Η συναυλιακή παρουσίαση της όπερας "Λιονέλλα" του Σαμάρα τις προάλλες (6/5) στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο της Αθήνας αποτέλεσε ένα από τα μείζονα καλλιτεχνικά γεγονότα της τρέχουσας περιόδου, που οδεύει σιγά-σιγά προς το τέλος της.
Για την εγχώρια μουσικολογική κοινότητα η ταραχώδης ζωή του αινιγματικού αυτού έργου του κοσμοπολίτη συνθέτη παραμένει ένα μυστήριο. Πέραν του μοναδικού (!) σκηνικού του ανεβάσματος κατά την παγκόσμια πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 4 Απριλίου 1891, που έτυχε δριμύτατων αποδοκιμασιών του κοινού και αρνητικών κριτικών, φαίνεται ότι ο Σαμάρας δεν έφερε το οποιοδήποτε μουσικό υλικό του όταν μετεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1911. Είναι επίσης γνωστό ότι η ενορχήστρωση, όπως και αυτές άλλων λυρικών του έργων ("Φλόρα Μιράμπιλις", "Μετζέ", "Δαμασμένη Μαινάς") χάθηκε -μεταξύ άλλων πολυάριθμων και πολύτιμων μουσικών χειρόγραφων και ντοκουμέντων- κατόπιν της καταστροφής από συμμαχικούς βομβαρδισμούς το 1943 του μιλανέζικου εκδοτικού οίκου Σοντζόνιο. Η ιστορική μουσικολογική έρευνα επέτρεψε έκτοτε τον εντοπισμό κάποιων σπαραγμάτων ή ακόμη και των σπαρτίτων (των αναγωγών δηλ. για φωνές και πιάνο) πολλών από αυτές τις όπερες.
Πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθεια ανεύρεσης της παρτιτούρας της "Λιονέλλας" διαδραμάτισε ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ακάματος ιεραπόστολος της ελληνικής λόγιας μουσικής. Αυτός ανακάλυψε το 1979 στο Ωδείο Αθηνών αυθεντικό, χειρόγραφο υλικό μιας "Ουγγρικής Ραψωδίας" (που απεδείχθη τελικά ότι ήταν ένα χορευτικό ορχηστρικό κομμάτι από τη Β’ Πράξη του έργου), αυτός εντόπισε ένα πρώτο σπαρτίτο το 2007 στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νάπολης, με βάση το οποίο η όπερα παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 12 Απριλίου 2011 στην Αίθουσα του "Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός" (στο πλαίσιο του 7ου Κύκλου των Ελληνικών Μουσικών Γιορτών), όπου το πιάνο (Δημ. Βεζύρογλου) υποκατέστησε τη χαμένη της ορχήστρα.
Αυτός, τέλος, προέβη μεταξύ 2020-2021 (εκμεταλλευόμενος τον εγκλεισμό που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού) στην παρούσα ενορχήστρωση, αξιοποιώντας και μια κάπως διαφορετική έκδοση του σπαρτίτου που βρέθηκε στην Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας στη Ρώμη, η οποία του παρεσχέθη, λίγο μετά την προαναφερθείσα πρώτη ελληνική παρουσίαση, από τον εκ των πρωταγωνιστών της, τενόρο Βαγγέλη Χατζησίμο.
Είναι προφανές ότι ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά κατά πόσο η ακρόαση αυτής της "νέας" ενορχήστρωσης ανταποκρίνεται στην αυθεντική. Ως γνωστόν, στην ιστορία της μουσικής η συμπλήρωση/αποκατάσταση έργων ημιτελών ή με βάση σωζόμενα κομμάτια είναι εν πολλοίς μια αυτοτελής δημιουργική διαδικασία, μολονότι -οφείλει να- συντελείται με συγκεκριμένα κριτήρια (ύφους, αισθητικής) και τεχνική.
Εν προκειμένω, ο Φιδετζής βασίσθηκε στη βαθιά γνώση του έργου του Σαμάρα, την κατανόηση του ύφους του, την προηγούμενη ενορχηστρωτική του δουλειά στην ημιτελή του όπερα "Τίγκρα" (αλλά και αυτήν σε -διαφορετικού, πάντως, στυλ- όπερες του Καρρέρ), ενώ αναζήτησε παραλληλίες προς την μοναδική σωζόμενη αυθεντική ενορχήστρωση της "Ουγγρικής ραψωδίας".
