Το Φεστιβάλ Όπερας του Γκλάιντμπορν (Glyndebourne Festival Opera) στην Αγγλία παραμένει σταθερά ένα από τα πιο δημοφιλή μεταξύ των απανταχού φιλόμουσων από το 1934, όταν και ιδρύθηκε στην εξοχή του Ανατολικού Σάσσεξ υπό την εποπτεία της οικογένειας Κρίστι, που διατηρεί μέχρι και σήμερα την προεδρία του.
Η αδιάλειπτη λειτουργία του διεκόπη μόνο μεταξύ 1941-1945 (λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) και το 1993, όταν ανεγειρόταν η νέα, υπερσύγχρονη αίθουσα. Αμιγώς προϊόν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το Φεστιβάλ -που ξεκινά πιο νωρίς από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ομόλογά του (από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα τέλη Αυγούστου)- δεν έχει λάβει μέχρι σήμερα ούτε πένα κρατικής χρηματοδότησης!
Η φήμη του Γκλάιντμπορν οφείλεται σε μουσικούς και …εξωμουσικούς παράγοντες. Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του (υπό τη διεύθυνση τεράστιων αρχιμουσικών, όπως οι Φριτς Μπους και Βιττόριο Γκούι) φημιζόταν ιδιαίτερα για τις παραγωγές λυρικών έργων του Μότσαρτ. Σταδιακά άρχισαν να παρουσιάζονται εκεί πολύ ενδιαφέρουσες παραγωγές έργων συνθετών ευρύτερων περιόδων, από το μπαρόκ (κυρίως Χαίντελ) μέχρι και τον 20ό αιώνα (Γιάνατσεκ, Στραβίνσκυ κλπ). Από το 1964 η βασική ορχήστρα είναι η περίφημη Φιλαρμονική του Λονδίνου, διευθυντές της οποίας (πχ. Πρίτσαρντ, Χάϊτινκ, Βλαντιμίρ Γιουρόφσκι) αποτέλεσαν συχνά μουσικούς διευθυντές και του Φεστιβάλ. Από το 2014 μουσικός διευθυντής του είναι ο Άγγλος αρχιμουσικός Ρόμπιν Τιτσιάτι, ενώ από την άνοιξη του 2019 καλλιτεχνικός διευθυντής είναι ο γνωστός Βρετανός σκηνοθέτης Στήβεν Λάνγκριτζ, τον "Φάλσταφ" του οποίου απολαύσαμε πρόσφατα στη Λυρική. Τα τελευταία χρόνια προτείνεται ένα μείγμα παραστάσεων δημοφιλών και πιο σπάνιων λυρικών έργων, στις οποίες συμμετέχουν καταξιωμένοι αλλά και νεώτεροι, ταλαντούχοι σκηνοθέτες και μονωδοί από όλο τον κόσμο. Ολοένα και πιο πολυεθνικό και διαφόρων ηλικιών είναι και το ακροατήριο, που παρακολουθεί το πλούσιο πρόγραμμα.
Η ιδιαιτερότητα του Φεστιβάλ έγκειται, βέβαια, κυρίως στο ότι αποτελεί αγαπημένο πολιτιστικό προορισμό των κατοίκων του Λονδίνου, το οποίο απέχει μόλις 1 ώρα περίπου από το Γκλάιντμπορν. Μέχρι και σήμερα, εκατοντάδες φιλόμουσοι παίρνουν το τρένο κάθε μεσημέρι για να παρακολουθήσουν μία παράσταση και επιστρέφουν με το τελευταίο νυχτερινό δρομολόγιο. Την ίδια διαδρομή κάνουν επίσης δεκάδες αριστοκράτες φιλόμουσοι με τις …πολυτελείς λιμουζίνες τους!
