Έπρεπε να περάσουν τριανταπέντε χρόνια για να καταλάβουμε το νόημα των στίχων της "Αμνησίας" κι αυτό παραδόξως συνέβη στο κατάμεστο Ηρώδειο κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Γιάννη Αγγελάκα και της μπάντας του. Ακούστηκε κάπου στη μέση του σετ και ήταν η πιο κομβική στιγμή της βραδιάς. Επειδή ήταν η πιο παράταιρη. Εκτός γιορτής. Μας υπενθύμισε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε κι έπειτα μας επέτρεψε να γλιστρήσουμε στη μουσική χωρίς αναστολές: "Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω,/ δεν προχωράω πίσω ή μπροστά/ κι όλα αυτά που θέλω ν’ αγαπάω/ δεν μ’ ανατριχιάζουν πια". Κάποιες φορές χρειάζεται να φτάσεις τα πενήντα για να δεις τον σκοτεινό πάτο ενός τραγουδιού. Αυτός ήταν άλλωστε ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού που διψούσε ν’ ακούσει Τρύπες. Και όχι άδικα.
Δεν ήταν η νοσταλγία. Απλώς, ο Αγγελάκας δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την οικονομία των τραγουδιών της παλιάς του συντροφιάς από τη Θεσσαλονίκη. Όταν έφυγε από το συγκρότημα, ήξερε πως εγκατέλειπε έναν ντράμερ, τον Γιώργο Τόλιο, που έπαιζε κρουστά λες και είχε γεννηθεί στην Αφρική, έναν κιθαρίστα, τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, που είχε ξεπεράσει ακόμα και το ίνδαλμά του, τον σπουδαίο Άντι Γκιλ των Gang of Four, και κυρίως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες, από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα. Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θα σκεφτόταν ο Γιώργος Καρράς το βράδυ της Δευτέρας ενώ εμείς ακούγαμε μερικά από τα τραγούδια του στο ρωμαϊκό πέταλο. Μάλλον τίποτα. Σίγουρα θα ήταν πολύ κουρασμένος από την πρωινή δουλειά.
Ο Αγγελάκας ήταν πάντα τολμηρός. Όταν έβλεπε πως κάτι ετοιμαζόταν να κατακτηθεί, εξαφανιζόταν. Αν πλήρωνε το λογαριασμό ή αν πήγαινε σαν πεινασμένος λύκος στο επόμενο μαντρί, αυτό δεν το γνωρίζω. Ούτε ξέρω αν το έκανε με ιδιοτέλεια, στρατηγική, λαχτάρα, αγάπη, αγωνία ή ανία. Η αλήθεια είναι συνήθως κάπου στη μέση. Έφυγε από τις Τρύπες όταν είχε πλέον γίνει μια μπάντα που ακουγόταν συμπαγής, σαν ένα ορυκτό που κατρακυλά μέσα στη νύχτα, κι όταν, μετά από καιρό απουσίας, βγήκε ανανεωμένος κι ανεξάρτητος πάνω στη σκηνή, το έκανε θαρραλέα, παρέα μόνο μ’ ένα τσέλο (αλλά τι τσέλο). Του πήρε χρόνια να κερδίσει ξανά το κοινό του. Όχι πως τον ένοιαζε. Ύστερα προχώρησε στην αντίθετη κατεύθυνση, έφτιαξε ένα πολυμελές μουσικό σύνολο, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να συντηρήσει καν τον εαυτό του και συνέχισε μ’ ένα ευέλικτο σχήμα, μια πανκ μπάντα με μια ακουστική κιθάρα κι έναν μπαγλαμά, που πρόλαβε να βγάλει ένα πολύ καλό άλμπουμ. Ο Αγγελάκας διέλυσε αναπάντεχα το τρίο. Αυτή η αστείρευτη ανάγκη που είχε για νέες περιπέτειες, μας έκανε να τον αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο. Όλα είναι δρόμος.
Οι 100οC, με τους οποίους τον ακούσαμε στο Ηρώδειο, είναι το πιο φρέσκο σχήμα που είχε ποτέ αλλά και το πιο αλλόκοτο. Κρατάει στοιχεία απ’ όλες τις φάσεις της διαδρομής του και παρά τους δύο δίσκους που έχουν βγάλει μαζί, φαίνεται πως κάτι δεν έχει οριοθετηθεί τελεσίδικα: λες και τα όργανα αρνούνται να συναντηθούν με ακρίβεια κάτω από τη φωνή του, λες και η καύση δεν έχει ολοκληρωθεί. Είμαι σίγουρος πως ο Αγγελάκας το απολαμβάνει. Οτιδήποτε εκκρεμεί, αντέχει. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος εξακολουθεί να διατηρεί αναλλοίωτo το πάθος του. Κι ας έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του.
Μπορεί βέβαια κάποιος, ακούγοντας την "Ταξιδιάρα ψυχή", το "Δεν χωράς πουθενά", τη "Γιορτή" ή την συγκλονιστική εκτέλεση του "Δώσ’ μου λίγη ακόμα αγάπη" (επειδή ήταν απροβάριστη και άοπλη), ν’ αναρωτήθηκε γιατί να μην εμφανίζονταν άξαφνα οι Τρύπες κάτω από την Ακρόπολη, πιθανότατα σαν φαντάσματα του ροκ παρελθόντος, μα αυτή, ούτως ή άλλως, δεν θα ήταν παρά μια αφελής διερώτηση. Κανείς από το κοινό δεν ήθελε να δει τις Τρύπες. Γιατί κανείς δεν είχε όρεξη να έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του που έχει χαθεί μέσα στις δεκαετίες. Αυτή είναι άλλωστε η λειτουργία του Αγγελάκα. Είναι ο διαμεσολαβητής. Φέρνει το μήνυμα με τον πιο ανώδυνο τρόπο, με την ελαφρότητα ενός μαυροντυμένου αγγελιοφόρου που μας αναγγέλλει πως όλα τελικά ξαναγυρνάνε σ’ εμάς, διαλύοντας τις ψευδαισθήσεις μας.
Ο χρόνος είναι περίεργο πράγμα. Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν τον Σεπτέμβρη του ’88, λίγο πριν κλείσω τα δεκατέσσερα, κατά τη διάρκεια του θρυλικού φεστιβάλ στο Πεδίον του Άρεως. Θρυλικό επειδή το κοινό ανέβηκε αγριεμένο στη σκηνή κι έκανε πλιάτσικο. Μετά θυμάμαι να τρέχω με την αδερφή μου προς τη Δροσοπούλου ενώ μας κυνηγούσαν τα ΜΑΤ. Δεν είχα κλέψει τίποτα. Όμως μου άξιζε. Γιατί αφού είδα τις Τρύπες -ήταν ένα τεράστιο σοκ στο σώμα μου-, η μονοτονία της εφηβείας μετασχηματίστηκε σε κάτι ανεξήγητο, απειλητικό και ελεύθερο. Για μένα, εκείνη η συναυλία ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον Γιάννη Αγγελάκα. Και προχθές, στο Ηρώδειο, η πρώτη. Ο χρόνος αιωρείται πάνω από τις ζωές μας και κάνει τούμπες. Καθόμουν συγκινημένος δίπλα στα παιδιά της αδερφής μου. Δίπλα στον δεκατριάχρονο γιο μου. Που νομίζω πως χασμουριόταν.