Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη στη νοτιοδυτική Αγγλία. Της άρεσε να παίζει μουσική. Μια μέρα την είδα στην τηλεόραση να τραγουδάει με μια κόκκινη ηλεκτρική κιθάρα. Μετά πήγα και αγόρασα τον πρώτο της δίσκο. Ένα χρόνο αργότερα έβγαλε ένα ακόμα άλμπουμ, "αξεπέραστο" που λένε. Το ’94 διέσχισα την Ανδαλουσία ακούγοντας στο κίτρινο γουόκμαν μου τα ντέμο της. Το ’95 ήρθε στην Αθήνα. Πήγα και στις δύο συναυλίες. Είχε μόλις βγάλει τον τρίτο της δίσκο με μεγάλη επιτυχία. Αλλά εμένα με είχε απογοητεύσει η απότομη αλλαγή στον ήχο της.
Όταν κόντευα τα τριάντα, την είδα ξανά στο Λυκαβηττό. Σκέφτηκα τότε πως δεν ήθελα να ξαναπάω σε ροκ συναυλία. Τα επόμενα χρόνια έπαψα να την παρακολουθώ. Άκουσα με καθυστέρηση τα επόμενα άλμπουμ της, που ήταν πραγματικά καλά. Το ’16, χρονιά που έβγαλε τον χειρότερο δίσκο της, ήρθε στην Πλατεία Νερού. Τότε την αγάπησα πάλι. Επειδή πίσω από τo εντυπωσιακό μαύρο πέπλο που φορούσε, τις μαύρες μπότες και το μαύρο στεφάνι στα μαλλιά, εμφανίστηκε μπροστά μου εκείνο το κορίτσι που είχα δει στην τηλεόραση το ’92.
Για μια τουλάχιστον δεκαετία η Πόλι Χάρβεϊ έγραφε αποκλειστικά τραγούδια συντριβής: "Oh My Lover", "Legs", "This Mess We’re In", "Τhe Desperate Kingdom of Love". Ήταν λες και είχε ανάγκη, μέσα από την αυτοταπείνωση, να τιμωρήσει το σώμα της, προκειμένου να χαθεί στην ελευθερία που της προσέφεραν τα τραγούδια της, μαζί με μια μανία για συνεχή ανανέωση, αδιάκοπες μεταμορφώσεις μιας κοπέλας, σε μόνιμη απελπισία, σαν να ήθελε να σβήνει την περσόνα που μόλις είχε σχεδιάσει: πανκ ρόκερ με βρεγμένα μαλλιά που τραγουδάει για σεξ, ντίβα ντυμένη στα κόκκινα, δυναμική γυναίκα στις πόλεις, γυναίκα της ερήμου που την τυφλώνει ο ήλιος. Γιατί πάνω απ’ όλα η Πόλι ήταν περφόρμερ. Ώσπου μια μέρα (ή νύχτα) ντύθηκε στα λευκά και άρχισε να παίζει πιάνο χωρίς να ξέρει πιάνο, τραγουδώντας κάτι που ήταν αρκετά κοντά στη σιωπή: "Απελευθερώθηκα από την οικογένεια, απελευθερώθηκα από τη δουλειά, απελευθερώθηκα από μένα κι έμεινα μόνη". Τέσσερα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ένα δίσκο που θύμιζε μάχη δωματίου. Ένα δίσκο για ρόδα που ανθίζουν στα νεκροταφεία της λαμπρής αγγλικής γης. Η Πόλι Χάρβεϊ είχε αποκτήσει την όψη λυρικής ποιήτριας που γρατζουνάει τη φορητή της άρπα και μετράει πτώματα από την κορυφή του λόφου καθώς η ομίχλη πλησιάζει.
Από τότε μέχρι τον τελευταίο της δίσκο, που κυκλοφόρησε αρχές Ιούλη, πέρασε πολύς καιρός, και το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έκανε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να συλλέξει τα ντέμο της και να τα κυκλοφορήσει σταδιακά, από το 2020 κι έπειτα: σαν τη φόδρα των δέκα προσωπικών της άλμπουμ, μια τραχιά φόδρα όμως, που έχει γαζωθεί σ’ ένα σπίτι με ξύλινο πάτωμα, κοντά στη θάλασσα.