Μέρος του μύθου του Φεστιβάλ αποτελεί και το ισχύον για …όλους τελετουργικό, που επιτάσσει να φορά κανείς τα καλά του (μέχρι πρότινος φράκα και τουαλέτες ήσαν εδώ εκ των ων ουκ άνευ στη λογική "dress to impress"!), συχνά δε να κουβαλά ή να νοικιάζει και τα απαραίτητα καλάθια για τα περίφημα πικ-νικ, που διοργανώνονται κατά τη διάρκεια του μεγάλου διαλείμματος κάθε παράστασης. Αυτά μπορεί κανείς να απολαύσει, με τα ποτά του, στρώνοντας τραπεζομάντιλο στο ανοιχτό γρασίδι (ενίοτε δίπλα σε αμέριμνα βοσκούσες αγελάδες…) ή και σε ειδικούς ημιστεγασμένους χώρους στην ύπαιθρο. Οι περισσότερο οργανωμένοι των επισκεπτών έχουν την εναλλακτική να μείνουν στο γραφικό Λιούες (Lewes), την πιο κοντινή στο Γκλάιντμπορν πόλη, με ξακουστά βιβλιοπωλεία και παλαιοπωλεία.
Η φετινή σαιζόν περιελάμβανε αφενός νέες παραγωγές του "Ντον Τζοβάννι" του Μότσαρτ, των "Διαλόγων Καρμηλιτισσών" του Πουλένκ και της "Σεμέλης" του Χαίντελ, αφετέρου επαναλήψεις παλαιότερων και θρυλικών πλέον παραγωγών του "Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας" του Μπρίττεν και της "Ζωής ενός ακόλαστου" του Στραβίνσκυ, αλλά και του "Ελιξηρίου του έρωτα" του Ντονιτζέττι.
Η πρώτη μας επίσκεψη στο Φεστιβάλ ξεκίνησε με την παρακολούθηση στις 14/7 της σημαντικότερης φετινής παραγωγής, αυτής της όπερας "Διάλογοι Καρμηλιτισσών" του Φρανσίς Πουλένκ, που δεν είχε ξανανεβεί στο Γκλάιντμπορν. Το έργο βασίζεται στο ομότιτλο κινηματογραφικό σενάριο/μυθιστόρημα του Ζωρζ Μπερνανός, και εκείνο με τη σειρά του σε μια αληθινή ιστορία: το 1794, κατά τις τελευταίες ημέρες του "Βασιλείου του Τρόμου" της Γαλλικής Επανάστασης, οι "Μάρτυρες της Κομπιέν", μοναχές του Τάγματος των Καρμηλιτισσών, αρνούμενες να συμμορφωθούν με το διάταγμα της Επαναστατικής κυβέρνησης περί διάλυσης των μοναστηριών, οδηγούνται στην γκιλοτίνα. Στη συγκλονιστική αυτή ιστορία πίστης, μαρτυρίου και λύτρωσης τίθενται με σπάνια οξυδέρκεια ζητήματα όπως ο φόβος του θανάτου, η αγωνία μπροστά στο επικείμενο τέλος, το χρέος του πιστού και το νόημα της θυσίας.
Όλοι οι φίλοι της όπερας ανέμεναν την εξίσου πρώτη αναμέτρηση με ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του 20ού αιώνα του διάσημου Αυστραλού σκηνοθέτη Μπάρρυ Κόσκυ. Αυτός πρότεινε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αυστηρής λιτότητας παραγωγή, η οποία εστίασε στο ψυχολογικό δράμα, τα ανθρώπινα διλήμματα των χαρακτήρων και τη βία, πέραν της αμιγώς θρησκευτικής διάστασης και των χριστιανικών συμβολισμών.
Την άποψή του υποστήριξαν καίρια ο περιορισμός της δράσης σε ένα αφηρημένο/άχρονο τριγωνικό, γκρίζο σκηνικό χώρο (Κάτριν Λέα Ταγκ) με ελάχιστη χρήση επίπλων και συμβόλων, ο οποίος αναπαριστούσε διάφορους τόπους, και οι υποβλητικοί φωτισμοί (Αλεσσάντρο Καρλέττι). Η έντονη κλειστοφοβική διάθεση καθήλωνε τους θεατές, επιτρέποντας την επικέντρωσή τους στα ανθρώπινα δράματα/φόβους. Η επιτυχία της σκηνοθεσίας βασίσθηκε αφενός στην εξαιρετική θεατρική διδασκαλία του συνόλου της διανομής, που φώτισε γλαφυρά την ψυχολογία των χαρακτήρων, αφετέρου στη χειρουργική ανάδειξη της κορυφούμενης έντασης μέσω της ακριβούς και διεξοδικής οριοθέτησης/προβολής των επιμέρους σκηνών.
