέση ενός ψάλτη με κοπέλα νεότερή του. Αφετέρου, είναι τα παιξίματα κλάσης του γκρουπ, τομέας όπου έλαμψαν ξανά οι Μιχάλης Σιγανίδης, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Θοδωρής Ρέλλος, Κώστας Βόμβολος, Χάρης Παπαδόπουλος & Διονύσης Ρούσσος. Αλλά και η γλυκιά φωνή της Εύης Μάζη, η οποία, όπως έχει ξανακάνει και στο παρελθόν, είπε ωραία ένα απόσπασμα από το Άσμα Ασμάτων ("Άνοιξέ Μου, Αδελφή Μου, Φίλη Μου"), σε μια παραλλαγή προερχόμενη από την "Αφροδίτη" του Pierre Louÿs, μεταφρασμένη από τον Γιώργο Τσουκαλά.
Κυρίως, πάντως, είναι τα απίθανα τραγούδια τους, τα οποία επιμένουν να συγκινούν παλαιότερους και νεότερους εδώ και τέσσερις δεκαετίες, όπως βέβαια και ο ήχος της φωνής του Αργύρη Μπακιρτζή, που εξακολουθεί και μαγνητίζει, όντας ταμάμ με τις ενορχηστρώσεις: όλα μαζί πλάθουν ένα ανακάτεμα αβάντ γκαρντ και λαϊκότητας, που παραμένει μοναδικό στο ελληνικό πεντάγραμμο. Αυτός είναι και ο λόγος, όμως, που θέλουμε να ακούμε το "Πολλαπλό Σου Είδωλο" από εκείνον και όχι από το (όποιο) μέλος –το μόνο σημείο γκρίνιας, για όσα παρακολουθήσαμε στην Τεχνόπολη. Κατά τα λοιπά όλα βρίσκονταν στη θέση τους, ενώ ο κόσμος χειροκρότησε ζεστά και το "Στελθ" και το "Φάρμακο" (το ντι ντι τι) και τα αθάνατα "Από Το Πάρκο Στη Μυροβόλο" και "Τώρα Που Παντρεύεσαι", αλλά και μια διασκευή στη "Μπουτζαλιά" του Αντώνη Νταλγκά από το μακρινό 1928, όπως και το "Βουτιές Με Το Κεφάλι" του Τάσου Ποταμιάνου. Κι έπειτα, μεσάνυχτα και κάτι, όλοι αποχωρήσαμε ευχαριστημένοι.