Το συχνά "πηχτό" ακρόαμα κινήθηκε μεταξύ ύστερου ρομαντισμού και βερισμού (αυτό εξάλλου υποδήλωνε η συνειδητή επιλογή μιας πλήρους βεριστικής ορχήστρας), με συνεχή ροή αλλά χωρίς εξαγγελτικά μοτίβα, με μιαν αρκετά τολμηρή αρμονική γλώσσα, όπου έντονα "ιταλικά" μελωδικά θέματα μπολιάζονταν σημειακά με τσιγγάνικα/μαγιάρικα στοιχεία, με σημαντική συμμετοχή της χορωδίας. Πλην όμως της δημοφιλούς "Ουγγρικής Ραψωδίας" δύσκολα ξεχώριζε κανείς κάποια αξιομνημόνευτη μελωδία, ενώ το ίδιο ίσχυε και σε επίπεδο φωνητικής γραφής (άριες/χορωδιακά). Να οφειλόταν άραγε σε όλα αυτά το γεγονός ότι στο έργο δεν δόθηκε δεύτερη ευκαιρία στην Ιταλία; Σίγουρα, πάντως, δεν βοήθησε και το μάλλον αμήχανο δραματουργικά λιμπρέτο του Φοντάνα, που δίνει έμφαση στο αρρωστημένο πάθος του πρωταγωνιστή Αντόρ για τον τζόγο που τον οδηγεί μέχρι του σημείου να …παίξει στα χαρτιά και να χάσει την αγαπημένη του Λιονέλλα – μια ιστορία που αντλεί ίσως έμπνευση από το επεισόδιο "Νάλα(ς) και Νταμαγιάντη" του γιγαντιαίου ινδικού έπους "Μαχαμπάρατα".
Σε επίπεδο μουσικής εκτέλεσης, η διεύθυνση του Φιδετζή διέθετε παλμό και πάθος. Παρά την καλή προετοιμασία τόσο της Συμφωνικής Ορχήστρας όσο και της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταύρος Μπερής), η απόδοσή τους θα ωφελούνταν πολύ από έναν πιο εστιασμένο και διαυγή ήχο και μεγαλύτερη ακρίβεια, ειδικά στη δεδομένη, άχαρης ακουστικής αίθουσα.
Από πλευράς διανομής, ευχαρίστησε η ισορροπία και αρτιότητα των ερμηνειών, μολονότι οι βασικοί ρόλοι θα δικαιώνονταν από φωνές διαφορετικού είδους/κατηγορίας και ηχοχρωματικών ποιοτήτων. Έτσι, η καλοτραγουδισμένη και άρτια εκφραστικά Λιονέλλα της υψιφώνου Άννας Στυλιανάκη απαιτούσε ιδανικά ένα καθαρά λυρικοδραματικό τίμπρο. Αυτό διέθετε ο Αντόρ του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου, ο οποίος, όμως, ήχησε κάπως υποτονικός. Αντίστοιχα, ο ρόλος του Βάικ -σπάνια περίπτωση όπου ένας μπάσος είναι αντίζηλος τενόρου!- βοούσε για ένα ηχόχρωμα πιο αιχμηρό από αυτό του βαθύφωνου Χριστόφορου Σταμπόγλη, που τραγούδησε, πάντως, με την γνωστή του καλλιέπεια. Μακράν κορυφαίος όλων, ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός -μοναδικός συμμετέχων και στην πρώτη εκτέλεση του 2011- εντυπωσίασε ως Ελίας/Μαύρη μάσκα με το σπάνιας γενναιοδωρίας και έντασης τραγούδι του. Πολύ καλός ήταν ο Έρικ του τενόρου Χρήστου Κεχρή.
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως των όποιων επιφυλάξεων, η εμπειρία της επαναγνωριμίας με αυτήν την "αποκατεστημένη" εκδοχή του έργου -μιας ακόμη ψηφίδας στο ατελώς χαρτογραφημένο εθνικό λυρικό δραματολόγιο- ήταν διαφωτιστική και οπωσδήποτε χρήσιμη.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την συναυλιακή παρουσίαση της όπερας "Λιονέλλα" του Σαμάρα (θέατρο "Ολύμπια", 6/5) - εκατέρωθεν του αρχιμουσικού Βύρωνα Φιδετζή και από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι μονωδοί Χρήστος Κεχρής, Δημήτρης Πακσόγλου, Άννα Στυλιανάκη, Χάρης Ανδριανός και Χριστόφορος Σταμπόγλης © Studio Kominis