Η πολύ όμορφη δουλειά οδηγήθηκε σε ένα συγκλονιστικό φινάλε με ευθείες αναφορές στο Ολοκαύτωμα (κουρά των μοναχών, βίαιο πέταμα στη σκηνή των παπουτσιών της καθεμιάς μετά τον αποκεφαλισμό τους), έστω και υπό την ατυχώς υπερβολική ηλεκτρονική ενίσχυση του ήχου της λεπίδας της γκιλοτίνας (το χτύπημα της οποίας προέβλεψε μουσικά ο ίδιος ο συνθέτης)…
Η παράσταση ήταν επιτυχημένη και από μουσικής πλευράς, μολονότι κατέστη άμεσα σαφές ότι η αναλυτική και προσεγμένη, συμφωνικών ποιοτήτων διεύθυνση του Τιτσιάτι αδυνατούσε να πυροδοτήσει τη συγκινητικής συνεκτικότητας αφήγηση. Υψηλά επίπεδα απόδοσης έπιασαν τόσο η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, που ανέδειξε άριστα την άλλοτε πλούσια άλλοτε διάφανη ενορχήστρωση, όσο και η Χορωδία του Φεστιβάλ, που εντυπωσίασε και με την έντονη σκηνική της παρουσία.
Συνολικά πολύ ενδιαφέρουσα υπήρξε και η πολυεθνική διανομή, που ανταποκρίθηκε με επάρκεια στο πάντοτε ακανθώδες εγχείρημα καθαρής εκφοράς και νοηματοδότησης της αδόμενης γαλλικής γλώσσας, ιδιαίτερα κρίσιμων σε μια παρτιτούρα προσανατολισμένη στις φωνές και στη διαυγή υπηρέτηση του κειμένου. Τις περισσότερες σχετικές δυσκολίες αντιμετώπισε, πάντως, η πρωταγωνίστρια Σάλλυ Μάθιους (Αδελφή Μπλανς). Παρά την συνολικά κάπως σκληρή φωνητική και υποκριτική απόδοσή της, η έμπειρη Βρετανίδα υψίφωνος σκιαγράφησε ένα αξιόπιστο πορτραίτο του κεντρικού ρόλου, υπογραμμίζοντας λιγότερο ίσως την ευαισθησία της νεαρής αριστοκράτισσας και περισσότερο τις αμφιταλαντεύσεις της, από την επιθυμία πραγμάτωσης ενός ομολογιακού βίου μέσα από το σχήμα μέχρι την εν τέλει εκούσια προσέλευση στο μαρτύριο.
Εντυπωσιακά ενσαρκώθηκαν οι ρόλοι των υπόλοιπων μοναχών: η Νοτιοαφρικανή υψίφωνος Γκόλντα Σουλτς με το κρεμώδες ηχόχρωμα υπήρξε μία σπάνιας τρυφερότητας Μαντάμ Λιντουάν (η νέα Ηγουμένη στην οποία πέφτει το φορτίο της πορείας των αδελφών προς το μαρτύριο), η Σκωτσέζα μεσόφωνος Κάρεν Κάρτζιλ μία ισχυρή Μητέρα Μαρία (που, αν και εισηγήτρια του όρκου μαρτυρίου, τελικά συμβιβάζεται με τον αποκλειστικό κλήρο της αποφυγής του), ενώ η Σουηδέζα μεσόφωνος Καταρίνα Νταλάυμαν μια θεατρικά ανατριχιαστική στη μοναδικής βιαιότητας επιθανάτια αγωνία της μαντάμ ντε Κρουασσύ (παλαιά Ηγουμένη).
