Τον Λυκαβηττό θυμάμαι να τον ονειρεύομαι από παιδί. Από τότε, δηλαδή, που ήμουν μεν πολύ μικρός για να ανέβω, μα τον θαύμαζα μέσω της φωνής του Νίκου Γούναρη, ο οποίος τραγουδούσε από το πικάπ των γονιών μου –παρέα με το Τρίο Μπελκάντο– για ένα εκκλησάκι "ψηλό, ψηλό, ψηλό", από όπου αγνάντευες και τη θάλασσα ακόμα. Για συναυλίες, βέβαια, ούτε λόγος στους στίχους: ήμασταν άλλωστε στο 1954, αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσει ο Τάκης Ζενέτος την κατασκευή του υπαίθριου θεάτρου που ξέρουμε, στον χώρο του παλιού λατομείου του λόφου. Εκεί όπου, για λίγο, είχαν ξαναστηθεί παραστάσεις και το 1939, με πρωτοβουλία της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά.
Λίγο μετά, μεγάλωσα αρκετά για να μπορούμε να πάμε μια οικογενειακή βόλτα στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που απαθανάτιζε το τραγούδι του Γούναρη· και βρέθηκα να αγναντεύω όντως τον Σαρωνικό –αν και την προσοχή μου έκλεψε περισσότερο το κανόνι που υπήρχε εκεί, κάτι που δεν φανταζόμουν. Κάτι ακόμα που δεν φανταζόμουν, όμως, είναι το πόσες φορές θα ξανανέβαινα στον λόφο, από την εφηβεία και μετά. Με στόχο, πλέον, το Θέατρο του Λυκαβηττού: ένα ορόσημο της μουσικής ζωής της Αθήνας, όπου απολαύσαμε πολλές ωραίες συναυλίες μέχρι το κλείσιμό του, τον Ιούνιο του 2008, που ήρθε στα ξαφνικά, σαμποτάροντας τις προγραμματισμένες εμφανίσεις του James Blunt εκεί.
Η αλήθεια είναι ότι, τότε, δεν το πήραμε και τόσο σοβαρά ότι έκλεισε ο Λυκαβηττός, γιατί αναμέναμε πως δεν θα αργούσε να ξανανοίξει. Όπως κι έτσι έγινε. Δεν ισχύει δηλαδή αυτό που γράφουν ορισμένοι, ότι έκλεισε για 15 χρόνια: εκεί ακούσαμε τον Rufus Wainwright το 2010, εκεί έπαιξε η Marianne Faithfull το 2011, εκεί είδαμε και τον Morrissey το 2012. Απλά ξανάκλεισε το 2013, μετά τις τρεις εμφανίσεις των Scorpions, που έκαναν και τον γύρο του κόσμου αφού καταγράφηκαν σε DVD (είναι το "MTV Unplugged - Live In Athens"). Όχι και οι πιο αξιομνημόνευτες βραδιές από όσες έγιναν στον λόφο, για να μην τα βγάζουμε όλα ωραία. Στο κάτω-κάτω, Scorpions χωρίς ηλεκτρισμό, με ακουστικές διαθέσεις, είναι εξ ορισμού κάτι με περιορισμένο ενδιαφέρον. Άλλες συναυλίες, πάντως, έγραψαν πιο έντονα στη μνήμη.
Γιώργος Νταλάρας & Άγαμοι Θύται (Σεπτέμβριος 1993)
Ξεχνιέται ο πρώτος Λυκαβηττός; Το μαλλί μπορεί να ήταν μακρύ, όμως μαζί με τα hard & heavy άκουγα και πολλά ακόμα. Μάλιστα, παρέα με τον Γιώργο τον Ζαφειρόπουλο, μαζεύαμε φανατικά τους δίσκους του Γιώργου Νταλάρα τις Κυριακές στο Μοναστηράκι, αδιαφορώντας για την όχθη του "όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου".
Οι μνήμες ανάκατες, μα οι εντυπώσεις διαρκείς. Τα λευκά και κίτρινα καθίσματα των κερκίδων και οι Θεσσαλονικείς Άγαμοι Θύται στα πιο αιχμηρά τους, με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη να μπλέκει τα της εθνικής συμφιλίωσης με τα του ΠΑΟΚ και του Άρη, με το Μακεδονικό, με το μεταναστευτικό (της τότε εποχής), με τον Λευτέρη Πανταζή και τον Ζακ-Υβ Κουστώ, καθώς και με αναφορές σε έναν άλλον Μητσοτάκη, που μπορούσαν να σατιρίζουν δίχως να βρίζουν. Και ο Γιώργος Νταλάρας ένας επί σκηνής σίφουνας, να αρχίζει τη συναυλία με το "Ανεμολόγιο", καθώς είχε φρέσκο, τότε, το άλμπουμ Συγγνώμη Για Την Άμυνα, αλλά και τις συμμετοχές στο επιτυχημένο soundtrack του Βασίλη Δημητρίου για τα τηλεοπτικά "Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά". Οπότε είπε, φυσικά, και το υπεραγαπημένο "Πεπρωμένο".
Πρόσφατα δοκίμασα να ξαναδώ τη βραδιά στο YouTube. Όμως τίποτα, σχεδόν, δεν ήταν και δεν ακουγόταν το ίδιο, μετά 30 έτη. Κι εγώ μπορεί να είμαι ακόμα με τον Νταλάρα, τον Πάριο και την Αλεξίου, αναλόγως, όμως, εξακολουθώ να είμαι και με τη μνήμη –και όχι με τη νοσταλγία. Ακόμα κι αν δέχομαι ότι, πράγματι, "ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί".