Στην πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στην Γκάρντιαν, η Χάρβεϊ αμφιβάλλει για τη μουσική της επάρκεια. "Ήμουν ποτέ αυθεντική μουσικός;" αναρωτιέται. "Δυσκολεύομαι να γράψω τραγούδια. Φοβάμαι μήπως έχει χαθεί η ικανότητά μου να λέω κάτι σε τρία λεπτά". Είναι αλήθεια. Το "I Inside the Old Year Dying" το αποδεικνύει. Κι αυτό είναι το πλεονέκτημά του. Επειδή η αγωνία που έχει ως τραγουδοποιός προσθέτει ένα έξτρα αυλάκι αγωνίας στο δίσκο.
Τώρα που τον ακούω ξανά, καταλαβαίνω πως τα δώδεκα τραγούδια του βγαίνουν από την πιο τρυφερή πλευρά της, υπόκωφα και απογυμνωμένα, σαν μυστικά, λες και είναι ένα ακόμα ντέμο που έχει ηχογραφήσει στο δωμάτιό της, πιο ραφιναρισμένο βέβαια. Όπως πάντα, ακούγεται εύθραυστη, ευάλωτη, μοναχική. Μα αυτή τη φορά φαίνεται πως έχει αποδεχτεί την πληγή. Φαντάζομαι πως μετά τα πενήντα αποδέχεσαι την κατάσταση, τις συνθήκες, όσες αναποδιές κι αν προκύπτουν. Είμαστε ό,τι ζούμε. Δεν έχει κάτι άλλο. Και ούτε χρειάζεται.
Έτσι, το "I Inside the Old Year Dying" είναι η μουσική υπόκρουση κάποιου που αποχωρεί ενώ σιγοψιθυρίζει: "Love Me Tender are his words,/ As I have loved you, so you must…" Τουλάχιστον τώρα η Χάρβεϊ γνωρίζει την απάντηση. Κάθε φορά που τραγουδά "Αγάπα με τρυφερά", επιβεβαιώνει ένα είδος έλλειψης που είχε αρχίσει να σχηματίζεται από νωρίς. Από τα παλιά χρόνια. Ιδού η πικρή επωδός του άλμπουμ: "Lwonesome Tonight", "A Child’s Question, August", "August".
Αν λοιπόν το βάρος που κουβαλάει η πλέον πειθαρχημένη της φωνή -χωρίς ίχνος απ’ την πηγαία ωμότητα που την έκανε να ξεχωρίζει- καταστρέφει το δίσκο, ταυτόχρονα τον αφήνει ν’ ανατείλει σε μια νέα και άγνωστη περιοχή. Ναι, δεν έχει την αμεσότητα της νεότητας όταν έγραφε ένα τραγούδι όπως το "Missed" -το καλύτερο τραγούδι που έγραψε ποτέ-, αλλά από την άλλη έπρεπε να προετοιμαστεί τρεις δεκαετίες για να συναρμολογήσει τους στίχους του "August", που είναι η κορύφωση του άλμπουμ.
Ένα τέτοιο τραγούδι, που διαρκεί λιγότερο από τρία λεπτά, χρειάζεται αιώνες για να γραφτεί. Κι αν το ακούσεις, καταλαβαίνεις αμέσως πως δεν είναι ένα κομμάτι μουσικής. Μα η ηχώ που αφήνει το πέρασμα του χρόνου. Πριν φύγω, παρακαλώ ας μ’ αγαπήσει κάποιος τρυφερά κάτω από τα δέντρα.
Ακούω άλλη μια φορά το δίσκο: "Prayer at the Gate" (σφύριγμα ανέμου), "Αutumn Term" (σεπτεμβριάτικα τύμπανα), "Lwonesome Tonight" (Έλβις), "Seem an I" (παιδικά βήματα), "The Nether-edge" (βήματα αλόγου), "I Inside the Old Year Dying" (χτύπημα χορδής), "All Souls" (νανούρισμα), "A Child’s Question, August" (κράτα με), "I Inside the Old I Dying" (καρδιά που χτυπά), "August" (φωνή στη σπηλιά), "A Child’s Question, July" (παιδί που τρέχει), "A Noiseless Noise" (θόρυβος της απώλειας). Η Πόλι Χάρβεϊ μουρμουρίζει τους στίχους της στην τοπική διάλεκτο της περιοχής που μεγάλωσε. Στίχους που δεν καταλαβαίνω. Όπως κάποιος δεν καταλαβαίνει ένα κοτσύφι που κάθεται σ’ ένα γυμνό κλαδί και κελαηδάει. Love Me Tender. Tender love. Αυτό τουλάχιστον το καταλαβαίνω. Αλλά ίσως πάλι όχι.