Ανεπίληπτοι ήσαν στο σύνολό τους οι γαλλόφωνοι τραγουδιστές, με ιδιαίτερη μνεία για την Καναδή υψίφωνο Φλορί Βαλικέτ, εύθραυστη Αδελφή Κονστάνς, και τους Γάλλους μονωδούς που σκιαγράφησαν τους μικρότερους ρόλους: τον μπασοβαρύτονο Πωλ Γκε, επιβλητικό Μαρκήσιο ντε λα Φορς, και τους τενόρους Βαλαντέν Τιλ, ορμητικό Ιππότη ντε λα Φορς και Βενσάν Ορντοννώ, νηφάλιο Εφημέριο της μονής.
Την μεθεπομένη (16/7) είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε μία κλασσική πλέον παράσταση, η οποία ανεβαίνει αρκετά τακτικά στο Γκλάιντμπορν από το 1981, χρονιά της πρώτης παρουσίασής της στο παλιό θέατρο του Φεστιβάλ. Πρόκειται για την περίφημη σκηνοθεσία του Σερ Πήτερ Χωλ για το "Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας" του Μπέντζαμιν Μπρίττεν. Ως γνωστόν, ελάχιστα από τα εξεζητημένα αρώματα της μυθικής Αθήνας γίνονται αισθητά σ’αυτήν την οπερατική μεταφορά του σαιξπηρικού Ονείρου, το λιμπρέτο της οποίας έγραψε ο συνθέτης μαζί με τον σύντροφό του τενόρο Πήτερ Πήαρς. Παραμένει μέχρι σήμερα, πάντως, εντυπωσιακό το πώς αμφότεροι έχουν χειρισθεί το αυθεντικό κείμενο και τη γλώσσα του Σαίξπηρ, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξουν τίποτε (πλην της παράλειψης μόνο κάποιων στίχων).
Αυτήν την σαιξπηρική ατμόσφαιρα αναπαριστά εξίσου η σκηνοθεσία του Χωλ, εστιάζοντας περισσότερο στον πρώτο βαθμό, δηλαδή στην παραμυθένια διάσταση, την ονειροφαντασία του έργου. Το μαγευτικό σκηνικό δάσος -που κινείται από ανθρώπους!- του Τζων Μπέρυ και τα -επηρεασμένα από τις εικονογραφήσεις ενός Άρθουρ Ράκαμ- ελισαβετιανά κοστούμια της Ελίζαμπεθ Μπέρυ συμβάλλουν καθοριστικά στις τόσο ποιητικές εικόνες.
Έκτοτε, βέβαια, πολλές προσεγγίσεις έχουν εξίσου φωτίσει τη γλυκόπικρη γεύση της ευάλωτης αθωότητας και τη σεξουαλική ρευστότητα που χαρακτηρίζει και αυτό το έργο του Βρετανού συνθέτη – ενός από τους σπουδαιότερους δραματουργούς του 20ού αιώνα. Χαρακτηριστική είναι η κλασική παραγωγή -με το έντονο "σωματικό" χιούμορ- του Καναδού Ρόμπερτ Κάρσεν για το Φεστιβάλ της Αιξ-αν-Προβάνς (1991), την οποία απολαύσαμε και στην Αθήνα (Ιούλιος 2008) με τις δυνάμεις της Όπερας της Λυών υπό τη μουσική διεύθυνση του Κωσταντίνου Καρύδη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του Γιώργου Λούκου.
Έτσι, σε μια εποχή που ο Πουκ ερμηνεύεται συνήθως από εφήβους (αμφοτέρων των φύλων), εντύπωση προκάλεσε το ότι εν προκειμένω τον υποδύθηκε ένα μικρό αγόρι, έστω και εξαιρετικά όπως ο Σεμπάστιαν Σέλγουντ στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Και γενικότερα, όμως, η όλη αισθητική της παράστασης (που αναβίωσε με επιμέλεια της Λυν Χόκνυ) παρέπεμπε στη fairy painting της βικτωριανής εποχής, προσπερνώντας τις ζώνες σκότους/ανησυχίας του έργου. Απειροελάχιστες, βέβαια, ενστάσεις για μιαν υποδειγματική δουλειά θεάτρου, που, όπως και αυτές ενός Ζαν-Πιερ Ποννέλ, γερνάει πολύ όμορφα!