Philip Glass & Philip Glass Ensemble: Koyaanisqatsi (Ιούλιος 2002)
Σχεδόν 10 χρόνια μετά τη βραδιά του Γιώργου Νταλάρα με τους Άγαμοι Θύται ήμουν ένας αρκετά διαφορετικός άνθρωπος, πάντως είχα ακόμα μακρύ το μαλλί κι εξακολουθούσα να δίνω το παρών στον Λυκαβηττό για συναυλίες. Όχι και τόσο συχνά, όμως, καθώς ζούσα πλέον στη Βρετανία. Οπότε ερχόμουν μόνο για κάποια διαστήματα στην Ελλάδα, στα οποία οι μουσικές εκδηλώσεις δεν συγκαταλέγονταν στις προτεραιότητές μου.
Αλλά εκείνον τον Ιούλιο του 2002, ένας φίλος –με τον οποίον δεν μιλάμε πια– με είχε μπριζώσει ότι αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να χάσουμε με τίποτα. Και το συμμεριζόμουν. Μπορεί να είχα χαζέψει το "Koyaanisqatsi" του Godfrey Reggio το 1985 που το είχε δείξει η ΕΡΤ (στην τότε Ημέρα Περιβάλλοντος), αλλά τι είχα καταλάβει, όντας παιδί; Κι άσε το άλλο: θα βλέπαμε το φιλμ σε γιγαντοοθόνη κι από κάτω θα είχαμε τον ίδιο τον Philip Glass να παίζει ζωντανά τη φοβερή μουσική που έγραψε γι' αυτό, παρέα με τους Philip Glass Ensemble.
Πήγαμε, ασφαλώς. Θυμάμαι ότι είχαμε εισιτήρια σε καλές θέσεις. Θυμάμαι, επίσης, τα βραχάκια να έχουν τον περισσότερο, ίσως, κόσμο από όσο είδα ποτέ, πηγαίνοντας στον Λυκαβηττό. Και θυμάμαι μια εντυπωσιακή συναυλία, ένα εξόχως ποιητικό πάντρεμα κινηματογραφικής τέχνης και ζωντανής μουσικής με υψηλό συνθετικό και εκτελεστικό επίπεδο, που το ένιωθες να ευτυχεί ακόμα περισσότερο κάτω από τον έναστρο, θερινό ουρανό της Αττικής. Και πώς τα έφερε έτσι η τύχη, φέτος τον Σεπτέμβρη το "Koyaanisqatsi" θα επιστρέψει στην Αθήνα, πάλι με τους Philip Glass Ensemble, για μια ανάλογη βραδιά –στο Ηρώδειο, αυτή τη φορά, δίχως βέβαια τον Philip Glass, ο οποίος διανύει αισίως τα 86 του χρόνια, μα δεν βγαίνει πια σε παγκόσμιες περιοδείες.
Morrissey (Ιούλιος 2012)
Άλλα 10 χρόνια μετά, μα πάλι στον Λυκαβηττό. Άλλες ιδέες στο κεφάλι, που πλέον είχε το μαλλί κοντό. Και μόνιμα εγκατεστημένος στον τόπο μου, πια, ύστερα από τα χρόνια στην Αλβιώνα. Σε καιρούς δύσκολους για τη χώρα, βέβαια, οι οποίοι θα έφερναν οικονομικές ταλαιπωρίες, θυμό και πίκρα. Με καινούριους, καλούς φίλους, όμως· κι έχοντας προλάβει, τουλάχιστον, να πραγματοποιήσω τα όνειρα που έκανα όταν πρωτοπήγα στον Λυκαβηττό για Νταλάρα και Άγαμοι Θύται. Ακόμα λοιπόν κι αν επρόκειτο να μας καταπιεί η μεγάλη δίνη της Ιστορίας, όπως κινδυνολογούσαν κάποιοι στα social media, θα μέναμε τουλάχιστον με εκείνο το σινατρικό "regrets? I've had a few".
Ανεβήκαμε ευάριθμη παρέα στον λόφο για να δούμε τον Morrissey, άλλωστε είχαμε κυκλώσει την ημερομηνία τουλάχιστον 2 μήνες πριν. Τι ζέστη ήταν αυτή... Καύσωνας και άπνοια, με τα όλα τους. Το χειρότερο πρόσωπο του ελληνικού καλοκαιριού, σαν να λέμε. Ο Λυκαβηττός, δε, τίγκα στον κόσμο: όσοι (καμπόσοι) δεν ήρθαν νωρίς, έμπλεξαν σε μια ουρά που τους έχει μείνει αξέχαστη, έκτοτε. Ξέρω λοιπόν ότι πολλοί ταλαιπωρήθηκαν, δεν πέρασαν καλά, δεν τους άρεσε η setlist, βρήκαν τον Morrissey πεσμένο φωνητικά.
Συμμερίζομαι τα περισσότερα από αυτά, έχοντας και πλήρη επίγνωση της απόστασης μεταξύ του Moz στο "Gagarin" το 2002 και του Moz στον Λυκαβηττό. Όμως μια συναυλία μπορεί τελικά να τη θυμάσαι κι επειδή ήταν (ψιλο)φόλα. Δεν στέκει η μνήμη μόνο στους θριάμβους. Για εμένα, δηλαδή, ο απογοητευτικός μα και αγαπημένος αυτός Morrissey κάπως ταίριαξε ιδανικά, σαν κλίμα, με τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εξουθενωτικής μέρας, μιας γενικότερα εξουθενωτικής εποχής. Όπου, ακόμα και στα "ιερά" σου, μπορεί πλέον να μην έβρισκες παρηγοριά.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Το θέατρο Λυκαβηττού όπως ήταν διαμορφωμένο στις συναυλίες που περιγράφουμε.