Σε πολύ υψηλό επίπεδο κινήθηκε και το μουσικό σκέλος της παράστασης, κυρίως λόγω της εξαιρετικής μουσικής διεύθυνσης της Ντάλιας Στασέφσκα. Αρχής γενομένης από τα υπναγωγικά γλιστρήματα των εγχόρδων στα πρώτα κιόλας μέτρα, η ουκρανικής καταγωγής Φινλανδή αρχιμουσικός φώτισε -επικεφαλής μίας εξαιρετικής Φιλαρμονικής του Λονδίνου- κάθε γωνιά της μαγευτικής, γεμάτης χρώματα ενορχήστρωσης του Μπρίττεν, που υπογραμμίζει και αυτή το σαιξπηρικό κείμενο και απεικονίζει μουσικά με ευφάνταστα διακριτό τρόπο τις 3 κατηγορίες χαρακτήρων (ξωτικά, εραστές και χωρικούς). Περαιτέρω, παρά τα γενικώς σβέλτα τέμπι, διατήρησε μοναδική ροή στην παράσταση και συνόδευσε άριστα μονωδούς και χορωδούς, περιλαμβανομένης της εξαιρετικής χορωδίας αγοριών του κολλεγίου Τρίνιτυ.
Από την εξαιρετικά ισορροπημένη, μουσικότατη και … 100% αγγλική διανομή (καθοριστικής σημασίας για ένα έργο καθαρά αφηγηματικό -ουσιαστικά ένα απέραντο ρετσιτατίβο!- χωρίς σαφείς άριες) ξεχώρισαν ο επιβλητικός -περισσότερο υποκριτικά παρά φωνητικά- Όμπερον του καταξιωμένου κόντρα-τενόρου Τιμ Μηντ, η καλοτραγουδισμένη Τιτάνια της υψιφώνου Λιβ Ρέντπαθ και ο από κάθε άποψη συναρπαστικός Μπόττομ (που σκιαγραφήθηκε με έντονη, πάντως, ευγένεια στη συγκεκριμένη σκηνοθεσία) του βαρύτονου Μπράντον Σέντελ. Μουσικοδραματικά άρτια ήσαν τα ζευγάρια Λύσανδρου-Ερμίας (Φρέντρικ Τζόουνς, Ρέιτσελ Γουίλσον), Δημητρίου-Ελένης (Σάμιουελ Ντέιλ Τζόνσον-Λόρεν Φάγκαν) και Θησέα-Ιππολύτης (Ντινγκλ Γιαντέλ-Ρόζι Άλντριτζ).
Για όσους ενδιαφέρονται να βιώσουν αυτήν την τόσο μοναδική, αυθεντικά british εμπειρία του Γκλάιντμπορν, την επόμενη χρονιά έχουν προγραμματισθεί νέες παραγωγές της "Κάρμεν" του Μπιζέ και της "Εύθυμης Χήρας" του Λέχαρ (σε αγγλική μετάφραση) αλλά και αναβιώσεις παλιότερων, επιτυχημένων παραγωγών του "Μαγικού αυλού" του Μότσαρτ, του "Ιουλίου Καίσαρα" του Χαίντελ και του "Τριστάνος και Ιζόλδη" του Βάγκνερ.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Οι μοναχές του Τάγματος των Καρμηλιτισσών αναμένουν την καταδικαστική απόφαση της Επαναστατικής κυβέρνησης των τελευταίων ημερών του "Βασιλείου του Τρόμου" της Γαλλικής Επανάστασης αναμένουν το τελικό μαρτύριο της γκιλοτίνας: στιγμιότυπο από την Γ’ πράξη της όπερας "Διάλογοι Καρμηλιτισσών" του Πουλένκ που παρουσιάσθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Όπερας του Γκλάιντμπορν σε σκηνοθεσία Μπάρρυ Κόσκυ © Glyndebourne Productions Ltd. Photo: Richard Hubert Smith